Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--Α' μέρος

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

ΜΕΡΟΣ Α’

«Χιόνια στο καμπαναριό που Χριστούγεννα σημαίνουν. . .». Ούτε χιόνια εδώ, ούτε καμπαναριό, ούτε Χριστούγεννα. Όλα τα άλλα που φέρνει στη μνήμη το γιορτινό τραγούδι όμως, ίδια. Οι θρησκευτικοί ηγέτες παρακολουθώντας τη σελήνη στον ουρανό, την ακριβή στιγμή της νέας φάσης της, αποφασίζουν τέλος στο ραμαζάνι και στη νηστεία. Κάτι που δεν ισχύει για τις ίδιες μέρες σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο. Ανάλογα με το φεγγάρι που βλέπει ο καθένας από τον τόπο του.
Το τετραήμερο της γιορτής του Αϊντ, κάτι σαν τα δικά μας Χριστούγεννα, άρχισε σήμερα. Με βρήκε το πρωί στις 7. 30, να περιμένω στο δρόμο-σε έναν πρωτοφανώς απελπιστικά άδειο δρόμο- με μια παρέα φίλων το μίνι μπας που θα μας πάει στην όαση της Σίβας ή της Σίουα όπως τη λένε εδώ. Το ραντεβού απεδείχθη εντελώς αραβικό. Ο οδηγός ήρθε τελικά μετά από πολλά τηλεφωνήματα και νεύρα μετά από μία ώρα. Ευτυχώς το λεωφορειάκι ήταν ολοκαίνουργιο, έντεκα θέσεων και ξεκίνησε με έξι χαρούμενους επιβάτες.

Πρώτη στάση λίγο μόλις έξω από το Κάιρο, σε ένα καφέ της εθνικής οδού Κάιρο-Αλεξάνδρεια. Μόνο που περιέργως ήταν ασυγκρίτως καλύτερο και καθαρότερο από τα ανάλογα της Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Με το πιο νόστιμο καπουτσίνο που ήπια εδώ. Καλός οιωνός. Το λίγο έξω από το Κάιρο εννοείται όμως μόνο ως χωροθέτηση. Γιατί για να φτάσουμε ως εκεί χρειάστηκε να διανύσουμε δεκάδες χιλιόμετρα πόλης και μία ακόμα ώρα καθώς με την αργοπορία του οδηγού είχε αρχίσει ήδη η κίνηση του εορταστικού τετραήμερου. Κάτι ανάλογο με την άτακτη φυγή των αθηναίων.

Δεύτερη στάση μετά από περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα στη μέση ενός ερημικού τοπίου. Απέραντη ακαλλιέργητη έκταση με κάποια σκίνα ατάκτως ειρημένα. όπου και να έστρεφες το μάτι περίπου ίδιο το τοπίο. Πέτρες, σκίνα και σκουπίδια στις παρυφές του δρόμου.

Μετά από ακόμα τόσα χιλιόμετρα, διανύοντας ουσιαστικά μετά από κάποιο σημείο έναν δρόμο παράλληλο των ακτογραμμών της Μεσογείου, καταφέραμε να κλέβουμε ματιές στη θάλασσα όσο μας επέτρεπε η άναρχη και πυκνή δόμηση κατά μήκος των ακτών. Τρίτη στάση μας, στο Ελ Αλαμέιν, σε ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα πλάι στη θάλασσα. Και τι θάλασσα! Γαλαζοπράσινη με λευκή άμμο και απέραντες αμμουδιές. Εκτός τουριστικής σαιζόν η εποχή, άδεια η παραλία με τις ψάθινες ομπρέλες παραδομένες στην αύρα. Δεν μπορούσε η ψυχή παρά να αναφωνήσει «Θάλαττα! Θάλαττα». Καλά τα μεγάλα ποτάμια που διασχίζουν τις πόλεις αλλά η ομορφιά εν προκειμένω ανάλογη του μεγέθους. Ποιος Νείλος μπορεί να συγκριθεί με τη Μεσόγειο και μάλιστα στα καλύτερα της; Παίξαμε με την άμμο, χαϊδέψαμε το νερό, φάγαμε ψαράκι ψητό και ξαναφορτωθήκαμε στο λεωφορειάκι για να συνεχίσουμε να φανταζόμαστε τη θάλασσα πίσω από τα κτήρια, για αρκετά χιλιόμετρα ακόμη, όσο προχωρούσαμε παράλληλα στη μεσόγειο. Όταν πια τα σπίτια τέλειωσαν, τέλειωσε κι η θάλασσα σε μια αριστερή στροφή. Χώμα, πετρούλες και χώμα μόνο, με ακόμα πιο αραιά σκίνα, μέχρι που κάθε βλάστηση χάθηκε τελείως.

