Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Πέμπτη 6-Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Πέμπτη 6-Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Οικονομία χρόνου. Είναι η μόνη οικονομία που απαιτεί το Κάιρο. Δεν περισσεύει πολύς χρόνος για να καθίσεις μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή να γράψεις για τη ζωή που περνά. Δεν θέλεις να χάσεις ούτε λεπτό από όλα όσα μπορεί να σου προσφέρει το άγνωστο. Προτιμάς να πέσεις στο ποτάμι που κυλάει και να το αφήσεις να σε παρασύρει. Και το ποτάμι εδώ είναι μακρύ, πλατύ και βαθύ. Επ’ ουδενί ξεροπόταμος. Από τις όχθες σου πετάνε λυγαριές τα παράξενα, να πιαστείς, να ξαποστάσεις και ν αφεθείς με περισσότερη ορμή μετά στη ροή. Λένε πως ποτέ δεν μπορείς να δεις το ίδιο ποτάμι δυο φορές. Εδώ δεν προλαβαίνεις καλά καλά να το δεις ούτε μία. Τα πάντα ρει κι αφήνομαι. . .
Μια στάση στα «βρώμικα». Περασμένα μεσάνυχτα μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο θα φέρει τη Φανή, εμένα και τον Αντρέα κάπου κοντά στην πλατεία Ραμσής του σιδηροδρομικού σταθμού. Σκονισμένα ερείπια μιας πολύ παλιάς αίγλης, νεοκλασικά που ξεψυχάνε χαμογελώντας, δρόμοι περισσότεροι βρώμικοι ακόμα κι από το εδώ συνηθισμένο. Τα «βρώμικα» είναι μια ψησταριά στα στενά της απόλυτης παρακμής, με πριονίδι στην άσφαλτο να ρουφάει τα λίπη. Σπεσιαλιτέ τα αρνίσια παϊδάκια. Έλα που εγώ δεν τρώω αρνί. Έρχονται στο τραπέζι μας, πριν ακόμα παραγγείλουμε, δυο σαλάτες χούμους, ένα πιάτο τουρσί διάφορα και μια ντοματοσαλάτα. Οι υπόλοιποι παραγγέλνουν παϊδάκια. Εγώ προτιμάω κόφτα, κάτι σαν το κεμπάπ του Μπαϊρακτάρη από μοσχαρίσιο κιμά. Όταν έρχεται η παραγγελιά οι φίλοι βουτάνε με τα χέρια τα καλοψημένα παϊδάκια με μια έκφραση ηδονής στα πρόσωπα τους. Ζηλεύω κι απλώνω το χέρι. Απορώ με τον εαυτό μου όταν διαπιστώνω ότι συνεχίζω να επαναλαμβάνω αυτήν την κίνηση. Σκέφτομαι πως αν με έβλεπε η μάνα μου θα έκανε το σταυρό της. Θαύμα! Τρώω αρνίσια παϊδάκια. Εγώ που ακόμα και το σουβλιστό κατσικάκι του Πάσχα, ίσα ίσα που το άγγιζα. Η μυρωδιά και η γεύση τους θυμίζουν έντονα χοιρινό. Αν δεν απαγορευόταν εδώ αυτό το κρέας, θα ήμουν σίγουρος ότι μας κορόιδεψαν. Απίστευτη γεύση. Μια πιθανή εξήγηση ίσως να βρίσκεται στο ότι βράζουν τα παιδάκια πρώτα και μετά τα ρίχνουν για ψήσιμο στα κάρβουνα. Ίσως γι αυτό δεν μυρίζουν καθόλου αρνί. Ένα κιλό παϊδάκια, ένα τέταρτο κόφτα, σαλάτες, μπόλικες πίτες αραβικές και έξι κόκα κόλες, θα ανεβάσουν το λογαριασμό στα δώδεκα ευρώ. Όσο κάνουν εννιά καλαμάκια με μια φέτα ψωμάκι στη «γωνιά» στην Ομόνοια. Ακόμα δεν μπορώ να ξεφύγω από τις συγκρίσεις. Καθισμένος σε μια βρώμικη καρέκλα, ένα βρώμικο τραπέζι, σε ένα βρώμικο δρόμο, με πολλούς βρώμικους ανθρώπους γύρω μου απολαμβάνω την πιο καθαρή γεύση. Οι μόνοι «ξένοι» εδώ, σε μια προσπάθεια να νιώσουμε λίγο κομμάτι αυτής της χώρας.

Πρέπει να κάνω ακόμα μια στάση στην παράσταση της πειραματικής σκηνής του θεατρικού οργανισμού Κύπρου στα πλαίσια του διεθνούς φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου που γίνεται κάθε χρόνο στο Κάιρο. Μετά την αποτυχημένη παράσταση της ελληνικής αποστολής, βρεθήκαμε μια παρέα Έλληνες στο θέατρο, με πολύ χαμηλές πια προσδοκίες. «Το ημερολόγιο ενός τρελού» σε σκηνοθεσία Σπύρου Χαραλάμπους, μουσική Γιώργου Χριστοδουλίδη κι ερμηνεία του Μάριου Ιωάννου, στην κυπριακή διάλεκτο παρακαλώ. Τρεις μόλις άνθρωποι κατάφεραν λίγο πριν πέσει η αυλαία να βγάλουν δάκρυα από τα μάτια μας. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο να κλαις φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση. Πόσο μάλλον όταν αυτή είναι σε διάλεκτο που αφήνει κάποια κενά κατανόησης. Εξαιρετικός ο μονόλογος του Μάριου. Ακόμα και κωφάλαλος να ήταν κανείς, το κλάμα δεν το γλύτωνε. Μιλούσε με κάθε του κίνηση. Με κάθε του παύση. Καταπληκτική παράσταση που ίσως ανέβει και στην Αθήνα. Αξίζει να τη δει κανείς.

Μετά την παράσταση, όλη η παρέα κατευθύνθηκε στο Αλ Σαράγια, ένα από τα πλωτά εστιατόρια του Νείλου. Φαγητό, κρασί και γλυκό, με θέα το φωτισμένο ποτάμι, στο ιταλικό εστιατόριο του πλοίου με όλους τους σερβιτόρους πάνω από τα κεφάλι μας. Επτά ευρώ έκαστος. Το λέω και χαίρομαι από τη μία, αλλά θυμώνω από την άλλη. Καλά τα ταβερνάκια και τα «Μήτσο, πιάσε πιάσε μια μπύρα». Αλλά είναι κρίμα να έρθεις και να περάσεις από αυτή τη ζωή με χιλιάδες Μήτσους μόνο, κι αυτούς κανένα Σαββατοκύριακο, μετρώντας και υπολογίζοντας αν φτάσουν τα ρημάδια για τις πιστωτικές κάρτες και τα τσιγάρα. Δεν είναι καθόλου άσχημα να δεις τη ζωή κι από την άλλη πλευρά. Όχι ότι είναι απαραίτητα καλύτερη. Σίγουρα είναι πιο . . . φο, αλλά να έχεις εσύ το δικαίωμα να επιλέγεις τι σου πάει περισσότερο γαμώτο μου. Ανάλογα την ώρα και τη στιγμή. Όταν θέλεις να τρως σουβλάκια στην Ομόνοια κι όταν το τραβάει η όρεξη σου, ροφό στο Μικρολίμανο. Γιατί να έρθεις και να περάσεις με τη γεύση του γαύρου μόνο; Μια και είπα ροφός, πέντε ευρώ το κιλό εδώ. Πηγαίνεις στον ψαρά, παραγγέλνεις τα ψάρια που θές, του δίνεις τη διεύθυνση σου, τα καθαρίζει, τα ψήνει στα κάρβουνα και στα φέρνει σπίτι. Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ που λέει και το τραγούδι, αλλά το «ευχαριστώ» το κρατάω για την Αίγυπτο. Για όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που μου χαρίζει γενναιόδωρα.

