Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

Σάββατο 25 Αυγούστου 2000 κι επτά

Αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος». Τελευταίο σαββατόβραδο του Αυγούστου. Στην αναμονή για κάρτα επιβίβασης. Προηγούνται από μένα κάτι άλλοι το ίδιο ή λίγο περισσότερο μελαμψοί , χωρίς να φταίει για κανέναν μας το σολάριουμ. Παραδίδονται οι βαλίτσες πάνω στη πλάστιγγα και με το μαγικό χαρτάκι ανά χείρας απομακρύνεται ο καθένας από το γκισέ, ελαφρύτερος κατά είκοσι κιλά. Όσα επιτρέπεται να έχει κανείς μαζί του δηλαδή σε μια πτήση, εξαιρουμένων των χειραποσκευών. .
Έρχεται η σειρά μου. Η υπάλληλος κοιτάει μια εμένα, μια τις δύο εγκυμονούσες βαλίτσες μου. Τελικά αποφασίζει να απευθυνθεί στις βαλίτσες. «Πετάει ο γάιδαρος;»
ρωτάει με απορία. «Πετάει!» αποκρίνονται οι βαλίτσες εν χορώ. Για να τις εκδικηθώ, τις βάζω μία μία στην πλάστιγγα να τις ξαποστείλω στο πυρ το ενδότερον. Βλέπει η αεροσυνοδός το μεικτό βάρος και γουρλώνει το βλέμμα της. Κάτι πληκτρολογεί στον υπολογιστή της και ξεγουρλώνει σιγά σιγά. Της κλείνω πονηρά ματιά. Ναι, λοιπόν είμαι γνωστός του διευθυντή της και δικαιούμαι είκοσι κιλά παραπάνω. Στο κάτω κάτω, αν τα είχα κάτω από το δέρμα μου αυτά τα παραπανίσια κιλά, θα μου έδινε το τηλέφωνο του Πρίνου πριν την κάρτα επιβίβασης; Χαιρετώ τις αποσκευές μου που απομακρύνονται πάνω στον κυλιόμενο διάδρομο και τις βγάζω τη γλώσσα. Σαράντα πέντε κιλά όλη κι όλη η προίκα μου, διαλεγμένη γραμμάριο γραμμάριο. Σκέφτομαι να ζητήσω θέση σε διάδρομο. Είμαι κλειστοφοβικός και η θέση στο παράθυρο παραείναι στριμωγμένη για τις αντοχές μου. Μια ερώτηση του φίλου που με συνόδευε με έκανε να ξεχάσω το αίτημα. Παίρνω την κάρτα κι αποχωρώ με το βαλιτσάκι του λαπ τοπ κρεμασμένο στον ώμο. Η επόμενη από μένα στη σειρά, έχει μόνο μια βαλίτσα. Τις υπόλοιπες τις έκρυψε κάτω από το φουστάνι της. Ελπίζω μην της δώσουν τη θέση δίπλα μου στο αεροπλάνο στην πτήση από το «Ελ. Βενιζέλος» προς «Αλ Καχίρα». Αθήνα-Κάιρο με την Ολυμπιακή μες στο άγριο μεσάνυχτο.
Παίρνω το φίλο που με αποσυντόνισε και τη φίλη που περίμενε πιο πέρα και κατευθυνόμαστε στο μπαρ του αεροδρομίου. Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο. Ρουφάω τον καπνό στο σφιγμένο μου λαρύγγι. Καπνός με αγκάθια κατεβαίνει στα σπλάχνα μου. Αθώα νικοτίνη και μονοξείδιο του άνθρακα. Πρώτη φορά τρομάξανε τόσο με τη μαυρίλα που συνάντησαν στο διάβα τους. Μαύρη ψυχή σε μαύρη ώρα. Αν βρισκόταν κάποιος να με τρυπήσει με μια καρφίτσα, πίσσα θα έσταζε στα αστραφτερά μάρμαρα του αεροδρομίου, το αίμα μου. Ο καφές της παρηγοριάς ανήμπορος να δικαιολογήσει το όνομά του. Από τη μια τα μάτια μου θέλουν να χορτάσουν την εικόνα των φίλων. Από την άλλη δεν σηκώνουν το βάρος και περιπλανιούνται άσκοπα στο χώρο. Έτσι κι αλλιώς πάντα πίστευα ότι οι αποχαιρετισμοί ήταν μικροί θάνατοι. Όπου είμαι εγώ δεν είναι ο θάνατος κι όπου είναι ο θάνατος δεν είμαι εγώ. Θετική σκέψη. Πλην όμως όπου δεν είμαι εγώ είναι ο θάνατος. Κι εγώ σε λίγο δεν θα είμαι πια εδώ. Πώς τα καταφέρνει το μυαλό στην καταστροφή! Να μην μου αφήνει κάπου ν ακουμπήσω.