Σε ένα τέτοιο τοπίο που διέσχιζε μια καλοσυντηρημένη άσφαλτος, έγινε η τέταρτη στάση για να βάλουμε βενζίνη και λίγο αέρα στα λάστιχα, μιας και δεν υπήρχε πια άλλο βενζινάδικο στο δρόμο μας και θέλαμε τουλάχιστον τριακόσια χιλιόμετρα ακόμα. Δυο τρία μαγαζάκια της συμφοράς, καμιά πενηνταριά άντρες, με κελεμπία ντυμένοι και με χαρακτηριστικά άγρια από τον ήλιο, μια ιδιαίτερη ομορφιά κάποιοι από αυτούς. Η βερβέρικη φυλή, ξεχωρίζει από τους φαραωνίτες. Και είμαστε πια στα μέρη τους. Στις αρχές του άγριου ερημικού τοπίου που θύμιζε περισσότερο τοπίο σεληνιακό κι όχι αυτό που μας έρχεται στο νού όταν λέμε «έρημος».

Στην Πέμπτη στάση πια νιώθαμε ότι περπατάμε στο φεγγάρι ή στην άγρια δύση, σε επίπεδη όμως μορφή. Ούτε βουνά, ούτε καν ένα λοφάκι. Το μόνο που εξείχε το μικρό καφενεδάκι που καθίσαμε για τσάι. Τσάι στο πουθενά. Σε ένα χάλασμα να το πώ; Ερείπιο; Όπως και να το πω με τούβλα ήταν πάντως χτισμένο. Με καρέκλες σαν από μπαμπού αλλά όχι ακριβώς κι ένα ραδιοφωνάκι της συμφοράς, συνδεμένο πρόχειρα με μπαταρία αυτοκινήτου, να παίζει μουσική. Κόντεψε να μας καθίσει το τσάι στο λαιμό, όταν κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο νεαρούς που έψαχνε να βρει άλλο σταθμό στο ραδιοφωνάκι, συντονίστηκε κάπου που του άρεσε και το άφησε. Μας άφησε και μας άναυδους να ακούμε, εκεί στο πουθενά, «θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί» εν μέσω πολλών παράσιτων μεν, αλλά καθαρά δε. Για οφθαλμαπάτες στη έρημο κάτι είχαμε ακούσει. Για ακουστικές απάτες όμως δεν μας μίλησε κανείς. Και ναι, δεν ήταν απάτη. Ήταν η φωνή του Χριστάκη. Δεν θέλαμε κι εμείς πολύ για να αρχίσουμε να σιγοντάρουμε εν χορώ και να χορεύουμε ζεϊμπέκικο της ερήμου, κυριολεκτικά. Χάθηκε κάποια στιγμή το σήμα, τέρμα οι χοροί και τα τραγούδια. Ψάχνει ο άναυδος ταλαίπωρος άλλο σταθμό και ξαφνικά δεύτερο «γκλουπ!». Συνομιλία δημοσιογράφου με τοπικό στέλεχος από κάποιο ραδιόφωνο της Κρήτης. Παράλογοοοο! ! ! Δεν απαντά κανείς. Άρα λογικό. Και βέβαια λογικό. Βρισκόμαστε περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μέσα από την ακτή σε ένα εντελώς επίπεδο τοπίο λίγο νοτιότερα της Κρήτης. Ότι πρέπει για τα ραδιοφωνικά κύματα να ρθούνε και να σκάσουνε στα αυτιά μας. Αφού ήπιαμε το τσάι, χαζέψαμε το ηλιοβασίλεμα, σαν να θάβεται ο ήλιος στο χώμα και ξεκινήσαμε μες στο σούρουπο για το υπόλοιπο των εκατόν πενήντα χιλιομέτρων που θα μας έβγαζε στη Σίουα,ναι, ναι, τη Σίβα, μια όαση, τριάντα χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Λιβύη.