Η παρέα έφυγε για την Ηλιούπολη, εγώ ξέμεινα στην πόλη, να γυρνάω στους δρόμους, να ανακαλύπτω γειτονιές στο κέντρο, καφέ που ξενυχτάνε πνιγμένα στον καπνό του ναργιλέ και στα χαμόγελα των ανθρώπων. Πόσο αβίαστα χαμογελούν εδώ οι άνθρωποι είναι απορίας άξιον. Φαντάζομαι να είχαν το ένα τέταρτο του «πλούτου» του δικού μας θα σκάγανε στα γέλια. Ίσως πάλι επειδή δεν έχουν τίποτα για αυτό να είναι τα χαμόγελα τους τόσο υπέροχα αυθόρμητα. Δεν φοβούνται μήπως χάσουν κάτι γιατί δεν έχουν τίποτα. Έτσι τη βρήκαν τη ζωή, έτσι πηγαίνουν και σιγά μη σκάσουν. Ίσως αυτό να μην είναι μοιρολατρία αλλά άσκηση σοφίας. Τι να πω; Όλη τη νύχτα περιπλανιέμαι στους δρόμους αφού αποφάσισα να επιστρέψω με τα πόδια σπίτι. Στις έξι και μισή το πρωί, παραδόθηκα στην ευκολία του ταξί. Ο ήλιος φέγγιζε πάνω στους μιναρέδες των τζαμιών, η πόλη ξύπνησε για τα καλά αλλά εγώ είχα αρκετό περπάτημα και είχα κουραστεί. Ανατολή στο Κάιρο θα πει τρέξτε ζωγράφοι, φωτογράφοι, σκηνοθέτες, να πιάσετε τ’ άπιαστο. Κρατάω ότι μπορεί να κρατήσει το μυαλό μου. Δεν το χόρτασα.

«Στην αγορά του Αλ χαλίλι θα πουλάν τα δυό σου χείλη. . .» Θέλω δεν θέλω τραγουδάω το τραγούδι του Ζούδιαρη καθώς το ταξί με αφήνει στην πλατεία του Χαν ελ Χαλίλ με το επιβλητικό τζαμί και τα ποτάμια ανθρώπων που μπαινοβγαίνουν στα στενά της αγοράς. Τα παζάρια και τα τραβήγματα αρχίζουν με το που πατάς το πόδι σου εκεί και δεν θα σταματήσουν ούτε ακόμα και στον παραδοσιακό καφενέ Ελ Φισάουι με τους πολλούς καθρέφτες που επιτρέπουν να συναντιούνται τα μάτια στις αντανακλάσεις τους. Εκεί καθίσαμε με τη Σοφία μετά την αγορά πολύχρωμων κομπολογιών από κόκκαλο καμήλας ή γιουσούρι . Στον μακρύ, ξύλινο καναπέ οι δύο μας ανάμεσα σε ξένες παρέες που περνώντας η ώρα είχαν την τάση να γίνουν μια μεγάλη παρέα. Όλοι μιλάνε με όλους, πίνοντας χυμούς μάνγκο, ροδιού ή ζαχαροκάλαμου, τσάι σε διάφορες γεύσεις και αραβικούς καφέδες.Ντόπιοι και ξένοι ένα πολύχρωμο κουβάρι. Κι ανάμεσα από τα τραπέζια οι μικροπωλητές που προσπαθούν να σου πουλήσουν από φιστίκια αράπικα μέχρι πορτοφόλια και δερμάτινα πουφ. Μια πολυτάραχη σκηνή πνιγμένη στον καπνό και τα αρώματα των ναργιλέδων, τα λόγια, τα βλέμματα, τα γέλια. Λίγο αργότερα δοκιμάζαμε λίγο πιο πάνω, κοντά στο τζαμί, στο πανκέικ ένα είδος αιγυπτιακής κρέπας ή ίσως αιγυπτιακής μπουγάτσας με κρέμα, τυριά ή κιμά. Γεύσεις που είναι κρίμα κι άδικο να τις χάνει ο ανυποψίαστος τουρίστας. Τέλος δεν αποφύγαμε να χαζέψουμε αντίκες, αληθινές και ψεύτικες στα στενά που φτάσαμε καθώς μας τραβούσαν από το χέρι οι επιτήδειοι. Η χαρά της αγοράς να αφήνεσαι να σε τραβολογούν, να σε κερνούν τσάι, να προσπαθούν να σου πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Να απαντάς Γιουνάν όταν σε περνούν για ιταλό και να εισπράττεις χαμόγελα και σκόρπιες λέξεις ελληνικές με αραβική προφορά. Γειά σου, καλημέρα, καληνύχτα, ευχαριστώ, Καραμανλής.
Καραμανλής είπα και ευκαιρία να θυμηθώ το πενθήμερο ταξίδι στην Ελλάδα για τις εκλογές. Πέμπτη βράδυ αναχώρηση με βαριά καρδιά γι αυτά που δεν χόρτασα και με βήμα βαρύ για την επιστροφή. Πάνω που συνήθιζα, έπρεπε να επιστρέψω εκεί, σ αυτά που με διώξανε ή έστω που δεν μπόρεσαν να με κρατήσουν. Δεν θα έμπαινα σ αυτό το αεροπλάνο, αν δεν ανυπομονούσα να δείξω το χαμόγελο στη μάνα μου και τις φωτογραφίες από το καινούργιο μου σπίτι, τις εντυπώσεις από την καινούργια μου ζωή, την πρόσωπο με πρόσωπο πρόσκληση να τις μοιραστεί μαζί μου για να μπορεί να κοιμάται ήσυχη αφού ο κανακάρης της δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Είμαι περίεργος να δω, με άλλα μάτια πια, τι ήταν αυτό που άφησα και τρόμαξα ότι το χάνω. Θα έχουν ακόμα το ίδιο χρώμα οι δρόμοι, οι πόλεις, οι άνθρωποι; Και το φεγγάρι; Πού είναι τελικά ομορφότερο;

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά


Η νύχτα έφυγε ο Χαμάντα ξαναήρθε. Πώς λέμε οι Γερμανοί ξανάρχονται; Σήμερα μου δήλωσε ότι μπορεί να καθίσει μόνο τέσσερεις ώρες. Το δέχτηκα απερίφραστα γιατί είχα και δουλειές. Του έδειξα τα ριγέ τζάμια και καθρέφτες, το χαρτί κουζίνας
και του ζήτησα να τα ξανακάνει. Μετά του εξήγησα τι να χρησιμοποιήσει λεπτομερώς στα υπόλοιπα που άφησε απείραχτα από χτες. Γιατί τα καθαρισμένα τα χτεσινά από το πολύ άζαξ είχαν γίνει. . . . αόρατα. Τουλάχιστον τα πέρασε μια φορά με νεράκι. Γι αυτό προτίμησα να συνεχίσει με τα ανέγγιχτα. Μετά από τέσσερεις ώρες δεύτερο σοκ. Το άβα για τα πιάτα είχε φτάσει στη μέση, έχοντας πλύνει λιγότερα πιατικά από όσα χωράει το πλυντήριο πιάτων. Μαύρα φίδια με ζώσανε. Όταν τον ρώτησα τι έκανε με το απορρυπαντικό πιάτων; Σαπούν ουά χλορέξ μου λέει και με νοήματα κατάλαβα ότι έβαλε χλωρίνη και απορρυπαντικό πιάτων στο σφουγγάρισμα για να κάνει αφρό και να καθαρίσει καλά.
Αποφάσισα να πάρω τον Ιμπραχίμ να καθαρίσει αυτά που καθάρισε ο Χαμάντα. Που επειδή τα καθάρισε πρώτη φορά και κουράστηκε, όταν του έδωσα 25 λίρες για το τετράωρο μου είπε σοβαρά σοβαρά δείχνοντας μου αυτά που κράταγε στο χέρι του, ότι του χρωστάω ακόμα δεκαπέντε. « Γιατί ακόμα δεκαπέντε;» ρωτάω έκπληκτος. «Χτες σαράντα» μου λέει και σαν ηφαίστειο που ξυπνά παραλίγο να του φέρω τον κουβά με την χλωρίνη και το άβα κατακέφαλα. Προτίμησα να του πω αυστηρά, όπως κατά βάθος επιθυμούσε, ότι χτες δούλεψε έξι ώρες και σήμερα τέσσερεις κι ότι εν πάσει περιπτώσει η αμοιβή του είναι κανονικά πέντε λίρες την ώρα κι αυτές χατιρικά. Έβαλε την ουρά στα σκέλια, μάζεψε τα πραγματάκια του κι έφυγε. Ένιωσα ενοχές από τη μια. Από την άλλη θυμό. Δεν ξέρω τι από τα δυο προκάλεσε το άλλο. Προσπαθώ να προσαρμοστώ σε άλλο τρόπο σκέψης. Στον αιγυπτιακό. Όταν τα καταφέρω απόλυτα, θα φύγουν οι ενοχές, θα αποκτήσω τη σκληράδα που πρέπει και θα με αποδεχτεί ο κάθε Χαμάντα. Μέχρι τότε, θα με θεωρεί ένα χαζοευρωπαίο, που μπορεί να τον κοροϊδέψει, να τον ξεγελάσει. Με δέκα ώρες δουλειά, θεός να την κάνει εκ του αποτελέσματος, πήρε εξήντα πέντε λίρες. Περίπου εννιά ευρώ. Για να γίνει κατανοητό τι εννοώ, ο μισθός του, όπως και κάθε ανειδίκευτου εργάτη εδώ, με δωδεκάωρη εργασία ημερησίως, είναι περίπου τριάντα με σαράντα ευρώ τον μήνα. Κι αν βοηθήσω κάποιον θα το κάνω όταν θέλω εγώ, όχι με το ζόρι και με κουτοπονηριές. Χαμάντα τέλος.