Μιλάμε προσπαθώντας ο καθένας μας με τα όπλα που έχει να σκοτώσει το θηρίο που τον βασανίζει. Άλλος καβάλα στ’ άλογο σαν αϊ Γιώργης με το κοντάρι του, άλλος σαν το Δαυίδ με τη σφεντόνα του κι άλλος σαν τη Δαλιδά με το ψαλίδι στα χέρια, έτοιμος για τη σωτήρια κουρά. Την ίδια στιγμή οι θύτες γίνονται θύματα και γινόμαστε δράκος , Γολιάθ και Σαμψών σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου που οι ρόλοι εναλλάσσονται ασκαρδαμυκτί. Όταν καταλαβαίνουμε πόσο τα λόγια μας είναι ψεύτικα, αφήνουμε τη σιωπή να μιλήσει εκ μέρους μας, να λάμψει η αλήθεια. Σιωπή που τη διακόπτουν τα χτυπήματα του κινητού, οι ευχές που έρχονται, τα ευχαριστώ που φεύγουν. Είναι να μην το έχεις στο κύτταρό σου, να ξεπροβοδίζεις αυτόν που φεύγει. Ακόμα και στο ύστατο χαίρε. «Καλό παράδεισο! ».Χωρίς ν’ ακούσεις ευχαριστώ εννοείται.
Ο δικός μου παράδεισος, αυτός που τον έχτισα μόνος με περιμένει σε λίγες ώρες. Το αιώνιο λάθος του ανθρώπου , να νομίζει ότι μπορεί να γίνει θεός. Κι όταν έρθει η ώρα της κρίσης να πληρώνει το αντίτιμο της προπατορικής συνήθειας. Τώρα, εδώ στο αεροδρόμιο στην αναμονή για την πτήση της Ολυμπιακής, περιμένω την ώρα που θα κριθώ. Θα ανοίξουν τελικά οι πύλες του παραδείσου; Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απ’ αυτή; Ερωτήματα που θέλουν το χρόνο τους για να βρούν μια απάντηση. Πώς περνά ο χρόνος! σκέφτηκα ο άνθρωπος. Πώς περνούν οι άνθρωποι σκέφτηκε κι ο χρόνος. Αγκάλιασα και φίλησα τους φίλους μου, χωρίς μια λέξη να βγει από το στόμα μου. Μόνο το χέρι μου τίναξα στον αέρα τρεις φορές κάνοντας τους νεύμα να φύγουν και να μην πουν τίποτα. Απεταξάμην! Γύρισα απότομα και έφυγα για το check in. Δεν κοίταξα πίσω για να μη απομείνω στήλη άλατος σε τούτο το μεταίχμιο. Άλλωστε και να έστρεφα τα μάτια μου πίσω, δεν θα μπορούσα να δω τίποτα. Τα δάκρυα θολώνουν το βλέμμα.
Μόνος λοιπόν. Στην αίθουσα αναμονής πτήσεων αφού πρώτα πέρασα από το κατάστημα αφορολόγητων ειδών για δύο κούτες τσιγάρα και δυο μπουκάλια ουίσκι. Θα ήθελα να πω «αχρείαστα να ‘ναι» αλλά δεν μου αρέσουν τα ψέματα. Φαρμάκι και φάρμακο μαζί. Με μάτια υγρά ακόμα παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου και ζηλεύω που δεν μπορεί να σκάσει χαμόγελο στα χείλη μου. Ένα τελευταίο τηλεφώνημα στη μητέρα μου, πριν κλείσω το κινητό. «Η Παναγιά μαζί σου» μου λέει. Η Παναγιά μου είσαι εσύ ήθελα να της πω αλλά είπα μόνο ευχαριστώ. Έκλεισα το κινητό και μπήκα στο αεροπλάνο με τον ήχο της φωνής της βροχοποιό.