Καθώς νύχτωνε, το μόνο που φαινόνταν πια ήταν η ασφαλτος που φωτιζότανε από τους προβολείς. Πολύ αραιά μπορεί και τα φώτα κάποιου αυτοκίνητου που εγκατέλειπε την όαση. Όταν συναντήσαμε τους πρώτους φοίνικες, συναντήσαμε και κάποιους στρατιώτες στην άκρη του δρόμου και αμέσως μετά, φως στο τούνελ, στο σκοτάδι ήθελα να πω. Τα φώτα της όασης έλαμπαν σαν μικρά επίγεια αστέρια. Μπήκαμε σε ένα χωριό, σαν εγκαταλειμμένο από θεούς και ανθρώπους, με δρόμους από χώμα που ίσως στρώθηκαν κάποτε από άσφαλτο αλλά στο μεταξύ είχαν χαλάσει.Όταν πια είδαμε τους πρώτους Βερβερίνους να σέρνουν τις άσπρες τους κελεμπίες πλησιάζαμε στην πλατεία του χωριού , την οποία διασχίσαμε κάθετα και μπαίνοντας σε ένα στενό δρόμο, σταματήσαμε εκατό μέτρα πιο πέρα, μπροστά στο ξενοδοχείο που θα μέναμε, ένα συγκρότημα από μικρά σπιτάκια-δωμάτια μέσα σε ένα φοινικόδασος, με στενούς διαδρόμους ανάμεσό τους. Τα λίγα φώτα και οι σκιές έφτιαχναν να φαίνεται πραγματικός παράδεισος το oasis paradise.Μόλις επτακόσια πενήντα περίπου χιλιόμετρα από το Κάιρο.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Τρίτη 9-Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Τρίτη 9-Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2000 κι επτά


Κατεβαίνοντας ο Νείλος να ξεδιψάσει τη Μεσόγειο, κατεβάζει μαζί του ένα γλυκό αεράκι , με όλα τα αρώματα της διαδρομής, που δροσίζει το Κάιρο. Είναι μερικές φορές όμως που αυτός ο αέρας σου ανακατεύει τα μαλλιά, τη διάθεση, τα βήματα κι όλα γίνονται μαλλιά κουβάρια μέσα σου και γύρω από τυχαία γεγονότα που αν μπορούσες να δεις σε play back θα τα έσβηνες γρήγορα με τη γομολάστιχα για να μη σου λερώσουν το κατάλευκο σεντόνι του ονείρου. Σταγόνες ξεχασμένης σκουριάς από μια βρύση που δεν έκλεισες σφιχτά. Κι άντε πάλι στην μπουγάδα τ’ όνειρο, απορρυπαντικό με μπλε και πράσινους κόκκους ελπίδας, μαλακτικό εύοσμης ανάμνησης και λευκαντικό χαμένης αθωότητας. Στα σχοινιά του χρόνου απλωμένο πια, σε έναν ήλιο που καίει, κρατημένο σφιχτά από τα μανταλάκια της αισιοδοξίας να μην το πάρει το αεράκι του Νείλου και το σκορπίσει ιπτάμενο χωρίς επιβάτη στην καινούργια γειτονιά και στην παλιά θλίψη.
Περπατάω ακροβατώντας στις περιφέρειες εφαπτόμενων κύκλων, προσέχοντας να μην χάσω τη γραμμή κάτω από τα πόδια μου και βγω έξω από τον κύκλο που διάλεξα, να μην πέσω μέσα στον κύκλο που με διάλεξε. Δίχτυ ασφαλείας το χαμόγελο που δεν ξεράθηκε, απλά απότιστο λύγισε τα άνθη του, έχασε τον προσανατολισμό του αλλά όχι το άρωμα του. Παραπαίω ανάμεσα σε αυτά που ήθελα να ξεχάσω και μια υπενθύμιση βάρβαρη μου τα ξαναφέρνει στο μυαλό, όπως το ξυπνητήρι χτυπάει άγρια μες στα χαράματα και το όνειρο διακόπτεται αιφνίδια. Άπλωσα το χέρι κι έκλεισα το ξυπνητήρι. Όχι δεν θέλω να ξυπνήσω. Θα συνεχίσω να ονειρεύομαι. Κουράστηκα ξάγρυπνος χρόνια να παραδίνομαι στα χημικά όνειρα του υπνοστεντόν, στις ψευδαισθήσεις που εν γνώσει μου αφέθηκα από ανάγκη να συμπληρώσω ένσημα , να εξασφαλίσω το μέλλον σε ένα ανασφαλές παρόν. Όχι δεν θέλω να ξυπνήσω. Ας χτυπήσουν όσα ξυπνητήρια θέλουν. Δεν ακούω. Ονειρεύομαι. . .

