Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Πέμπτη 6-Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Πέμπτη 6-Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Οικονομία χρόνου. Είναι η μόνη οικονομία που απαιτεί το Κάιρο. Δεν περισσεύει πολύς χρόνος για να καθίσεις μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή να γράψεις για τη ζωή που περνά. Δεν θέλεις να χάσεις ούτε λεπτό από όλα όσα μπορεί να σου προσφέρει το άγνωστο. Προτιμάς να πέσεις στο ποτάμι που κυλάει και να το αφήσεις να σε παρασύρει. Και το ποτάμι εδώ είναι μακρύ, πλατύ και βαθύ. Επ’ ουδενί ξεροπόταμος. Από τις όχθες σου πετάνε λυγαριές τα παράξενα, να πιαστείς, να ξαποστάσεις και ν αφεθείς με περισσότερη ορμή μετά στη ροή. Λένε πως ποτέ δεν μπορείς να δεις το ίδιο ποτάμι δυο φορές. Εδώ δεν προλαβαίνεις καλά καλά να το δεις ούτε μία. Τα πάντα ρει κι αφήνομαι. . .
Μια στάση στα «βρώμικα». Περασμένα μεσάνυχτα μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο θα φέρει τη Φανή, εμένα και τον Αντρέα κάπου κοντά στην πλατεία Ραμσής του σιδηροδρομικού σταθμού. Σκονισμένα ερείπια μιας πολύ παλιάς αίγλης, νεοκλασικά που ξεψυχάνε χαμογελώντας, δρόμοι περισσότεροι βρώμικοι ακόμα κι από το εδώ συνηθισμένο. Τα «βρώμικα» είναι μια ψησταριά στα στενά της απόλυτης παρακμής, με πριονίδι στην άσφαλτο να ρουφάει τα λίπη. Σπεσιαλιτέ τα αρνίσια παϊδάκια. Έλα που εγώ δεν τρώω αρνί. Έρχονται στο τραπέζι μας, πριν ακόμα παραγγείλουμε, δυο σαλάτες χούμους, ένα πιάτο τουρσί διάφορα και μια ντοματοσαλάτα. Οι υπόλοιποι παραγγέλνουν παϊδάκια. Εγώ προτιμάω κόφτα, κάτι σαν το κεμπάπ του Μπαϊρακτάρη από μοσχαρίσιο κιμά. Όταν έρχεται η παραγγελιά οι φίλοι βουτάνε με τα χέρια τα καλοψημένα παϊδάκια με μια έκφραση ηδονής στα πρόσωπα τους. Ζηλεύω κι απλώνω το χέρι. Απορώ με τον εαυτό μου όταν διαπιστώνω ότι συνεχίζω να επαναλαμβάνω αυτήν την κίνηση. Σκέφτομαι πως αν με έβλεπε η μάνα μου θα έκανε το σταυρό της. Θαύμα! Τρώω αρνίσια παϊδάκια. Εγώ που ακόμα και το σουβλιστό κατσικάκι του Πάσχα, ίσα ίσα που το άγγιζα. Η μυρωδιά και η γεύση τους θυμίζουν έντονα χοιρινό. Αν δεν απαγορευόταν εδώ αυτό το κρέας, θα ήμουν σίγουρος ότι μας κορόιδεψαν. Απίστευτη γεύση. Μια πιθανή εξήγηση ίσως να βρίσκεται στο ότι βράζουν τα παιδάκια πρώτα και μετά τα ρίχνουν για ψήσιμο στα κάρβουνα. Ίσως γι αυτό δεν μυρίζουν καθόλου αρνί. Ένα κιλό παϊδάκια, ένα τέταρτο κόφτα, σαλάτες, μπόλικες πίτες αραβικές και έξι κόκα κόλες, θα ανεβάσουν το λογαριασμό στα δώδεκα ευρώ. Όσο κάνουν εννιά καλαμάκια με μια φέτα ψωμάκι στη «γωνιά» στην Ομόνοια. Ακόμα δεν μπορώ να ξεφύγω από τις συγκρίσεις. Καθισμένος σε μια βρώμικη καρέκλα, ένα βρώμικο τραπέζι, σε ένα βρώμικο δρόμο, με πολλούς βρώμικους ανθρώπους γύρω μου απολαμβάνω την πιο καθαρή γεύση. Οι μόνοι «ξένοι» εδώ, σε μια προσπάθεια να νιώσουμε λίγο κομμάτι αυτής της χώρας.

