Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά


Η νύχτα έφυγε ο Χαμάντα ξαναήρθε. Πώς λέμε οι Γερμανοί ξανάρχονται; Σήμερα μου δήλωσε ότι μπορεί να καθίσει μόνο τέσσερεις ώρες. Το δέχτηκα απερίφραστα γιατί είχα και δουλειές. Του έδειξα τα ριγέ τζάμια και καθρέφτες, το χαρτί κουζίνας
και του ζήτησα να τα ξανακάνει. Μετά του εξήγησα τι να χρησιμοποιήσει λεπτομερώς στα υπόλοιπα που άφησε απείραχτα από χτες. Γιατί τα καθαρισμένα τα χτεσινά από το πολύ άζαξ είχαν γίνει. . . . αόρατα. Τουλάχιστον τα πέρασε μια φορά με νεράκι. Γι αυτό προτίμησα να συνεχίσει με τα ανέγγιχτα. Μετά από τέσσερεις ώρες δεύτερο σοκ. Το άβα για τα πιάτα είχε φτάσει στη μέση, έχοντας πλύνει λιγότερα πιατικά από όσα χωράει το πλυντήριο πιάτων. Μαύρα φίδια με ζώσανε. Όταν τον ρώτησα τι έκανε με το απορρυπαντικό πιάτων; Σαπούν ουά χλορέξ μου λέει και με νοήματα κατάλαβα ότι έβαλε χλωρίνη και απορρυπαντικό πιάτων στο σφουγγάρισμα για να κάνει αφρό και να καθαρίσει καλά.
Αποφάσισα να πάρω τον Ιμπραχίμ να καθαρίσει αυτά που καθάρισε ο Χαμάντα. Που επειδή τα καθάρισε πρώτη φορά και κουράστηκε, όταν του έδωσα 25 λίρες για το τετράωρο μου είπε σοβαρά σοβαρά δείχνοντας μου αυτά που κράταγε στο χέρι του, ότι του χρωστάω ακόμα δεκαπέντε. « Γιατί ακόμα δεκαπέντε;» ρωτάω έκπληκτος. «Χτες σαράντα» μου λέει και σαν ηφαίστειο που ξυπνά παραλίγο να του φέρω τον κουβά με την χλωρίνη και το άβα κατακέφαλα. Προτίμησα να του πω αυστηρά, όπως κατά βάθος επιθυμούσε, ότι χτες δούλεψε έξι ώρες και σήμερα τέσσερεις κι ότι εν πάσει περιπτώσει η αμοιβή του είναι κανονικά πέντε λίρες την ώρα κι αυτές χατιρικά. Έβαλε την ουρά στα σκέλια, μάζεψε τα πραγματάκια του κι έφυγε. Ένιωσα ενοχές από τη μια. Από την άλλη θυμό. Δεν ξέρω τι από τα δυο προκάλεσε το άλλο. Προσπαθώ να προσαρμοστώ σε άλλο τρόπο σκέψης. Στον αιγυπτιακό. Όταν τα καταφέρω απόλυτα, θα φύγουν οι ενοχές, θα αποκτήσω τη σκληράδα που πρέπει και θα με αποδεχτεί ο κάθε Χαμάντα. Μέχρι τότε, θα με θεωρεί ένα χαζοευρωπαίο, που μπορεί να τον κοροϊδέψει, να τον ξεγελάσει. Με δέκα ώρες δουλειά, θεός να την κάνει εκ του αποτελέσματος, πήρε εξήντα πέντε λίρες. Περίπου εννιά ευρώ. Για να γίνει κατανοητό τι εννοώ, ο μισθός του, όπως και κάθε ανειδίκευτου εργάτη εδώ, με δωδεκάωρη εργασία ημερησίως, είναι περίπου τριάντα με σαράντα ευρώ τον μήνα. Κι αν βοηθήσω κάποιον θα το κάνω όταν θέλω εγώ, όχι με το ζόρι και με κουτοπονηριές. Χαμάντα τέλος.

Μες στο αποστειρωμένο, αόρατο και σαπουνισμένο μου περιβάλλον, πέρασα την μέρα τακτοποιώντας ψώνια στην κουζίνα και ψιλοδιορθώνοντας όπως μπορούσα το πέρασμα του άσπρου σίφουνα. Το βράδυ έτοιμος και στολισμένος, συναντήθηκα με τους υπόλοιπους, φορτωθήκαμε σε ένα λεωφορειάκι όσοι χωρέσαμε, οι υπόλοιποι με ταξί και κατευθυνθήκαμε στην όπερα του Καϊρου. Αχ, Ελλάδα μου γλυκιά. . . Που είσαι να κοκκινίσεις από ντροπή για τη όπερα που δεν έχεις. Σε μια από τις ανοιχτές σκηνές της όπερας παρακολουθήσαμε την τραγωδία Τρωαδίτισσες του Ευριπίδη στα πλαίσια του διεθνούς φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου που γίνεται κάθε χρόνο στο Κάιρο, από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας και την πειραματική σκηνή του Θεσσαλικού θεάτρου. Τραγωδία από όπου και να την κοίταγες. Σχολική παράσταση θύμιζε περισσότερο. Αυτή η μία απ’ τις δύο συμμετοχές που εκπροσωπούσαν την Ελλάδα. Κρίμα. Τουλάχιστον ευχαριστηθήκαμε τους χυμούς στο καφέ των κήπων της όπερας. Είκοσι τόσοι άνθρωποι πεπλανημένοι.
Άφησα τους άλλους να φύγουν με το λεωφορειάκι που μας έφερε και πήρα τους δρόμους. Αν δεν βρέξεις τον κώλο σου δεν τρως ψάρι. Κι αν δεν την περπατήσεις, η πόλη δεν μαθαίνεται. Γύρισα σπίτι πριν τον ήλιο με τα πόδια πρησμένα από το περπάτημα. Νείλος από το Μάρριοτ ως το Σέρατον, μεϊντάν Ταχρίρ, ξάγρυπνη πόλη.