Μες στο αποστειρωμένο, αόρατο και σαπουνισμένο μου περιβάλλον, πέρασα την μέρα τακτοποιώντας ψώνια στην κουζίνα και ψιλοδιορθώνοντας όπως μπορούσα το πέρασμα του άσπρου σίφουνα. Το βράδυ έτοιμος και στολισμένος, συναντήθηκα με τους υπόλοιπους, φορτωθήκαμε σε ένα λεωφορειάκι όσοι χωρέσαμε, οι υπόλοιποι με ταξί και κατευθυνθήκαμε στην όπερα του Καϊρου. Αχ, Ελλάδα μου γλυκιά. . . Που είσαι να κοκκινίσεις από ντροπή για τη όπερα που δεν έχεις. Σε μια από τις ανοιχτές σκηνές της όπερας παρακολουθήσαμε την τραγωδία Τρωαδίτισσες του Ευριπίδη στα πλαίσια του διεθνούς φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου που γίνεται κάθε χρόνο στο Κάιρο, από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας και την πειραματική σκηνή του Θεσσαλικού θεάτρου. Τραγωδία από όπου και να την κοίταγες. Σχολική παράσταση θύμιζε περισσότερο. Αυτή η μία απ’ τις δύο συμμετοχές που εκπροσωπούσαν την Ελλάδα. Κρίμα. Τουλάχιστον ευχαριστηθήκαμε τους χυμούς στο καφέ των κήπων της όπερας. Είκοσι τόσοι άνθρωποι πεπλανημένοι.
Άφησα τους άλλους να φύγουν με το λεωφορειάκι που μας έφερε και πήρα τους δρόμους. Αν δεν βρέξεις τον κώλο σου δεν τρως ψάρι. Κι αν δεν την περπατήσεις, η πόλη δεν μαθαίνεται. Γύρισα σπίτι πριν τον ήλιο με τα πόδια πρησμένα από το περπάτημα. Νείλος από το Μάρριοτ ως το Σέρατον, μεϊντάν Ταχρίρ, ξάγρυπνη πόλη.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Είχα κανονίσει από χτες με τον Χαμάντα να έρθει να μου καθαρίσει το σπίτι. Στις τρεις η ώρα ήταν εδώ. Του είπα να αρχίσει από την κουζίνα, του εξήγησα αναλυτικά τι θέλω να κάνει εκεί, μετά το μεγάλο μπάνιο και στο τέλος την κρεβατοκάμαρα μου. Τα υπόλοιπα αύριο γιατί δεν ήθελα τσαπατσουλιές, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άραβες σπίτι τους. Του έδωσα τα καθαριστικά, χλωρίνη για όλες τις χρήσεις, απορρυπαντικό πιάτων, απορρυπαντικό για τα πλακάκια και τις βρύσες, άλλο για το ινοξ και άζαξ για τα τζάμια. Ξάπλωσα να κοιμηθώ στον καναπέ του σαλονιου ρίχνοντας ένα καθαρό σεντόνι πάνω του.
Όταν ξύπνησα ο Χαμάντα είχε τελειώσει την κουζίνα και μόλις άρχισε το μπάνιο. Καινούργιες υποδείξεις για μπάνιο και κρεβατοκάμαρα, για συρτάρια, ντουλάπες, τζάμια και τον άφησα να πάω δίπλα στην Φανή για καφέ. Όταν γύρισα λίγο πριν τις εννιά που θα έφευγε, μου έδειξε το άδειο μπουκάλι του Άζαξ. Παραξενεύτηκα. Με μια μπαλκονόπορτα και τρεις καθρέφτες τέλειωσε το άζαξ; Άντε να έκανε και το εξωτερικό της κρεβατοκάμαρας. Μπαίνω στο μπάνιο και βλέπω όλα τα άλλα απορρυπαντικά απείραχτα, εκτός από τη χλωρίνη και το άζαξ. Είχε καθαρίσει(?) πλακάκια νιπτήρες βρύσες με άζαξ. Τα τζάμια και οι καθρέφτες ήταν πασαλειμμένα γιατί με το ίδιο πανί που έκανε τα υπόλοιπα έκανε και τα τζάμια. Ούτε που σκέφτηκε να πάρει χαρτί κουζίνας. Απογοητεύτηκα. Μου τον συστήσανε για καλό. Τουλάχιστον έγινε ένα καθάρισμα, παρηγορήθηκα.
Τον ρωτάω πόσα θέλει εξηγώντας του ότι μου είπαν πέντε λίρες η ώρα. Του φαίνονται λίγα, αρχίζει τις μαλαγανιές, ότι ήταν πρώτη φορά και είχε πολλή δουλειά. Βαριέμαι να τον ακούω, τον λυπάμαι κιόλας και του δίνω σαράντα λίρες για έξι ώρες. Περίπου έξι ευρώ δηλαδή, τα διπλάσια από ότι παίρνουν άλλοι για οχτάωρο. Δεν το λέω αυτό για να δείξω τη γενναιοδωρία μου αλλά περισσότερο για να φανεί η κουτοπονηριά του στη συνέχεια. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν καταγεγραμμένο στο ντι εν έι τους από την εποχή που χτιζόταν οι πυραμίδες, το δουλικό. Θαρρείς και το έχουν ανάγκη να τους φέρεσαι έτσι. Αλίμονο σου αν τους φερθείς αλλιώς. Θα προσπαθήσουν να σε ξεκοκαλίσουν. Τεμπέληδες, βρώμικοι, κουτοπόνηροι, υποτακτικοί, υποκριτές. Δεν μιλάω για όλους τους Αιγύπτιους. Από την άλλη συναντάς χαμογελαστούς, φιλόξενους, αφοσιωμένους ανθρώπους. Μόνο η βρωμιά και η κουτοπονηριά φαίνεται να είναι σχεδόν καθολικές.
Ο Χαμάντα έφυγε η νύχτα ήρθε, μια βόλτα για φαγητό με αχόρταστα μάτια για αυτήν την σειρήνα πόλη. Αφήνομαι στη σχεδία να ταξιδέψω, να δω, να ζήσω και κυρίως να καταλάβω.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Δυο βαλίτσες στη σχάρα στον ουρανό του ταξί κι αφήνω πίσω μου το ξενοδοχείο.Λίγο πριν φύγω στο σαλόνι του ξενοδοχείου, ένα τηλεφώνημα προδίδει την καταγωγή μου αφού είμαι αναγκασμένος να μιλάω δυνατά για να με ακούνε. έγινε αιτία να με χαιρετήσουν δυο Κύπριοι, να γνωριστούμε και να βρεθώ καλεσμένος στο Φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου που γίνεται στο Κάιρο με συμμετοχές από πολλές χώρες του κόσμου. Σκηνοθέτες οι καινούργιοι φίλοι, η Κυπριακή συμμετοχή στο φεστιβάλ, με «το ημερολόγιο ενός τρελού». Η Ελλάδα συμμετέχει με δύο αποστολές που θα παρουσιάσουν τις Τρωαδίτισσες του Ευριπίδη και τον Οιδίποδα. Διασχίζοντας λοιπόν με το ταξί την πόλη, ένα τηλεφώνημα διακόπτει την κουβεντούλα που έπιασα με τον οδηγό για εξάσκηση στα αραβικά. Ο Γιώργος, ένας φίλος από τα πολύ παλιά, στο τηλέφωνο μου εξηγεί πως είναι ο συνθέτης της μουσικής στην κυπριακή παράσταση και μου δείχνει το μέγεθος του κόσμου και την παράξενη σημασία των συμπτώσεων. Έχουμε να μιλήσουμε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια και ξαναβρισκόμαστε κάτω από συνωμοτικές περιστάσεις αλλεπάλληλων συμπτώσεων στην Αίγυπτο. Θα βρεθούμε σίγουρα.
Το ταξί με αφήνει μπροστά στο σπίτι. Οι θυρωροί παίρνουν τις βαλίτσες να τις ανεβάσουν στο διαμέρισμα. κοιτώντας κανείς την πολυκατοικία από έξω θυμίζει εργατικές κατοικίες στην Ελλάδα του 1970. Δεκαόροφο κτίριο που το τελευταίο πράγμα για το οποίο θα μπορούσε να καυχηθεί είναι η καθαριότητα του. Στην ουσία μία πολυκατοικία εσωτερικά χωρισμένη σε δύο, με δύο ασανσέρ αλλά κοινή είσοδο και φύλακες θυρωρούς ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Μπαίνω στο σπίτι και με καλωσορίζω αφού βέβαια έχουν φύγει οι θυρωροί. Θα με περνούσαν για τρελό. Εδώ που τα λέμε δεν ξέρω αν και πόσο άδικο θα είχαν. Μεταφέρω τις βαλίτσες στην κρεβατοκάμαρα και κάνω βόλτες στα εκατόν εξήντα τετραγωνικά από δωμάτιο σε δωμάτιο, προσπαθώντας να εξερευνήσω τον χώρο, να τον συνηθίσω, να μετρήσω τα βήματα, να μάθω σιγά σιγά να τον περπατάω στα τυφλά, όπως καθένας περπατάει στο σπίτι του. Κοιτάζω τις βαριές κουρτίνες με τα ριντό, χαμογελάω ακόμα μια φορά με την ολόχρυσή σκαλιστή βιτρίνα και τους ασορτί καθρέφτες της εισόδου. Δεν έχω καμιά σχέση με το σκηνικό αλλά με τίποτα δεν μου χαλάει τη διάθεση. Αντίθετα ανυπομονώ να έρθουν οι φίλοι από Ελλάδα να γελάσουμε μαζί με την τόση γκλαμουριά.
