Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Tρίτη 30 Οκτωβρίου-Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2000 κι επτά



Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΑ

Άνθρωπος ήμουν μια φορά / σαν όλους τους ανθρώπους.
Μια μέρα μού ‘δωσε φτερά / να πάω σ’ άλλους τόπους.
Είδα τη γη από ψηλά. / Τι όμορφα τα ξένα!
Όμως αυτή η ζωγραφιά / δε με χωρούσε εμένα.

Δε βρήκα γη να με χωρά, / κι από τον ουρανό μου,
από τα σύννεφα ψηλά / μετρούσα το κενό μου.
Κάτω η θάλασσα γυαλί, / σαν κρύσταλλο καθρέφτη.
Όλη η ζωή μου μια στιγμή / και μια και δυο του κλέφτη. . .

Έπεσα άλλη μια φορά / από τα σύννεφά μου.
Άλλα περίμενα αλλά / τι το ‘θελε η καρδιά μου.
Σκόνη και θρύψαλα ξανά. /Σκορπίστηκα στα ίδια.
Μαύρο διαμάντι η χαρά / που ψάχνω στα σκουπίδια.

Όταν η νύχτα με καλεί / αφήνομαι και πάω.
Ούτε που ξέρω πού θα βγει / μα ούτε που ρωτάω.
Χάνομαι μες στα σκοτεινά, / στα φώτα μεγαλώνω.
Τη μία πέφτω χαμηλά, / την άλλη σκαρφαλώνω.

Το ξένο φως που με γεννά, / αν σβήσει με σκοτώνει.
Σα να πετάει στη φωτιά / μια χούφτα φρέσκο χιόνι.
Άνθρωπος ήμουν μια φορά, / με όνομα και θέση
κι αν με βαφτίσανε Σκιά, / αρχίζει να μ’ αρέσει.

Τα βράδια θέλω συννεφιά. / Να μη φωτίζουν τ’ άστρα,
για να μπορέσει η καρδιά / να μπει σε ξένα κάστρα.
Φώτα του δρόμου κυνηγώ, / φεγγάρια πληρωμένα,
άμα το θέλω και μπορώ / να φέγγουνε για μένα.

Όταν στο σπίτι μου γυρνώ, / κεριά ανάβω μόνο.
Πάνω στους τοίχους κατοικώ, / στο πάτωμα ξαπλώνω.
Γύρω μου έρχονται σκιές, / ανθρώποι που θυμάμαι
κι όλο τους βάζω τις φωνές / γιατί να με ξεχνάνε.

Όσο κανείς δεν απαντά / αρχίζω κι αρρωσταίνω.
Τρέμει η φλόγα στα κεριά / κι εγώ μαζί της τρέμω.
Σβήνει το φως κι η αναπνοή / στο στήθος μου κομμένη.
Τι να την κάνω τη ζωή / που δε με περιμένει.

Μόλις το θέατρο σκιών / θα ρίξει την αυλαία,
το μέλλον γίνεται παρόν / μα πάλι ίδια θέα.
Τρέμω και σκιάζομαι λοιπόν, / ο ήλιος όταν βγαίνει.
Του λέω «έχω παρελθόν» / μα δεν καταλαβαίνει.

Μέσα απ’ τις γρίλιες το πρωί / τρυπάει τις κουρτίνες.
Μου δίνει άλλη μια ψυχή / και τη φορτώνει ευθύνες.
Άνθρωπος γίνομαι ξανά, / σαν όλους τους ανθρώπους
που ψάχνουν χρόνια τη σκιά / από τον εαυτό τους.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--Β' ΜΕΡΟΣ







Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Β’ ΜΕΡΟΣ

Άφησα τον Μωχάμετ έξω από την εξώπορτα και κατηφόρισα το στενό παρέα με τον ποιητή. Φιλοξενούμενος του ήμουν και του ζήτησα να με ξεναγήσει. Με σκόρπισε στα άλλα στενά της γειτονιάς του, με πέρασε από το πατριαρχείο, με κατέβασε πάλι στην παραλία, μου έδειχνε τα πρόσωπα της πόλης, πόσο τα άλλαξε ο χρόνος και οι συνήθειες. Στεναχωρήθηκε με όσα έβλεπε και μ’ άφησε να πάει να συνεχίσει τον αιώνιο ύπνο του. Ακόμα κι αυτός ο αέρας φύσαγε αλλιώς πια. Τα μπαχαρικά της ηδονής έχασαν τη γενική που τα ακολουθούσε κι απόμειναν σκέτα μπαχαρικά στα τσουβάλια. Η γενική που χάθηκε στα δικά της τσουβάλια κι αυτή, κρυφανασαίνει μην την ακούσει ο μουεζίνης και την αποτάξει. Η Αλεξάνδρεια του ποιητή και της λογοτεχνίας, μια ακόμα αιγυπτιακή μούμια.

