Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--Β' ΜΕΡΟΣ







Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Β’ ΜΕΡΟΣ

Άφησα τον Μωχάμετ έξω από την εξώπορτα και κατηφόρισα το στενό παρέα με τον ποιητή. Φιλοξενούμενος του ήμουν και του ζήτησα να με ξεναγήσει. Με σκόρπισε στα άλλα στενά της γειτονιάς του, με πέρασε από το πατριαρχείο, με κατέβασε πάλι στην παραλία, μου έδειχνε τα πρόσωπα της πόλης, πόσο τα άλλαξε ο χρόνος και οι συνήθειες. Στεναχωρήθηκε με όσα έβλεπε και μ’ άφησε να πάει να συνεχίσει τον αιώνιο ύπνο του. Ακόμα κι αυτός ο αέρας φύσαγε αλλιώς πια. Τα μπαχαρικά της ηδονής έχασαν τη γενική που τα ακολουθούσε κι απόμειναν σκέτα μπαχαρικά στα τσουβάλια. Η γενική που χάθηκε στα δικά της τσουβάλια κι αυτή, κρυφανασαίνει μην την ακούσει ο μουεζίνης και την αποτάξει. Η Αλεξάνδρεια του ποιητή και της λογοτεχνίας, μια ακόμα αιγυπτιακή μούμια.

Η επόμενη μέρα με πήρε αργά το πρωί από το χέρι να περπατήσουμε στην παραλία μέχρι που βγήκαμε στην καινούργια βιβλιοθήκη της πόλης. Ένα κτήριο που ταιριάζει στη φήμη της αλλά όχι στο παρόν της. Ένας άλλος κόσμος που επιχειρεί να ξαναφέρει την αισθητική στην πόλη που την έχασε. Γύρω γύρω νερό, κεκλιμένες επιφάνειες από γυαλί, μια μαύρη σφαίρα, η προτομή του Μεγαλέξανδρου, και υψωμένα τείχη που ανεπαισθήτως έκλεισαν την βρωμιά απ’ έξω. Φοιτητές και φοιτήτριες, πρόσωπα που αλλάζουν όψη όταν ανεβαίνουν τα σκαλιά της θαρρείς κι αλλάζουν κόσμο. Γράμματα από τα αλφαβητάρια του κόσμου χαραγμένα στις πέτρες του τείχους, το δέλτα, το θήτα, το πι, τι όμορφα που δείχνουν ανάμεσά τους. Σα να συναντάς παλιούς σου φίλους ξαφνικά στη ξενιτιά.
Το καφέ της βιβλιοθήκης στον πρώτο όροφο της μεσαίας πτέρυγας που ενώνει δυο κτήρια, με θέα στην πλατεία που δημιουργείται ανάμεσα και η Μεσόγειος μπροστά, να βλέπεις τα καράβια που έρχονται φορτωμένα βιβλία από τις άκρες της γης, να γεμίσουν τα ράφια γνώση, ίσως κάποτε και οι άνθρωποι. Από την μια μεριά βλέπεις την είσοδο της βιβλιοθήκης κι από την άλλη τις πυραμιδωτές άκρες του κτηρίου που προσπαθούν αισθητικά να ενώσουν το χτες με το σήμερα. Εύγε στον καλλιτέχνη. Είχε έμπνευση.
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. Κι έτσι πήρα των ματιών μου τους δρόμους, όχι ελαφρά τη καρδία, αλλά με το βάρος της ομορφιάς να πέφτει στάλα στάλα από τα βλέφαρα στο στήθος. Περπάτησα ως την ελληνική γειτονιά, το Τσατμπι, στα ελληνικά σχολεία που σκέπασε η σκόνη του χρόνου αλλά τα σεβάστηκε και τ’ άφησε ακόμα να φωσφορίζουν.
Αργότερα ανέβηκα στο πρώτο τραμ κι αφέθηκα να με πάνε οι δικοί του δρόμοι, να δω την πόλη από τα παράθυρά του καθώς η νύχτα σκέπαζε την πόλη και τα φώτα που άναβαν δεν ήταν πια ικανά να φαίνεται η βρωμιά της ημέρας. Αν ποτέ αποφάσιζε κανείς να ανακαινίσει αυτή την πόλη, να ξαναβάψει τα σπίτια, να ξαναφέρει τους ανθρώπους της, θα ντρεπόταν η Ευρώπη από την ομορφιά της.
Αφού συνέχισα να την περπατώ ως αργά το βράδυ, πήγα για ύπνο με την ελπίδα να ονειρευτώ ότι ζω εδώ, πριν χρόνια, όταν ήταν ακόμα το διαμάντι της Μεσογείου. Το πρωί ξύπνησα κι αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια που έχασα αλλά υποσχέθηκα να ξαναέρθω, να συνεχίσω να την ψάχνω κάτω από τη σκόνη. Το τρένο έφυγε πάλι στις δύο. .