Το απόγευμα παρουσιάζομαι στο πολιτιστικό κέντρο. Ενημερώνομαι για τις συνθήκες εργασίας, τις δυνατότητες του και τις αδυναμίες του, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του. Οι συνάδελφοι συνεργάσιμοι, ο χώρος φορτωμένος μνήμες ελληνικές, τα έπιπλα βουβά αν και θα λαχταρούσα να αφουγκραστώ τη φλυαρία τους.
Το βράδυ μια βόλτα στην αγορά. Σεντόνια, πετσέτες, είδη καθαριότητας. Αύριο Θα έρθει να μου καθαρίσει το σπίτι ο Χαμάντα που δουλεύει χρόνια στην ελληνική κοινότητα και είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης. Μια μπουκιά άνθρωπος, αδύνατος με φαφούτικο χαμόγελο. Παίρνω τηλέφωνο στη μητέρα μου λίγο πριν τα μεσάνυχτα και της λέω ότι είμαι στο σούπερ μάρκετ. Η αγορά εδώ κλείνει στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Μπορείς δηλαδή μιάμιση η ώρα το βράδυ να διαλέγεις παπούτσια, ρούχα, έπιπλα κι ότι άλλο βάλει ο νους σου. Δεν συνηθίζεται εύκολα αυτό τα ωράριο. Γεμίζω τέσσερεις τσάντες με διάφορα είδη πρώτης ανάγκης. άλλες τόσες η Φανή. Δεν έχουμε όρεξη να γυρίσουμε σπίτι όμως. Δίνουμε την διεύθυνση στον υπάλληλο του καταστήματος και μισό ευρώ για να πάει αυτός τα ψώνια στο σπίτι και να τα αφήσει στο θυρωρό. Εμείς πάμε για φαγητό σε μια πιτσαρία απέναντι. Τρεις η ώρα το βράδυ επιστρέφουμε κι ο θυρωρός μας ανεβάζει τα ψώνια στο σπίτι. Άλλα ήθη, άλλα έθιμα.
Μια χαρά τα βρίσκω. Θα με κακομάθουν εδώ και πώς γυρνά κανείς μετά στην μαμά πατρίδα.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Τετάρτη 29 Αυγούστου-Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 29 Αυγούστου-Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Το σπίτι το νοίκιασα αλλά και το ξενοδοχείο ήταν πληρωμένο για 10 μέρες. Συνεχίζω να κοιμάμαι στο ξενοδοχείο γιατί είναι δίπλα στο Νείλο. Έτσι κι αλλιώς έχω χρόνο για το σπίτι. Το παγωμένο δωμάτιο ζέστανε πια και οι άνθρωποι φαίνονται πιο συμπαθητικοί. Ξυπνάω τα πρωινά ανυπόμονος, να πιω τον καφέ μου και να πάω προς Ηλιούπολη, να συναντήσω φίλους, να δείξω το σπίτι και να καμαρώσω σαν γύφτικο σκεπάρνι θαρρείς κι έκανα κανένα κατόρθωμα. ξέρω μέσα μου ότι έχω ανάγκη τα βλέμματα θαυμασμού, τα λόγια για την τύχη μου. Λειτουργούν σαν τονωτικές ενέσεις στην τόσο ταλαιπωρημένη αυτοπεποίθηση μου. Έχω μάθει να χρειάζομαι την έξωθεν καλή μαρτυρία, έχω ανάγκη την επιβεβαίωση να λειτουργήσουν σαν θετικές απαντήσεις στο βασανιστικό ερώτημα. «Έκανα καλά που ήρθα;» Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πώς άλλαξε η διάθεση κι ακόμα σπίθες φόβου διατηρούν ενεργές εστίες φωτιάς στο στήθος μου. Είμαι τυχερός. Πρέπει να το πιστέψω. Να λειτουργήσει η πίστη αυτή ως πυρόσβεση. Και στα καμένα μέσα μου να βλαστήσει ο καινούργιος σπόρος, να ανθίσει αυτό το καινούργιο που λαχτάρισα, να διαψεύσω τον ποιητή. Όχι , δεν χάλασε η ζωή μου σ’ όλη τη γη. Να αποχαιρετήσω την Αλεξάνδρεια που έχασα, για μιαν πόλη άλλη, καλύτερη, κι αν τελικά πτωχική τη βρω, να μου μείνει το ωραίο ταξίδι.
Τετάρτη βράδυ, μια καινούργια φίλη παντρεμένη χρόνια με Αιγύπτιο, περνάει να με πάρει με μια μαύρη μερσεντές κομπρέσορ, για μια συνάντηση στο ρουφ γκάρντεν του Nile Hilton με έναν γνωστό αιγυπτιώτη, με μια ρίζα ελληνική, συνθέτη. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο για την πόλη αυτή να κυκλοφορείς με τέτοιο αυτοκίνητο. Όχι ότι δεν υπάρχουν. Αλλά όσοι τα έχουν ανήκουν στην πολλή μικρή μειοψηφία. Να μου ανοίγουν τις πόρτες οι θυρωροί των ξενοδοχείων με υπόκλιση, και να υποδέχονται η μία υπόκλιση την άλλη, εντάξει, δεν είναι δα και κάτι πού έχω ζήσει. Το καταγράφω ως εμπειρία πρωτόγνωρη. Ούτε για να παινευτώ που το έζησα. Ούτε γιατί πρέπει να ντρέπομαι κιόλας που είναι πρωτόγνωρο.
Δεν συνήθισα να τρώω στην ταράτσα της Μεγάλης Βρετανίας με θέα την πλατεία Συντάγματος και την Ακρόπολη. Κι εδώ η θέα του Νείλου και της πόλης ολόκληρης που απλώνεται όσο φτάνει το μάτι είναι υπέροχη. Η είσοδος είναι αλά καρτ αλλά πρέπει να έχεις κλείσει τραπέζι από προηγούμενη μέρα. Περιλαμβάνει ποτό και φαγητό σε ένα από τα πιο όμορφα μπαρ ρεστοράν του Καϊρου με ευρωπαϊκή πολυτέλεια και ζωντανή μουσική, με τραγούδια σε έξι γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική. Κι όλα αυτά δεν κοστίζουν καλά καλά ούτε δέκα ευρώ το άτομο. Μια μερίδα γύρο με μια σαλάτα σε μια ψησταριά της γειτονιάς περισσότερο μου κόστιζε. Καλή η ψησταριά αλλά ακόμα καλύτερα να μπορείς να επιλέγεις βάσει αισθητικής το μέρος που θα φας κι όχι βάσει πορτοφολιού. Εδώ λοιπόν αισθάνομαι ξαφνικά όπως φαντάζομαι ότι αισθάνονται οι εφοπλιστές στη Ελλάδα. Όταν θέλω, τρώω ό,τι θέλω, όπου θέλω χωρίς άγχος. Κι αυτή η ελευθερία δεν αφήνει να ανθίσει η μιζέρια. Θα μου πεις βέβαια ότι τη μιζέρια είναι να μην την κουβαλάς μέσα σου. Πολλές φορές όμως είναι επίκτητη, υπαγορευμένη από τις συνθήκες. Αν επέλεγα να αποσπαστώ εις Παρισίους για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να πάω με την ίδια ευκολία στο καρτιέ και στο μουλέν ρουζ. Με σάντουιτς και πίτσα θα την έβγαζα. Εδώ πάλι αν επιλέξω να φάω πίτσα Hut με τρία ευρώ θα σκάσω.
Έτσι περίπου περνάνε οι μέρες, από τους κήπους του Marriot,από πλωτά εστιατόρια, παραποτάμια καφέ, ευρωπαϊκού επιπέδου εστιατόρια, ταξί, φιλοδωρήματα, τσιγάρα. Το πρωί που αφήνω το ξενοδοχείο διαπιστώνω ότι σε δέκα μέρες έχω ξοδέψει μόλις διακόσια ευρώ. Διόλου άσχημη διαπίστωση. Έχω μέλλον εδώ. Και να που μ’ αρέσει.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Τρίτη 28 Αυγούστου 2000 κι επτά