Πρέπει να κάνω ακόμα μια στάση στην παράσταση της πειραματικής σκηνής του θεατρικού οργανισμού Κύπρου στα πλαίσια του διεθνούς φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου που γίνεται κάθε χρόνο στο Κάιρο. Μετά την αποτυχημένη παράσταση της ελληνικής αποστολής, βρεθήκαμε μια παρέα Έλληνες στο θέατρο, με πολύ χαμηλές πια προσδοκίες. «Το ημερολόγιο ενός τρελού» σε σκηνοθεσία Σπύρου Χαραλάμπους, μουσική Γιώργου Χριστοδουλίδη κι ερμηνεία του Μάριου Ιωάννου, στην κυπριακή διάλεκτο παρακαλώ. Τρεις μόλις άνθρωποι κατάφεραν λίγο πριν πέσει η αυλαία να βγάλουν δάκρυα από τα μάτια μας. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο να κλαις φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση. Πόσο μάλλον όταν αυτή είναι σε διάλεκτο που αφήνει κάποια κενά κατανόησης. Εξαιρετικός ο μονόλογος του Μάριου. Ακόμα και κωφάλαλος να ήταν κανείς, το κλάμα δεν το γλύτωνε. Μιλούσε με κάθε του κίνηση. Με κάθε του παύση. Καταπληκτική παράσταση που ίσως ανέβει και στην Αθήνα. Αξίζει να τη δει κανείς.

Μετά την παράσταση, όλη η παρέα κατευθύνθηκε στο Αλ Σαράγια, ένα από τα πλωτά εστιατόρια του Νείλου. Φαγητό, κρασί και γλυκό, με θέα το φωτισμένο ποτάμι, στο ιταλικό εστιατόριο του πλοίου με όλους τους σερβιτόρους πάνω από τα κεφάλι μας. Επτά ευρώ έκαστος. Το λέω και χαίρομαι από τη μία, αλλά θυμώνω από την άλλη. Καλά τα ταβερνάκια και τα «Μήτσο, πιάσε πιάσε μια μπύρα». Αλλά είναι κρίμα να έρθεις και να περάσεις από αυτή τη ζωή με χιλιάδες Μήτσους μόνο, κι αυτούς κανένα Σαββατοκύριακο, μετρώντας και υπολογίζοντας αν φτάσουν τα ρημάδια για τις πιστωτικές κάρτες και τα τσιγάρα. Δεν είναι καθόλου άσχημα να δεις τη ζωή κι από την άλλη πλευρά. Όχι ότι είναι απαραίτητα καλύτερη. Σίγουρα είναι πιο . . . φο, αλλά να έχεις εσύ το δικαίωμα να επιλέγεις τι σου πάει περισσότερο γαμώτο μου. Ανάλογα την ώρα και τη στιγμή. Όταν θέλεις να τρως σουβλάκια στην Ομόνοια κι όταν το τραβάει η όρεξη σου, ροφό στο Μικρολίμανο. Γιατί να έρθεις και να περάσεις με τη γεύση του γαύρου μόνο; Μια και είπα ροφός, πέντε ευρώ το κιλό εδώ. Πηγαίνεις στον ψαρά, παραγγέλνεις τα ψάρια που θές, του δίνεις τη διεύθυνση σου, τα καθαρίζει, τα ψήνει στα κάρβουνα και στα φέρνει σπίτι. Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ που λέει και το τραγούδι, αλλά το «ευχαριστώ» το κρατάω για την Αίγυπτο. Για όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που μου χαρίζει γενναιόδωρα.

Η παρέα έφυγε για την Ηλιούπολη, εγώ ξέμεινα στην πόλη, να γυρνάω στους δρόμους, να ανακαλύπτω γειτονιές στο κέντρο, καφέ που ξενυχτάνε πνιγμένα στον καπνό του ναργιλέ και στα χαμόγελα των ανθρώπων. Πόσο αβίαστα χαμογελούν εδώ οι άνθρωποι είναι απορίας άξιον. Φαντάζομαι να είχαν το ένα τέταρτο του «πλούτου» του δικού μας θα σκάγανε στα γέλια. Ίσως πάλι επειδή δεν έχουν τίποτα για αυτό να είναι τα χαμόγελα τους τόσο υπέροχα αυθόρμητα. Δεν φοβούνται μήπως χάσουν κάτι γιατί δεν έχουν τίποτα. Έτσι τη βρήκαν τη ζωή, έτσι πηγαίνουν και σιγά μη σκάσουν. Ίσως αυτό να μην είναι μοιρολατρία αλλά άσκηση σοφίας. Τι να πω; Όλη τη νύχτα περιπλανιέμαι στους δρόμους αφού αποφάσισα να επιστρέψω με τα πόδια σπίτι. Στις έξι και μισή το πρωί, παραδόθηκα στην ευκολία του ταξί. Ο ήλιος φέγγιζε πάνω στους μιναρέδες των τζαμιών, η πόλη ξύπνησε για τα καλά αλλά εγώ είχα αρκετό περπάτημα και είχα κουραστεί. Ανατολή στο Κάιρο θα πει τρέξτε ζωγράφοι, φωτογράφοι, σκηνοθέτες, να πιάσετε τ’ άπιαστο. Κρατάω ότι μπορεί να κρατήσει το μυαλό μου. Δεν το χόρτασα.