Η επόμενη μέρα με πήρε αργά το πρωί από το χέρι να περπατήσουμε στην παραλία μέχρι που βγήκαμε στην καινούργια βιβλιοθήκη της πόλης. Ένα κτήριο που ταιριάζει στη φήμη της αλλά όχι στο παρόν της. Ένας άλλος κόσμος που επιχειρεί να ξαναφέρει την αισθητική στην πόλη που την έχασε. Γύρω γύρω νερό, κεκλιμένες επιφάνειες από γυαλί, μια μαύρη σφαίρα, η προτομή του Μεγαλέξανδρου, και υψωμένα τείχη που ανεπαισθήτως έκλεισαν την βρωμιά απ’ έξω. Φοιτητές και φοιτήτριες, πρόσωπα που αλλάζουν όψη όταν ανεβαίνουν τα σκαλιά της θαρρείς κι αλλάζουν κόσμο. Γράμματα από τα αλφαβητάρια του κόσμου χαραγμένα στις πέτρες του τείχους, το δέλτα, το θήτα, το πι, τι όμορφα που δείχνουν ανάμεσά τους. Σα να συναντάς παλιούς σου φίλους ξαφνικά στη ξενιτιά.
Το καφέ της βιβλιοθήκης στον πρώτο όροφο της μεσαίας πτέρυγας που ενώνει δυο κτήρια, με θέα στην πλατεία που δημιουργείται ανάμεσα και η Μεσόγειος μπροστά, να βλέπεις τα καράβια που έρχονται φορτωμένα βιβλία από τις άκρες της γης, να γεμίσουν τα ράφια γνώση, ίσως κάποτε και οι άνθρωποι. Από την μια μεριά βλέπεις την είσοδο της βιβλιοθήκης κι από την άλλη τις πυραμιδωτές άκρες του κτηρίου που προσπαθούν αισθητικά να ενώσουν το χτες με το σήμερα. Εύγε στον καλλιτέχνη. Είχε έμπνευση.
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. Κι έτσι πήρα των ματιών μου τους δρόμους, όχι ελαφρά τη καρδία, αλλά με το βάρος της ομορφιάς να πέφτει στάλα στάλα από τα βλέφαρα στο στήθος. Περπάτησα ως την ελληνική γειτονιά, το Τσατμπι, στα ελληνικά σχολεία που σκέπασε η σκόνη του χρόνου αλλά τα σεβάστηκε και τ’ άφησε ακόμα να φωσφορίζουν.
Αργότερα ανέβηκα στο πρώτο τραμ κι αφέθηκα να με πάνε οι δικοί του δρόμοι, να δω την πόλη από τα παράθυρά του καθώς η νύχτα σκέπαζε την πόλη και τα φώτα που άναβαν δεν ήταν πια ικανά να φαίνεται η βρωμιά της ημέρας. Αν ποτέ αποφάσιζε κανείς να ανακαινίσει αυτή την πόλη, να ξαναβάψει τα σπίτια, να ξαναφέρει τους ανθρώπους της, θα ντρεπόταν η Ευρώπη από την ομορφιά της.
Αφού συνέχισα να την περπατώ ως αργά το βράδυ, πήγα για ύπνο με την ελπίδα να ονειρευτώ ότι ζω εδώ, πριν χρόνια, όταν ήταν ακόμα το διαμάντι της Μεσογείου. Το πρωί ξύπνησα κι αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια που έχασα αλλά υποσχέθηκα να ξαναέρθω, να συνεχίσω να την ψάχνω κάτω από τη σκόνη. Το τρένο έφυγε πάλι στις δύο. .

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά-- Α' ΜΕΡΟΣ















Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Α’ ΜΕΡΟΣ

Το τρένο φεύγει στις οχτώ, στο τραγούδι που θυμάμαι. Το δικό μου έφυγε στις δύο. Οκτώβρης μήνας δεν θα μείνει, να μη θυμάμαι στις δύο λοιπόν, το ξεκίνημα της υπερταχείας αμαξοστοιχίας από το σιδηροδρομικό σταθμό Ραμσής του Καϊρου με προορισμό την Αλεξάνδρεια. Βαγόνι πρώτης θέσης, δίπλα στο αριστερό παράθυρο, στην πλευρά δηλαδή που τα καθίσματα ήταν μονά και άνετα.

Παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο της εξαθλίωσης στα περίχωρα της πόλης, στα χαλάσματα και στα φαντάσματα, άσματα ασμάτων της Ουμ Καλθούμ που στεγνώσανε στον αέρα μαζί με τα σκισμένα ρούχα της μπουγάδας. Κι έξω από την πόλη, φελάχοι και φελάχες, στα όρια των περιβολιών, βουτηγμένοι ως τα γόνατα στα λασπόνερα με το ’να χέρι να κρατάει την κελεμπία στεγνή. Οι φελάχες των τραγουδιών, ονειρώξεις στιχοπλόκων, βλέμματα διεισδυτικά ποιητών ίσως, που κατάφεραν να βρούνε την ομορφιά κρυμμένη κάτω από τη σκόνη της υπαίθρου που ψήνει τα πρόσωπα στον ήλιο. Κανάλια, χαλάσματα, περιβόλια, σκουπίδια, φτώχεια, χαμόγελα, φωνές, μια καθημερινότητα αβάσταχτη αλλά κραταιά ως αγάπη.

Δυο ώρες αργότερα όπως ήταν προγραμματισμένο, το τρένο έμπαινε στην πόλη. Τα παιδιά το κοίταζαν σαν να ‘βλεπαν τον Αϊ Γιώργη καβάλα στ’ άλογο. Σούφρωναν τα ματάκια τους που τύφλωνε ο ήλιος και έστελναν χαμόγελα φαφούτικα, κουνώντας τα χέρια και τρέχοντας παράλληλα, όπως τρέχουν τα σκυλιά καμιά φορά στο κατόπι των αυτοκινήτων κι όπως όλα τα παιδιά του υπαίθριου κόσμου. Τέσσερεις και δέκα ακριβώς το τρένο σταμάτησε στο σταθμό.

Παραδόθηκα αμαχητί στον πρώτο ταξιτζή που με κυνήγησε για να με πάει στο ξενοδοχείο, ενάμισι χιλιόμετρο δρόμου πιο πέρα. Διαδρομή που δεν άξιζε ούτε τρεις λίρες, ζήτησε επτά, του έδωσα δέκα, δεν είχε ψιλά για ρέστα. Παγκοσμιοποιημένο το κύτταρο του ταρίφα τελικά. Το ξενοδοχείο στην πλατεία Ζαγκλούλ, πενήντα μέτρα πιο πέρα από το πολυτελές Σόφιτελ και στο ένα δέκατο της τιμής. Ξενοδοχείο λέω και δεν ξέρω αν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι εννοώ μια επταώροφη παλιά πολυκατοικία με γραφεία και κατοικίες. Και πάνω σ’ αυτήν μια πρόσθετη τριώροφη, λίγο πιο καινούργια, το ξενοδοχείο. Στον όγδοο όροφο η υποδοχή και το καφέ-εστιατόριο με θέα στη Μεσόγειο, στον ένατο όροφο το μονόκλινο δωμάτιο μου. Καθαρό, λιτό κι απέριττο.Ένα διπλό κρεβάτι, ένα κομοδίνο, ένα τραπέζι με επιτοίχιο καθρέφτη και μια καρέκλα τα μόνα έπιπλα του αλλά ευτυχώς ολοκαίνουργια. Τηλεόραση και ψυγείο συμπληρώνουν τον εξοπλισμό. Το μπάνιο πρόσφατα ανακαινισθέν, με τα αυτοκόλλητα χαρτιά της μπανιέρας να μην έχουν ξεκολλήσει ακόμα. Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στο μπαλκόνι. Μπροστά μου μια μεγάλη πλατεία και μπροστά στην πλατεία η Μεσόγειος. Θάλασσα. Θεσσαλονίκη. Αυτόματος συνειρμός.
Ναι, είμαι τριήμερη εκδρομή στη Θεσσαλονίκη της Αιγύπτου. Την παραθαλάσσια, μαγική συμπρωτεύουσα, με τα ελληνικά ονόματα-ακόμα- στις επιγραφές των μαγαζιών. Με τα υπέροχα κτήρια που εκδικείται ο χρόνος. Παλιές, άλυτες διαφορές. Παρ’ όλη την εκδικητική μανία του όμως, τα βλέπεις να υψώνουν το παράστημα τους, σαν στρατηγοί απόμαχοι με όλα τα παράσημα στο στήθος. Ποιος είπε ότι μόνο τα δέντρα πεθαίνουν όρθια.
Πρώτη βραδιά αφήνομαι στους δρόμους να με πάνε όπου θέλουν κι όπου ξέρουν αυτοί. Οσμίζομαι σαν το σκυλί τις γειτονιές, προσπαθώντας να υποθέσω που τριγύριζε ο ποιητής, ποιος δρόμος τον πήγαινε σπίτι του, σε ποιου καφενείου τελικά τη σκιά καθόταν ο γέροντας. Όταν κουράστηκα στο περπάτημα, μη μπορώντας να σταματήσω τη βόλτα μου, ανέβηκα στην άμαξα με το άσπρο άλογο και τον Μαχμούτ αμαξηλάτη, να συνεχίσω ακόμα πιο πέρα μέχρι σχεδόν το φρούριο του Κάιτ Μπέη. Η δροσιά της θάλασσας με ανατρίχιαζε καθώς χτυπούσε η αύρα της πάνω μου. Με κοντομάνικο βράδυ στην παραλία; Ε, δεν είναι και Κάιρο. Η Μεσόγειος τέλη Οκτώβρη δείχνει τα δόντια της από όποια μεριά κι αν την κοιτάς. Μετά την έφιππη βόλτα και ένα σύντομο δείπνο, τυλιγμένος στη ζεστασιά της ζακέτας μου που πήρα από το ξενοδοχείο, περιπλανήθηκα στο παζάρι και συνέχισα να περπατώ στους κάθετους δρόμους της παραλίας αργότερα, σε μια ατέλειωτη τεθλασμένη πορεία, μόνος σχεδόν πια μετά την πρώτη μεταμεσονύκτια ώρα. Σταμάτησα μόνο όταν δεν άντεχα άλλο και επέστρεψα στο ξενοδοχείο.