Τρίτη 28 Αυγούστου 2000 κι επτά.

«Αλλιώτικη μέρα, καλό ξαφνικό. . .» που λέει και το τραγούδι. Στο χαμόγελο που αποκοιμήθηκα, στο ίδιο χαμόγελο ξύπνησα. Το καλύτερο αντικαταθλιπτικό-ηρεμιστικό είναι πάντα οι αγκαλιές των φίλων. Τα λόγια τους, τα βλέμματα τους, οι σιωπές τους. Άυλα χάπια πολλαπλών δράσεων, θαυματουργά πλασέμπο της καθημερινότητας.
Θυμάμαι ένα παραμύθι θετικής σκέψης και πιθανόν ανατολικής προέλευσης. Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα σκυλάκι που χάθηκε σε ένα σκοτεινό δάσος κάπου μακριά. Γυρνούσε μόνο του, νηστικό για μέρες και κουρασμένο. Κάποια στιγμή βλέπει μπροστά του ένα σπίτι φωτισμένο. Στέκεται στην πόρτα κι έκπληκτο βλέπει ένα τραπέζι στρωμένο με λογής λογής φαγητά, κρέατα, γλυκά κι ότι μπορεί να λαχταρήσει η καρδιά ενός πεινασμένου πλάσματος. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν όλοι επενδυμένοι με καθρέφτες. Δεν υπήρχε γύρω ούτε ψυχή ζωντανή. Μπαίνει μέσα λοιπόν με λαχτάρα να χορτάσει την πείνα του. Βλέπει τον εαυτό του να αντανακλάται στους καθρέφτες και σκέφτεται «Ωχ! Πού βρεθήκαν όλοι αυτοί εδώ;». Θυμώνει γιατί φοβάται ότι θα του φάνε το φαγητό όλα αυτά τα σκυλιά και δεν θα μπορέσει να χορτάσει. Τα κοιτάζει θυμωμένο. Το κοιτάζουν κι αυτά θυμωμένα. Βγάζει τα δόντια του. Του βγάζουν τα δόντια τους. Γαυγίζει. Του γαυγίζουν. Είναι αποφασισμένο να παλέψει για να μη χάσει το θησαυρό που ανακάλυψε. Κάνει ένα επιθετικό βήμα μπροστά. Το ίδιο κι ο απέναντι. Δίνει μια και ορμάει καταπάνω του. Σπάει ο καθρέφτης και μεγάλα κομμάτια πέφτουν και του κόβουν το λαιμό. Τα μαγικά φαγητά έμειναν ανέγγιχτα.
Μια άλλη φορά κι έναν άλλο καιρό, ένας άλλος χαμένος σκύλος φτάνει στο ίδιο μαγικό σπίτι. Στέκεται στην πόρτα και βλέπει το καταπληκτικό θέαμα των φαγητών κι αρχίζει να ξερογλείφεται. Γύρω του ούτε ψυχή ζωντανή. Μπαίνει μέσα να χορτάσει την πείνα του. Βλέπει τον εαυτό του να αντανακλάται στους καθρέφτες και σκέφτεται. «Αχ, τι καλά! Δεν είμαι μόνος. Θα έχω και παρέα». Χαίρεται και τους κουνάει την ουρά του. Την κουνάν κι αυτοί. Πιο χαρούμενα αυτός. Πιο χαρούμενα κι αυτοί. Κάθεται στο τραπέζι και τρώει απ’ όλα τα καλά μες στην καλή χαρά και βλέπει τους φίλους του να κάνουν το ίδιο. Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Χαμογελάω στο Κάιρο λοιπόν. Μου χαμογελάει κι αυτό. Ο Νείλος μέσα μου κυλάει ολοκάθαρος. Ανυπομονώ να πέσω και να κολυμπήσω. Να με πάρουν τα ρεύματα του, να χαζέψω στις όχθες του, να πλατσουρίσω σαν παιδί στα καινούργια μου βαθιά νερά. Το δώρο που περίμενα να μου χαρίσει αυτή η αλλαγή ήρθε με καθυστέρηση δύο ημερών. Το κρατάω χαρούμενος στα χέρια μου κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτήν την ανέλπιστη χαρά που νιώθω. Τρέμω μήπως είναι όνειρο και ξυπνήσω κι είναι πάλι Κυριακή 26 Αυγούστου. Η μητέρα μου είχε άδικο. Και θα της το αποδείξω. Δεν κινδυνεύω από τίποτα εδώ. Θα έρθει, θα δει και δεν θα θέλει να φύγει. Της το λέω και ακούω το χρώμα της φωνής της πιο ανοιχτό. Ήδη άρχισα να σκέφτομαι μήπως περάσουν τα χρόνια τελικά και δεν θα θέλω ούτε εγώ να φύγω. Εγώ ο μόλις χτες απεγνωσμένος κοιτάω γύρω μου και δεν χορταίνει το βλέμμα μου. Είπαμε. Σημασία έχει ο τρόπος που κοιτάς. Η πόλη δεν άλλαξε. Εγώ άλλαξα, η διάθεση μου. Κι όλα γύρω μου ομόρφυναν, απέκτησαν το ενδιαφέρον και την προσοχή που τους άξιζε. Ξέρω πως θα υπάρξουν σκοτεινές στιγμές σε όλο αυτό το κατάφωτο τοπίο. Λογικό είναι. Και την παλιά μου ζωή να συνέχιζα, στα παλιά λημέρια, με τους παλιούς φίλους τα σκοτάδια δεν θα τα γλύτωνα. Δεν τα γλυτώνει κανείς. Ίσως για να μπορεί να εκτιμήσει σωστότερα τη δύναμη του φωτός. Κολυμπάω στο φως. Κολυμπάω στα καθαρά νερά του δικού μου ποταμού. Με καθαρό χαμόγελο και μυαλό.
Νιώθω πως γίνομαι ένας τεράστιος μαγνήτης χαράς. Βρίσκω ένα πανέμορφο, πεντακάθαρο σπίτι και το νοικιάζω. Τα επίθετα που χρησιμοποίησα είναι μεν τοπικής σημασίας αλλά δεν είναι καθόλου κανόνας για το Κάιρο. Μάλλον η εξαίρεση είναι. Σκέφτομαι θετικά κι όλα μου έρχονται θετικά. Το σπίτι αυτό ήθελε να το νοικιάσει η Φανή. Από μια παρεξήγηση της ζήτησαν περίπου πεντακόσια ευρώ για νοίκι. Αστρονομική τιμή για τα δεδομένα της χώρας. Νοίκιασε το ακριβώς διπλανό διαμέρισμα, στην μισή τιμή. Καθόλου πεντακάθαρο. Με παμπάλαια έπιπλα. Θα χρειαστεί χρόνο για να το φέρει σε μια κατάσταση αξιοπρεπή. Να το βάψει, να το καθαρίσει, να ράψει καλύμματα, να αγοράσει αρκετά πράγματα. Σε αντίθεση με το δικό μου που τα έχει όλα. Από καινούργια έπιπλα και οικιακές συσκευές, μέχρι αμεταχείριστες κατσαρόλες και σερβίτσια φαγητού. Από ηλεκτρική σκούπα και σίδερο, μέχρι μπλέντερ και παγωτομηχανή. Απο ολοκαίνουργια στερεοφωνικό και δορυφορική τηλεόραση μέχρι ασύρματο τηλέφωνο. Δύο κρεβατοκάμαρες, δύο μπάνια, διπλό σαλόνι, τραπεζαρία οχτώ θέσεων χωριστά, κουζίνα. Με μπαλκόνι και θέα. Φωτεινό, ανοιχτό, δροσερό. Και το πιο ανέλπιστο; Σύνδεση μεγάλης ταχύτητας, σε ασύρματο δίκτυο ιντερνέτ δωρεάν, από κάποιο γειτονικό κόμβο που μου έτυχε. Κι όλα αυτά για τριάντα ευρώ διαφορά με το διπλανό στο ενοίκιο.
Βέβαια το σπίτι θα καθαριστεί από την αρχή. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα το χρειάζεται. Οι συνάδελφοι ακούν την τιμή και το θεωρούν πανάκριβο. Αναθεωρούν όταν το βλέπουν. Η επίπλωση του είναι μεταξύ Λουδοβίκου και Μαρίας Αντουανέτας. Χρυσά πόμολα, χρυσοί καθρέφτες, χρυσά τραπεζάκια και βιτρίνες, βαριές κουρτίνες και ριντό με χρυσαφί κρόσσια, σκαλιστό σαλόνι με επιχρυσωμένα ξύλα, ολόχρυσα πολύφωτα με κρύσταλλα, μπάνιο με μαύρα είδη υγιεινής, μαύρα πλακάκια και μάρμαρα, κρεβατοκάμαρες με γυαλιστερά ξύλινα έπιπλα με μαρκετερί, κι εντυπωσιακά, σαν μαρμάρινα, πατώματα. Ότι θα σιχαινόμουν στην Ελλάδα δηλαδή. Εδώ όμως μου φαίνεται σαν σκηνικό μιας ταινίας που σκηνοθετεί η πόλη των αντιθέσεων. Της εντυπωσιακής φτώχειας και της εντυπωσιακής χλιδής. Προσφέρω στον εαυτό μου αυτήν την «πολυτέλεια» για να ξορκίσω την πιθανότητα της συννεφιασμένης Κυριακής. Κι επιπλέον, μοιράζομαι τον έκτο όροφο με γείτονα μου τη Φανή. Να’ ναι καλά. Και για το σπίτι και για τα φαγητά και τις πίτες που μου υποσχέθηκε. Οι περισσότεροι έχουμε την ανάγκη ν’ ακουμπήσουμε κάπου. Νιώθω να υψώνονται γύρω μου στέρεα στηρίγματα. Μέχρι να σταθεροποιηθώ κάπου, στα σίγουρα, κι ίσως μπορέσω ν’ ανταποδώσω αν και όταν χρειαστεί. Λένε κανένας πιο αχάριστος από τον ευεργετηθέντα. Σ’ αυτόν τον κανόνα εμένα μου αρέσουν οι εξαιρέσεις.
Μ’ ένα χαμόγελο ξεκίνησε η μέρα για να κλείσει πάλι με χαμόγελο κι ένα συμβόλαιο που θα τρέξει από πρώτη Σεπτέμβρη. Ένα σοβαρό θέμα που τακτοποιήθηκε με απίστευτη ευκολία. Αν σκεφτεί δε κανείς ότι άλλοι χρειάζεται να βλέπουν σπίτια ερείπια επί εβδομάδες για να διαλέξουν στο τέλος απογοητευμένοι σε ποιο ερείπιο θα βρουν προσωρινό κατάλυμα, την ευκολία αυτή θα την έλεγε με μια λέξη που το δεύτερο συνθετικό της είναι το φάρδος.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Μουσικό διάλειμμα χωρίς μουσική!!!