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Αποφράδα ημέρα που θα ήθελα να μην καταγραφεί. Δεν αντέχεται ούτε σαν επανάληψη με λέξεις.Ένα στιχάκι θα υπονοήσει γι' αυτήν όσα η μνήμη αρνείται να θυμηθεί. Ουδέν άλλο σχόλιο.

ΤΑ ΞΥΡΑΦΙΑ


Και βγήκε πάλι ο καιρός με τα ξυράφια
να ‘βρει ένα σώμα ή μια μνήμη να χαράξει
κι όπως περπάταγα ανάμεσα στ’ αγκάθια
έστειλε να ’ρθει μια Στιγμή να με φωνάξει.

Κοίταξα πίσω μου και μέσα μου και γύρω
να δω ποιο λάθος κουβαλώ χωρίς να ξέρω
ποια νύχτα μ’ άφησε επάνω της να γείρω
και σαν φεγγάρι στη ζωή μου ανατέλλω.

Είδα το φάντασμα του κόσμου να γελάει
κι εγώ συνέχισα να μην καταλαβαίνω
αυτός ο δρόμος που πορεύομαι πού πάει
και τι θα΄ ρθεί, εκεί που δεν το περιμένω.

Και ήρθε δίπλα ο καιρός με τα ξυράφια
το αίμα άρχιζε στο πάτωμα να στάζει
σαν τριαντάφυλλο που κράτησε τ’ αγκάθια
κι όλα τα φύλλα στον αέρα τα μοιράζει.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου-Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου-Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Το ραμαζάνι είχε αρχίσει δυο μέρες πριν φύγω στην Ελλάδα. Δεν είχα προλάβει να καταλάβω. Σ’ αυτό το διάστημα όμως μετά την επιστροφή μου, κατάλαβα.Απο την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, δεν πίνει-ούτε νερό-, δεν καπνίζει, δεν τρώει κανένας. Αποχή από το σεξ όλο το 24ωρο, όλη τη διάρκεια της νηστείας. Τα μάτια προσποιούνται αδιαφορία, τα χείλη προσποιούνται δροσιά, τα σώματα προσποιούνται ασκητική. Τα παραδοσιακά καφενεία έχουν βάψει τα τζάμια με άσπρη μπογιά, ώστε την ημέρα όλο και κάποιοι κρυμμένοι εκεί μέσα να κάνουν τον αργιλέ τους και να πίνουν το τσαγάκι τους. Στο μετρό συναντάω καθημερινά ανθρώπους όλων των ηλικιών με ένα Κοράνι στα χέρια να σιγοψιθυρίζουν τα λόγια του. Βιβλιαράκια σε όλες τις μορφές. Μικρά, μεγάλα, δερμάτινα κι άλλα σε ειδικές θήκες με φερμουάρ.
Οι ρυθμοί της πόλης έχουν αλλάξει. Τα πρωινά αργούν ν ανοίξουν τα μαγαζιά. Τα βράδια κλείνουν πάλι πολύ αργά. Η νύχτα και η ημέρα άλλαξαν θέσεις.
Λίγο πριν τη δύση του ηλίου γεμίζουν πεζόδρομοι και πεζοδρόμια με τραπέζια, όπου κάθονται όλοι γύρω γύρω με το φαγητό σερβιρισμένο ήδη και περιμένουν τη δύση του ήλιου και το κάλεσμα του μουεζίνη να πέσουν λυσσασμένοι πάνω στα φαγητά. Λίγο πριν τη δύση τίποτα δεν κινείται στην πόλη σχεδόν. Μαρμαρωμένοι όλοι περιμένουν το κάλεσμα. Όσοι δεν μπορούν ν αφήσουν τα καταστήματα τους στρώνουν κατάχαμα τα καλούδια τους και περιμένουν εκεί τη μαγική λέξη που βάζει φωτά στα πιρούνια. Αργά το βράδυ πάλι, μετά τις τρεις κι ως το ξημέρωμα βλέπεις συνεχώς ανθρώπους να τρώνε παντού, για να αντέξουν τη δωδεκάωρη καθημερινή νηστεία. Μια στιγμή είδα μια γυναίκα να λιγοθυμάει στο δρόμο και να προσπαθούν να τη συνεφέρουν χωρίς νερό. (ίσως να ήταν μεμονωμένο περιστατικό). Τις ώρες της προσευχής και ειδικά Παρασκευή πρωί, οι δρόμοι στρώνονται με χαλιά όπου όλοι γονατίζουν και προσεύχονται χτυπώντας το κούτελο στο πάτωμα. (Οι πιο θρησκευόμενοι έχουν εκ τούτου μια μελανιά στο δόξα πατρί κι αναγνωρίζονται εύκολα) Δεν τολμώ να κάνω συγκρίσεις με το γνωστό μου τελετουργικό και τη συμμετοχή του κόσμου. Οι άνθρωποι εδώ είναι παραδομένοι.