Το αίτημα που δεν ξέχασα να κάνω για θέση στο διάδρομο, με έφερε δίπλα στο παράθυρο στην ουρά του αεροπλάνου. Χρειάστηκε να σηκωθούν οι δύο που είχαν ήδη καθίσει για να περάσω. Στην άκρη ένας μελαχρινός χλεμπονιάρης γύρω στα πενήντα και στη μέση μια επίσης μελαχρινή σαραντάρα. «Ευχαριστώ» είπα στα ελληνικά από κεκτημένη ταχύτητα. «Σούκραν» διόρθωσα αμέσως μετά στ’ αραβικά. «Παγακαλώ» μου είπε με σπασμένα ελληνικά η κυρία. Ήθελα να μιλήσω με κάποιον για να διασκεδάσω τους φόβους μου. «Από Αίγυπτο είστε;» ρώτησα ευγενικά. «Όχι» μου απάντησε. «Πηγαίνω για ένα σεμινάγιο» τονίζοντας τα «γ» με ξενική προφορά. «Γαλλίδα;» Ξαναρωτάω επιμένοντας να κάνω την Πυθία. «Όχι. Από Λάγισα» μου λέει. Δεν καταλαβαίνω κι αυτό φαίνεται στα μάτια μου. «Από ένα χωγιό της Ελασσόνας» συμπληρώνει. «Α, μάλιστα» λέω. «Και ζείτε στο εξωτερικό; Γιατί η προφορά σας μου φάνηκε ξενική» επιμένω το τούβλο. «Όχι, όχι. Ζω κι εγάζομαι στη Θεσσαλονίκη σε μια φαγμακευτική εταιγία.» Ε, μετά από όλα αυτά επιτέλους κατάλαβα ότι αυτό το γαλλικό αξάν δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την ομιλία μιας ψευδής γυναίκας. Ντράπηκα και δεν συνέχισα την κουβέντα. Έβγαλα δύο περιοδικά από την τσάντα μου για να περάσει η ώρα. Η «γαλλίδα» από την Ελασσόνα μου ζήτησε το ένα και κράτησε την επαφή σχολιάζοντας μου αυτά που διάβαζε. Κάποια στιγμή μπήκε στην κουβέντα κι ο μπασμένος πενηντάρης, που τελικά ήταν σαράντα ενός χρονών, αιγύπτιος , από το Ασουάν, μετανάστης στην Ελλάδα εδώ κι έξι χρόνια, παντρεμένος με μια εικοσιτριάχρονη εδώ και έξι χρόνια επίσης και με πέντε παιδιά. «Κάθε άδεια και παιδί δηλαδή;» σχολίασα και η κίτρινη μασέλα με τρία δόντια να λείπουν έγινε χαμόγελο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε το μισάωρο της αναμονής ως την απογείωση. Ωραία τελικά η θέση δίπλα στο παράθυρο. Ακόμα πιο ωραία η Αθήνα από κάτω. Με τον Υμηττό να φεγγοβολάει σαν ψησταριά που μόλις ανάψανε. Κι ένα βουνό ακόμα να καίγεται κάπου κοντά στο Λαύριο. Την ίδια μέρα που πενήντα άνθρωποι ψηθήκαν σαν σουβλάκια. Θα επικηρύξουν λέει τον εμπρηστή. Αν είχα χρόνο θα τους έλεγα πως δεν θα χρειαστεί. Για να βρουνε τον ένοχο φτάνει μόνο να κοιτάξουν ποιος αυτοκτόνησε αυτές τις μέρες. Γιατί δεν μπορεί να μην αυτοκτόνησε μετά από τόσους θανάτους που προκάλεσε. Από το παράθυρο σαν να βλέπω τις ψυχές τους, μαζί με τις ψυχές χιλιάδων απροστάτευτων δέντρων, να ανεβαίνουν ακόμα στο τελευταίο ταξίδι. Βλέπω και το φεγγάρι. Αυτό το ίδιο φεγγάρι θα βλέπω και στο Κάιρο. Ίδιο; Σημασία δεν έχει αυτό που βλέπεις. Αλλά ο τρόπος που κοιτάς. Αυτό το φεγγάρι λοιπόν θα κάνω καιρό να το ξαναδώ.