(Εδώ θα μπορούσαν να πέσουν διαφημίσεις.Άφησα να πέσουν λίγοι στίχοι για να τρέχει κάτι στη σελίδα μέχρι την επόμενη ανάρτηση.Πιθανόν το ημερολόγιο να μεταλλαχτεί σε εβδομαδιαίο για να μην υπάρχουν χρονικά κενά απο τη μια ως την επόμενη ανάρτηση.
Mohamet Al bab)


Εν Καϊρω (!)

Καθόμουνα και κοίταγα τις μέρες να περνάνε
να φεύγουν απ’ τα μάτια μου χωρίς να χαιρετάνε
καθόμουνα και μέτραγα τα λόγια των ανθρώπων
και στην οργή μου έδινα στο τέλος πάντα τόπο.

Καθόμουνα και πλήρωνα των αλλωνών τα λάθη
να μην αφήσω μέσα μου του χρέους το αγκάθι
Καθόμουνα και σήκωνα στην πλάτη μου το βάρος
σαν ένας νεοσύλλεκτος κι αμούστακος φαντάρος.

Μα τώρα που σηκώθηκα κουβέντα δεν σηκώνω
ψηλά κοιτούν τα μάτια μου και πια δεν τα θολώνω
Την έζησα την κόλαση με όλη την ψυχή μου
δεν θέλω παρατράγουδα και μύγα στο σπαθί μου

Καθόμουνα και κοίταγα τις νύχτες να φωτίζουν
συνήθισα τα μάτια μου στο φως ν αλληθωρίζουν
Καθόμουνα και νόμιζα πως κάποιος θα με νιώσει
και θάρθει μ άσπρο άλογο μια μέρα να με σώσει.

Καθόμουνα και έκλαιγα για να χαμογελάνε
αυτοί που με κορόιδεψαν και τώρα με ξεχνάνε.
Καθόμουνα και τσάκιζα για να μην τους τσακίσω
να ζήσουν μόνο ήθελα και ξέχασα να ζήσω.

Μα τώρα που σηκώθηκα κουβέντα δεν σηκώνω
ψηλά κοιτούν τα μάτια μου και δεν τα χαμηλώνω
Ο ήλιος είναι φίλος μου κι η νύχτα γκόμενα μου
Τα χρόνια αυτά που έζησα δεν είναι πια δικά μου.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2000 κι επτά