Τα σπίτια είναι στολισμένα με πολύχρωμα φανάρια στη θέση των χριστουγεννιάτικων δέντρων. Οι χριστουγεννιάτικες χρυσαφιές γιρλάντες στολίζουν βιτρίνες. Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους να αγοράζει γιορτινά ρούχα. Πατείς με πατώ σε, πάντα μετά τις επτά. Σε κάθε αγορά γίνεται το αδιαχώρητο όπως στην Ερμού, στα Τζάμπο και στη Βαρβάκειο τις παραμονές Χριστουγέννων. Στους δρόμους παντού το αδιαχώρητο. Κι όσο πλησιάζει η τετραήμερη γιορτή-αργία του Αϊντ, τόσο περισσότερη λύσσα για ψώνια. Στα τουριστικά θέρετρα, έχουν ήδη κανονιστεί οι διακοπές με κυριότερη προτίμηση τα παραθαλάσσια της Ερυθράς θάλασσας, το Ασσουάν και το Λούξορ.
Κοντά στους ντόπιους μουσουλμάνους και οι κόπτες χριστιανοί, όπως και οι ξένοι, αποφεύγουν να καπνίζουν, να πίνουν, να τρώνε δημόσια κατά τη διάρκεια της ημέρας
για το μη εισενέγκεις αυτούς εις πειρασμόν. Και οι μέρες προετοιμασίας της γιορτής περνούν ξώφαλτσα από γύρω μου, με ένα υποχθόνιο χαμόγελο για τις ζαβολιές που γίνονται αναμφιβόλως αλλά δεν ομολογούνται.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 14- Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Παρασκευή 14- Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Επέστρεψα λοιπόν. Αυτό δήλωνε η σφραγίδα στο διαβατήριο τουλάχιστον. Ξημερώματα Παρασκευής περπατάω στους γυαλισμένους γρανίτες του Ελ. Βενιζέλος. Στην ίδια γυαλάδα που πριν 20 ημέρες περίπου έπεφτε το αίμα μου πίσσα. Γύρισα να δω τα ίχνη που άφησα τουτη τη φορά. Τίποτα δεν λέρωσε το πάτωμα. Δεν κυλάει το παγωμένο αίμα. Δεν είμαι χαρούμενος. Ίσως δεν είμαι ούτε λυπημένος. Απλά «είμαι». Κοιτάω γύρω μου κι όλος αυτός ο . . . πολιτισμός μου φαίνεται χρυσό κλουβί. Πώς θα μπορούσα να νιωθω όταν επιστρέφω στο κλουβί από το οποίο κατάφερα με κόπο να δραπετεύσω. Κι ας είναι για λίγες μέρες μόνο. Η ασφάλεια του γνωστού καθησυχαστική. Αυτό μόνο. Καμια νοσταλγία για τον κόσμο γύρω μου. Ίσως μάλιστα και μια μελαγχολία γα τη ζωή που έφυγε εδώ με την αυταπάτη ότι ζω το μύθο μου.

Επέστρεψα. Στο σπίτι μου στην Αθήνα. Το βρήκα όμορφο. Με εκείνη την κρύα ομορφιά που δημιουργεί αποστάσεις. Λίγες ώρες μόνο, ίσα που πρόλαβα να δω μια φίλη πριν φύγω με το τρένο για Θεσσαλονίκη. Αυτό που κρατάω, η έλπληξη της. Η προηγούμενη φορά που ειδωθήκαμε ήταν στο αεροδρόμιο, πριν φύγω. Μα αυτήν την φορά ήταν σαν να συναντηθήκανε δυο άλλοι άνθρωποι. Αν έβαζα τις δυο αυτές εικόνες δίπλα δίπλα, η μία θα ήταν αρνητικό της άλλης.

Επέστρεψα.Στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη. Η αγκαλιά της αδερφής μου μια υπόσχεση. Ένας λόγος για να επιστρέφω. Μιλάω ακατάπαυστα. Όπως κάνουν όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι όταν προσπαθούν με λόγια να περιγράψουν τη χαρά τους. Είχα καιρό να το νιώσω έτσι. είχαν καιρό να με δούνε έτσι. Κι αυτό γίνεται αντιλητπό εκατέρωθεν.