Μόλις τελείωσε η διαδικασία της απογείωσης και δόθηκε το σήμα να λυθούν οι ζώνες ασφαλείας, -σιγά να μην την έλυσα δηλαδή, δεν ξεχνιέται εκείνο το ατύχημα με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο-τα καροτσάκια των αεροσυνοδών βγήκαν στον διάδρομο. Η Ολυμπιακή μας φίλεψε μια φέτα που έμοιαζε με κρέας αλλά δεν είμαι σίγουρος, μια φέτα που έμοιαζε με αλλαντικό αλλά πάλι δεν έιμαι σίγουρος και μια φέτα που είμαι σίγουρος ότι ήταν τυρί αλλά δεν είμαι σίγουρος πού μπόρεσαν να βρουν τόσο άνοστο τυρί. Το μενού συνοδευόταν από μισό φύλλο μαρούλι, κάτι κομματάκια κόκκινα που ίσως ήταν λιαστή ντομάτα, ένα τρίγωνο από φέτα ψωμιού τοστ με μια σταγόνα μαγιονέζα, ένα στρογγυλό ψωμάκι μινιόν και το καλύτερο το άφησα για το τέλος, ένα ολόφρεσκο γλυκό μέγεθος σπιρτόκουτο που το έσωσε η φρεσκάδα του και το γλάσσο με γεύση λεμόνι που είχε πάνω από τη σαντιγί. Η γεύση λεμονιού ήταν η μόνη γεύση που μπόρεσαν να διακρίνουν οι γευστικοί μου κάλυκες. Από την υπερένταση της τελευταίας μέρας μου στην Ελλάδα δεν είχα φάει τίποτα ολημερίς κι έτσι προσέφερα στον εαυτό μου το βασιλικό αυτό δείπνο πάνω στα σύννεφα. Τρόμαξα μόνο όταν καθώς καθάριζα τα χέρια μου με το αρωματικό μαντηλάκι-άρωμα λεμόνι κι αυτό, είδα το πιάτο της «γαλλίδας» σχεδόν απείραχτο. Όταν πήγε δε, το μάτι μου λίγο παραπέρα στο πιάτο του πρίγκιπα της Αιγύπτου και το είδε σχεδόν απείραχτο επίσης, πανικοβλήθηκα!
Κάποια στιγμή από το παράθυρο μου είδα κάτι φωτάκια κάτω κάτω στο βάθος και το φεγγάρι να στρώνει ασημένια χαλιά πάνω στη θάλασσα. Δεν πέρασε πολύ ώρα για να καταλάβω ότι πλησιάζαμε Αλεξάνδρεια και μέχρι να το συνειδητοποιήσω καλά καλά , το Κάιρο βρισκόταν στο οπτικό μου πεδίο. Τεράστιες λεωφόροι που η απόσταση τις έκανε να μοιάζουν σαν μίσχοι λουλουδιών που κατέληγαν σε ολάνθιστα άνθη, φωτισμένα περίχωρα προφανώς. Ατέλειωτα φώτα. Οι ζώνες –των αλλωνών-ξαναδέθηκαν και σε μια στροφή του αεροπλάνου καθώς έμπαινε σε πορεία προσγείωσης η πόλη φάνηκε σαν να υψωνόταν κάθετα έξω από το παράθυρο μου. Ξαναγύρισε στον οριζόντιο σχεδιασμό της όταν το αεροπλάνο μπήκε στην τελική ευθεία προσγείωσης, μιάμιση μόλις ώρα από την τελική ευθεία απογείωσης του. Οι ρόδες ακούμπησαν ευγενικά στην φαραωνική γη, οι ζώνες λύθηκαν, οι πόρτες άνοιξαν και βγήκα. Τρεις και κάτι Κυριακή πρωί.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2007

Η ΠΟΛΙΣ (αντι εισαγωγής)

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.

Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·

κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»



Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ

στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