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2000 κι επτά

Θυμάμαι τον πατέρα μου, όταν τελειώνει αυτός ο μήνας θα είναι δυο χρόνια που μου λείπει, που γυρνούσε πολλές φορές από την οικοδομή που δούλευε, με νύχια μαυρισμένα από μια αστοχία του σφυριού. Έτσι μαύρες οι σκέψεις ξυπνήσανε από τα σφυροκοπήματα της χτεσινής μέρας. Ανάληψη υπηρεσίας στο κτίριο που στεγάζεται το ελληνικό προξενείο, στο Down Town της πόλης. Έτσι είναι τ’ όνομα της περιοχής και όχι σχήμα λόγου. Η Φανή φρόντισε να με προετοιμάσει να μην τρομάξω από τη βρωμιά είπε, των δρόμων και των κτηρίων. Πήρα ένα βρώμικο ταξί, φόρεσα κι ένα βρώμικο χαμόγελο και παρουσιάστηκα αργά το μεσημέρι για να αναλάβω υπηρεσία
αν και θα προτιμούσα να μου δίνανε το εισιτήριο της επιστροφής. Παρ’ όλα αυτά παρουσιάστηκα με δυο κουτιά, λουκούμια και κουραμπιέδες, για κέρασμα και μια κυριακάτικη εφημερίδα που έφερα από την Ελλάδα. Συμπλήρωσα αιτήσεις και δηλώσεις με το ίδιο πάντα βρώμικο χαμόγελο. Το λερωμένο από τη μελαγχολία που προσπαθούσε να κρύψει. Υπέγραψα, όπως οι ένοχοι υπογράφουν την κατάθεση τους στον ανακριτή και περιμένουν την παραπομπή τους. Ο κύβος ερρίφθη. Ή που θα τρελαθώ ή που θα ζήσω. Στα δύσκολα πάντα αυτό το δίλημμα ερχότανε μπροστά μου. Το ίδιο σκεφτόμουν όταν έφυγε ο πατέρας μου. Κι έζησα τελικά. Παρήγορη σκέψη.
Βγαίνοντας αργότερα από το προξενείο θυμήθηκα να παρατηρήσω το κτήριο που ούτε πρόσεξα στον ερχομό μου. Ένα γερασμένο, παρατημένο νεοκλασικό που κατάφερνε όμως να λάμπει μες στη σκόνη και τη βρωμιά που του έλαχαν. Σαν κάτι γεροντάκια με φωτισμένα μάτια πάνω στο ρυτιδιασμένο τους πρόσωπο. Ήθελα να καθίσω εκεί στα σκαλοπάτια του, να μου πει το παραμύθι του, τη ζωή του ολόκληρη. Δεν κάθισα. Ένας απρόσμενος φίλος με πήρε σαν πρωτάκι από το χέρι, να μου δείξει πώς κλίνονται τα ουσιαστικά, πώς συντάσσονται οι προθέσεις, ποιους δρόμους ακολουθάνε τα ρήματα, πού μπαίνουν οι τελείες και τα κόμματα, το άλφα και το βήτα αυτής της καινούργιας γλώσσας, αυτής της καινούργιας πόλης αυτής της ολοκαίνουργιας ζωής. Έσβησε όλα τα ερωτηματικά και τα αντικατέστησε, με τρόπο μαγικό, με θαυμαστικά. Με ξενάγησε στο δικό μου αύριο περνώντας με από το δικό του χτες, με πέταξε με κατανόηση στο σήμερα, ανάμεσα σε καινούργιους ανθρώπους που χαμογελούσαν αβίαστα. Το Άλφα, το Βήτα, το Γάμα, το Έψιλον.Το Δέλτα είναι του Νείλου. Κι εγώ το άγνωστο Χι σ’ ένα ολοκαίνουργιο αλφαβητάρι που μου έμαθε να διαβάζω αλλιώς αυτήν την πόλη, αυτή τη μέρα, αυτή τη ζωή. Την ολοκαίνουργια.
Έφυγα το βράδυ αργά χαμογελώντας καθαρά. Με λίγη σκόνη μόνο από την Σαχάρα
στα μαλλιά μου καθώς φυσούσε επιτέλους γλυκά το καθημερινό βραδινό αεράκι. Μπορώντας πια να συλλαβίζω πάλι τα όνειρα και να μπουσουλάω στα χαλιά της προσευχής. Έτσι απλά. Έτσι αβίαστα. Έτσι απροσδόκητα. Απ’ το ποτήρι της χαράς μου θα πιούνε όσοι αγαπώ. Κέρασμα για το παιδί που ξαναγεννήθηκε μέσα μου.Σ’ αυτήν , την «άλλη πόλη».

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Κυριακή 26 Αυγούστου 2000 κι επτά

Κυριακή 26 Αυγούστου 2000 κι επτά.

Τρεις και κάτι ακόμα μπήκα στο αεροδρόμιο του Καϊρου. Με το πρώτο βήμα οι σόλες μου έψαχναν απεγνωσμένα τους γρανίτες του Ελ. Βενιζέλος. Φευ! Τζάμπα κόπος. Πλακάκια βρώμικα και βρώμικοι άνθρωποι που πετούσαν με βρώμικους κουβάδες νερά που άμα τη επαφή γινόταν βρομόνερα. Στον έλεγχο διαβατηρίων οι πρώτοι αστυνομικοί που συναντάει κανείς κι από κει και πέρα θέλει δε θέλει με το που θα ξεμυτίσει από το σπίτι του θα τους συναντά παντού. Κάτι σαν τουριστική ατραξιόν. Απορώ πως δεν σκεφτήκαν να τους κάνουν σουβενίρ σαν τα δικά μας τσολιαδάκια. Βγήκα στην αίθουσα με τους κυλιόμενους διαδρόμους των αποσκευών να περιμένω τις εγκυμονούσες βαλίτσες μου με την ελπίδα να μην απέβαλλαν κατά την πτήση όπως πολύ συχνά γίνεται και αντί να παραλάβεις βαλίτσα σου έρχεται ένα ξεκοιλιασμένο κουρέλι κι άντε να βρεις το δίκιο σου. Πήρα ένα τρόλεϊ και περίμενα ανάμεσα στους άλλους. Στο πάτωμα είχαν ήδη πέσει οι κουβάδες αλλά δεν είχαν προλάβει να μαζέψουν τα νερά κι έτσι είχα την ευκαιρία να πλατσουρίζω ανέμελα την ώρα της αναμονής.
Ένα ψιλοσούσουρο άρχισε με την εμφάνιση της πρώτης βαλίτσας και σαν μέλισσες στο σμάρι κολλήσανε όλοι στους κυλιόμενους διαδρόμους. Εγώ είχα την χαρά να είμαι από τους τελευταίους που έμειναν περιμένοντας. Είχα επίσης τη χαρά να τις παραλάβω αυτούσιες, πλήρεις περιεχομένου και να συνεχίσω προς την έξοδο του Μεσολογγίου. Του αεροδρομίου ήθελα και θα θέλατε να πω αλλά έπρεπε ν αντιμετωπίσω ένα ασκέρι αλλόθρησκους που πέσανε πάνω μου για να μου σπρώχνουν το καρότσι, να μου βρούνε ταξί, να μου βρούνε λιμουζίνα, να μου βρουν καλό και φτηνό ξενοδοχείο. . .Στα μάτια τους ήμουν όπως κάθε άλλος τουρίστας η προσωποποίηση του ευρώ. «Αέραααα» φώναξα και τους ξέφυγα κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα σπρώχνοντας μόνος το καρότσι για να βρω μόνος λιμουζίνα για να παζαρέψω το κόμιστρο και να με πάει στο ξενοδοχείο που μόνος μου έκλεισα μέσω του διαδικτύου. Όλη αυτή η μοναξιά μπορεί να σου αποταμιεύσει αρκετά ευρώ. Όχι από τσιγγουνιά. Αν ξέρεις όμως ότι ένας ανειδίκευτος εργάτης παίρνει μεροκάματο δέκα λίρες, ένα ευρώ και κάτι δηλαδή, είναι χαράμι να στα φάει ένα κοράκι του αεροδρομίου σαν εκείνα τα έξυπνα τα ελληνικά. Γιατί αν παραδώσεις τα όπλα μια διαδρομή που κοστίζει περίπου 5 ευρώ ανά όχημα κι αυτά χατιρικά, πολύ χατιρικά, θα χρεωθεί τουλάχιστον 10 ανά κεφάλι. Έτσι την πάτησε η Φανούλα με τη φίλη της κι αντί για περίπου σαράντα αιγυπτιακές λίρες μέχρι το ξενοδοχείο τους πληρώσανε εκατόν πενήντα. Βέβαια με τον αέρα του ευρώ στο πορτοφόλι σου λίγο έξω από τη Σαχάρα έχεις μια άλλη δροσιά και σε παίρνει να φανείς και λίγο λάρτζ έως και έξτρα λάρτζ, κατά το γούστο του καθενός ή κατά το ξερό του το κεφάλι. Πού να φανταστώ τώρα που τα λέω αυτά, πώς θα τα λουστώ στη συνέχεια.
Στο χάος του αεροδρομίου, όταν μάλιστα δεν είσαι εξοικειωμένος, το να βρεις απλό ταξί δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα. Εν γνώσει μου πήρα λιμουζίνα με αντίτιμο περίπου οχτώ ευρώ για να με πάει μέχρι το ξενοδοχείο. Για να μην γίνουν παρερμηνείες στις λέξεις θα χρειαστεί να αποσαφηνίσω την κάθε μια από τις λέξεις «ταξί» και «λιμουζίνα». Άλλο το σημαίνον κι άλλο το σημαινόμενον. Στην γλώσσα οι λέξεις είναι φορτισμένες από τις εμπειρίες του καθενός. Αυτό που λέμε στην Ελλάδα μέτριας ποιότητας ταξί εδώ λέγεται λιμουζίνα. Κι αυτό που λένε εδώ ταξί, στην Ελλάδα λέγεται ξεχαρβαλωμένο σαράβαλο-δημόσιος κίνδυνος-βρωμιά και δυσωδία. Οι λιμουζίνες λοιπόν είναι καλοδιατηρημένα σχετικά αυτοκίνητα και σχετικά καθαρά. Τα ταξί είναι αναμνήσεις αυτοκινήτων δεκαετίας εβδομήντα, σκουριασμένοι μεταλλικοί σκελετοί, χιλιομπαλωμένοι, που είναι απορίας άξιον πώς ακόμα καταφέρνουν και λειτουργούν. Αν κάνεις το λάθος και φοράς λευκά ρούχα, μόλις βγεις από το ταξί πρέπει επειγόντως να ψάξεις καθαριστήριο. Αλλιώς θα κυκλοφορείς με διχρωμία.
Μπαίνω λοιπόν στη λιμουζίνα. Χαμογελάει ο οδηγός, βάζει μπρος κι αποφασίζει να παίξει τον Σουμάχερ στην υπέροχη διαδρομή από το αεροδρόμιο προς το κέντρο. Καταπληκτικό οδικό δίκτυο, γέφυρες, η μία πάνω στην άλλη, διασταυρωμένες, παράλληλες, καλοφωτισμένοι δρόμοι. Τα αυτοκίνητα εδώ δεν ανάβουν τα φώτα τους θαρρείς και θα ξοδέψουν ηλεκτρισμό. Ήταν σωστή η επιλογή μου για λιμουζίνα γιατί αν διάλεγα απλό ταξί θα είχε τρυπήσει η λαμαρίνα στο πάτωμα από τα φρεναρίσματα μου από τη θέση του συνοδηγού. Το χερούλι της πόρτας κόντεψε να σπάσει από τη δύναμη που το έσφιγγα. Μπορώ να υπολογίσω ότι έχασα τη θέα της μισής διαδρομής αφού έκλεινα τα μάτια από φόβο. Απίστευτα σλάλομ ανάμεσα στις λωρίδες, αποστάσεις ασφαλείας μικρότερες από μισό μέτρο, ταχύτητα εκατόν τριάντα χιλιόμετρα κι ο Σουμάχερ που πήρε πρέφα ότι τα χρειάστηκα να αφήνει το τιμόνι και να μου λέει «κοίτα, οδηγώ και χωρίς χέρια». Είπα όλη την Αγία Γραφή από μέσα μου και όλο το Κοράνι. Έδωσα όρκο να μην ξανανεβώ σε ταξί αν βγω ζωντανός από αυτήν την κατάσταση. Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες. Ζωντανός βγήκα ανέλπιστα. Ευτυχώς το αυτοκίνητο είχε «σώας τας φρένας του», σε αντίθεση βέβαια με τον οδηγό του. Ξέρω όμως ότι θα πατήσω τον όρκο μου κι ας σφίχτηκαν όλοι οι μύες στο λαιμό, στο σαγόνι, στο σώμα μου ολόκληρο.
Τέσσερις και κάτι μπαίνω στο ξενοδοχείο. Χαμογελαστή η υποδοχή. Αγέλαστος εγώ. Πώς να λυθεί χαμόγελο με τόσο σφίξιμο που τράβηξα. Κατευθύνθηκα συνοδεία του γκρουμ προς στο δωμάτιο. Ένας γάμος σχόλαγε χωρίς να ακούσω καμιά απρέπεια από τη νύφη (! ) την οποία συνάντησα στο ασανσέρ με τον καλό της, δυο αστραφτερά χαμόγελα κάτω από τέσσερα υπέροχα μάτια αράβικα. Τους ευχήθηκα όπως μπορούσα σε σπασμένα αραβικά και ανέβηκα συνοδευόμενος μέχρι το μονόκλινο δωμάτιο με το τρίδιπλο κρεβάτι. Έδωσα το μπαχτσίσι κι έμεινα μόνος. Εγώ, το βαλιτσάκι του λαπ τοπ, οι δύο βαλίτσες ζωής μες στο ξημέρωμα δίπλα στο Νείλο που έπνιξε τη νύχτα-και την ψυχή μου- στην ομίχλη