«Στην αγορά του Αλ χαλίλι θα πουλάν τα δυό σου χείλη. . .» Θέλω δεν θέλω τραγουδάω το τραγούδι του Ζούδιαρη καθώς το ταξί με αφήνει στην πλατεία του Χαν ελ Χαλίλ με το επιβλητικό τζαμί και τα ποτάμια ανθρώπων που μπαινοβγαίνουν στα στενά της αγοράς. Τα παζάρια και τα τραβήγματα αρχίζουν με το που πατάς το πόδι σου εκεί και δεν θα σταματήσουν ούτε ακόμα και στον παραδοσιακό καφενέ Ελ Φισάουι με τους πολλούς καθρέφτες που επιτρέπουν να συναντιούνται τα μάτια στις αντανακλάσεις τους. Εκεί καθίσαμε με τη Σοφία μετά την αγορά πολύχρωμων κομπολογιών από κόκκαλο καμήλας ή γιουσούρι . Στον μακρύ, ξύλινο καναπέ οι δύο μας ανάμεσα σε ξένες παρέες που περνώντας η ώρα είχαν την τάση να γίνουν μια μεγάλη παρέα. Όλοι μιλάνε με όλους, πίνοντας χυμούς μάνγκο, ροδιού ή ζαχαροκάλαμου, τσάι σε διάφορες γεύσεις και αραβικούς καφέδες.Ντόπιοι και ξένοι ένα πολύχρωμο κουβάρι. Κι ανάμεσα από τα τραπέζια οι μικροπωλητές που προσπαθούν να σου πουλήσουν από φιστίκια αράπικα μέχρι πορτοφόλια και δερμάτινα πουφ. Μια πολυτάραχη σκηνή πνιγμένη στον καπνό και τα αρώματα των ναργιλέδων, τα λόγια, τα βλέμματα, τα γέλια. Λίγο αργότερα δοκιμάζαμε λίγο πιο πάνω, κοντά στο τζαμί, στο πανκέικ ένα είδος αιγυπτιακής κρέπας ή ίσως αιγυπτιακής μπουγάτσας με κρέμα, τυριά ή κιμά. Γεύσεις που είναι κρίμα κι άδικο να τις χάνει ο ανυποψίαστος τουρίστας. Τέλος δεν αποφύγαμε να χαζέψουμε αντίκες, αληθινές και ψεύτικες στα στενά που φτάσαμε καθώς μας τραβούσαν από το χέρι οι επιτήδειοι. Η χαρά της αγοράς να αφήνεσαι να σε τραβολογούν, να σε κερνούν τσάι, να προσπαθούν να σου πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Να απαντάς Γιουνάν όταν σε περνούν για ιταλό και να εισπράττεις χαμόγελα και σκόρπιες λέξεις ελληνικές με αραβική προφορά. Γειά σου, καλημέρα, καληνύχτα, ευχαριστώ, Καραμανλής.
Καραμανλής είπα και ευκαιρία να θυμηθώ το πενθήμερο ταξίδι στην Ελλάδα για τις εκλογές. Πέμπτη βράδυ αναχώρηση με βαριά καρδιά γι αυτά που δεν χόρτασα και με βήμα βαρύ για την επιστροφή. Πάνω που συνήθιζα, έπρεπε να επιστρέψω εκεί, σ αυτά που με διώξανε ή έστω που δεν μπόρεσαν να με κρατήσουν. Δεν θα έμπαινα σ αυτό το αεροπλάνο, αν δεν ανυπομονούσα να δείξω το χαμόγελο στη μάνα μου και τις φωτογραφίες από το καινούργιο μου σπίτι, τις εντυπώσεις από την καινούργια μου ζωή, την πρόσωπο με πρόσωπο πρόσκληση να τις μοιραστεί μαζί μου για να μπορεί να κοιμάται ήσυχη αφού ο κανακάρης της δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Είμαι περίεργος να δω, με άλλα μάτια πια, τι ήταν αυτό που άφησα και τρόμαξα ότι το χάνω. Θα έχουν ακόμα το ίδιο χρώμα οι δρόμοι, οι πόλεις, οι άνθρωποι; Και το φεγγάρι; Πού είναι τελικά ομορφότερο;