Επέστρεψα. Στον τάφο του πατέρα μου. Έκλαψα που δεν θα μάθει ποτέ πόσο καλά νιώθω επιτέλους. Που δεν θα δει το καινούργιο μου σπίτι. Του τα είπα όλα. Μου χαμογέλαγε από την φωτογραφία στην πορσελάνη. Κι έψαχνα ένα σημάδι στη φλόγα του καντηλιού, ένα τρεμοπαίξιμο, μια κουβέντα του. Ότι δεν μπόρεσα να δω, το φαντάστηκα. Μου χαμογέλαγε. Όλα καλά.

Επέστρεψα. Στη μητέρα μου. Ήρθε να με πάρει από τη στάση του τρένου. Με αγκάλιασε από μακριά με τα μάτια της. Η μυρωδιά των μαλλιών της όπως την αγκάλιαζα από κοντά, ο μυροβλήτης προορισμός μου. Οι μάνες πάντα ξέρουν. Η δική μου ήξερε τώρα πως ήταν άδικοι οι φόβοι της. Ανυπομονεί πια να έρθει στην Αίγυπτο να δει γιατί λάμπουν έτσι τα μάτια μου. Ησύχασε. Ησύχασα.

Επέστρεψα. Στους φίλους μου. Σαν στρατιώτης που γυρίζει νικητής από τη μάχη. Αυτή η επιστροφή με ξανάστειλε πίσω στην Αίγυπτο Τρίτη βράδυ ξημερώματα Τετάρτης, χαρούμενο για την αναχώρηση. Κάποιες σχέσεις θέλουν χρόνο να πάρουν μια ανάσα και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Ή κουρασμένες πια στον ίδιο δρόμο χρόνια, να αλλάξουν δρόμο. Φεύγω κι αφήνω το χρόνο ελεύθερο. Ιδιοτροπία μου ίσως να περίμενα αλλιώς αυτην τη συνάντηση. Ένιωσα σαν να μην μπορούσαν να συμετέχουν στη χαρά μου. Σαν να με προτιμούσαν περιφερόμενη μιζέρια. Ίσως πάλι να υπερβάλλω. Θα δείξει.

Επέστρεψα. Στο Κάιρο. Με ανυπομονησία για όσα με περιμένουν. Με ανακούφιση για όσα απέφυγα. Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες δεν τους φοβάμαι πια. Δεν τους κουβαλάω μέσα μου. Κι η απαλλαγή αυτού του βάρους, δίνει φτερά στο όνειρο. Σ' αυτές τις εκλογές,ψήφισα το φεγγάρι του Καϊρου και βγήκε αυτοδύναμο.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Μουσικό διάλειμμα χωρίς μουσική!!!(πάλι)

(Ξέρω, δεν έχει συγγενική σχέση με τη συνέπεια αυτό το ημερολόγιο.Θα δικαιολογηθώ απο έλλειψη προσωπικού χρόνου λόγω φιλοξενίας παρέας απο Ελλάδα. Θα επανέλθω δριμύτερος.)

ΕΔΩ ΚΑΛΑ

Ότι σκεφτόμουν ευτυχώς
σαν μια ταινία προσεχώς
που δεν κατάφερε να φτάσει στην οθόνη
κι ότι θεώρησα γραφτό
ψέμα παράλογο κι αυτό
πάνω στ’ απάτητο του μέλλοντα μου χιόνι.

Είμαι εδώ κι είμαι καλά
μου λείπουν άνθρωποι αλλά
δεν είχα κάτι να τους δώσω παραπάνω
Τώρα που μόνος περπατώ,
τη μοναξιά μου αγαπώ.
Μόνος γεννήθηκα και μόνος ας πεθάνω

Ότι φοβόμουν μια ζωή
κάποιο παράξενο πρωί
μπροστά στα μάτια μου σκορπίστηκε σα σκόνη
κι ούτε θυμάμαι πιο παλιά
τι χρώμα είχε η καρδιά.
Καινούργιο φως τώρα τη μνήμη μου τυφλώνει.

Είμαι εδώ κι είμαι καλά
βλέπω τον ήλιο να γελά
χαμογελάω και του λέω καλημέρα
Μπήκε αέρας στην ψυχή
και δεν μου καίγεται καρφί
αν το μυαλό μου βολοδέρνει στον αέρα.