Προσπαθώ να θυμηθώ όλα εκείνα που με οδήγησαν στην απόφαση να φύγω στο εξωτερικό. Αυτό το έγκλημα ήταν προμελετημένο. Χρόνια το σχεδίαζε το μυαλό μου.
Μόνο τα μαθήματα αραβικών κράτησαν τέσσερα χρόνια. Κι όλα έγιναν όπως τα ονειρεύτηκα. Επιτυχία στις εξετάσεις, επιτυχία στην απόσπαση, επιτυχία στην τοποθέτηση. Μα να ‘μαι τώρα εδώ μπροστά στον καθρέφτη να βλέπω τα μάτια μου κόκκινα από την απόγνωση. Προσπαθώ να χαλαρώσω με όλα τα κόλπα που λένε οι ψυχοθεραπευτές. Να σκεφτώ θετικά. Τίποτα. Δεν πιάνει τίποτα. Είμαι ανίσχυρος. Παραδίνομαι στο βρώμικο ποτάμι που κυλάει μέσα μου και θέλω να παραδοθώ στο βρώμικο ποτάμι που κυλάει από έξω. Να με βγάλει στη Μεσόγειο, να με πάρουν τα κύματα, να με περάσουν από το Ρέθυμνο, από τον Σαρωνικό και να με ξεβράσουν στο Θερμαϊκό. Να με πάρει ο Βαρδάρης-να με πάρει και να με σηκώσει. Να με αφήσει γλυκά στους πρόποδες του Βερμίου εκεί που μόλις δυο μέρες πριν αγκάλιαζα κι αποχαιρετούσα την μάνα μου. Να της φωνάξω ήρθα. Δεν σε εγκατέλειψα. Δεν προτίμησα τα χρήματα από σένα. Να δέσω ακόμα ένα κόμπο στο Οιδιπόδειο μου μέχρι να σφίξει η θηλιά και να με πνίξει. Ποια η διαφορά να πνίγεσαι στο Νείλο από το να πνίγεσαι στα συμπλέγματα σου; Δεν είμαι Μεγαλέξανδρος. Κι ούτε πρόκειται απλά για ένα Γόρδιο δεσμό. Ο συναισθηματικός εκβιασμός που δέχτηκα όλο αυτόν τον καιρό, αντιστεκόμενος σφόδρα, με βρήκε ευάλωτο και με χτυπάει κάτω σαν χταπόδι. Όλη τη νύχτα. Όταν πια ξημέρωσε για τα καλά, εφτά η ώρα το πρωί, μισό λεξοτανίλ με άπλωσε στον ήλιο για στέγνωμα. Δεύτερη φορά στα σαράντα τόσα χρόνια. Ξύπνησα με κεφάλι βαρύ στις δώδεκα και μισή. Δώδεκα πήγε και μισή. Πως πέρασεν η ώρα. Δώδεκα πήγε και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!
Αυτή η Κυριακή χλωμή σαν τον πύργο του Καϊρου. Κι η διάθεση μου ένας ανελκυστήρας μέσα της, πότε στα υπόγεια και πότε στην ταράτσα. Ανά μισή ώρα. Έτσι πέρασε η μέρα, με τη Φανή, που ευτυχώς συνάντησα, να προσπαθεί να με παρηγορήσει και να παρηγορηθεί και τη Γαλάτεια να δείχνει κατανόηση στους δύο μας. Πουλάκια ξένα, ξενιτεμένα. . . Πόσο εύκολα αλλάζουν συναισθηματικό περιεχόμενο οι λέξεις! Μέχρι να ρθει η νύχτα με τες δικές της μουσικές από μια μελαγχολική και φάλτσα μπάντα. Το ουίσκι από τα αφορολόγητα χρειάστηκε για νάρθει πάλι ο ύπνος. Να σταματήσει αυτό το ανελέητο σφυροκόπημα τους κροτάφους μου. . .
(συνεχίζεται έστω και λίγο αργοπορημένα. . . )