Πρωί Σαββάτου το ξυπνητήρι χτυπούσε από τις δέκα. Χρειάστηκα μισή ώρα για να πω ότι ξύπνησα. Ανακάθισα στο κρεβάτι, άναψα τσιγάρο και το βλέμμα μου χάθηκε στη θάλασσα που απλώνονταν έξω από την πόρτα. αφού χορτάσανε τα μάτια μου την ανέλπιστη θέα που προσέφερε το κρεβάτι του φτηνού ξενοδοχείου, ντύθηκα με όρεξη και πήρα τους δρόμους. Στον τουριστικό οδηγό είχα εντοπίσει εν τω μεταξύ, μετά από τόση νυχτερινή περιπλάνηση, το σπίτι του Καβάφη, πέντε δρόμους πιο πάνω από το ξενοδοχείο.

Οδός Σαρμ ελ Σέιχ 14. Μια τετραώροφη οικοδομή που την είδα αρκετά περιποιημένη σε σχέση με την προηγούμενη φορά που είχα φτάσει εδώ ως τουρίστας. Δίπλα στην είσοδο , επιγραφές ενημερώνουν ότι ΕΔΩ έζησε ο ποιητής
Κ. Π. Καβάφης, στο δεύτερο όροφο όπου βρίσκεται πια το μουσείο του. Ανεβαίνοντας τις σκάλες επιστρατεύω όλα τα αποθέματα ενσυναίσθησης, προσπαθώ να νιώσω ό, τι ένιωθε επιστρέφοντας, αυτός που φόρτισε την προστακτική του ρήματος της επιστροφής. Επειδή στο σπίτι αυτό έζησε τα τελευταία 25 χρόνια ης ζωής του, τον φαντάζομαι μεσήλικα, κουρασμένο να κρατιέται από την πλατιά ξύλινη κουπαστή και να ανεβαίνει τις σκάλες με το μυαλό στο τελευταίο βλέμμα που συνάντησαν τα μάτια του πασπαλισμένο από τα μυρωδικά της ηδονής.
Η πόρτα του σπιτιού κλειστή. Χτυπάω το κουδούνι και νιώθω ότι θα μου ανοίξει ο ίδιος. Τι απρέπεια να μην κρατάω ένα κουτί γλυκά! Τουλάχιστον κρατάω μια ανθοδέσμη από εικόνες που μάζεψα τόσα χρόνια από τους κήπους του. Ανοίγει ο φύλακας. Δέκα λίρες το εισιτήριο. Κι αμέσως μετά ακούω τον ποιητή να έρχεται με όλες τις λέξεις του φορτωμένος από ένα δωμάτιο, ακουμπισμένος γλυκά στη φωνή της Λαμπέτη. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με. . . Μόνος επισκέπτης κι αδιάκριτος εν τη απουσία του, ανακαλύπτω πάλι τους προσωπικούς του χώρους. Την κρεβατοκάμαρα με το σιδερένιο κρεβάτι και το μεγάλο εικονοστάσι, τη λάμπα, το λαβομάνο, τη μικρή βιτρίνα. Βγαίνω στο μπαλκονάκι της και χαζεύω το δρόμο. Το ίδιο στενό που αγνάντευε κι αυτός με το νοσοκομείο απέναντι και την εκκλησία λίγο πιο πέρα. Στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, ένα από τα μπορδέλα της γειτονιάς. Μπορδέλο, νοσοκομείο, εκκλησία, συστατικά μιας γειτονιάς που επέλεξε, όπως έλεγε, για να νιώθει ότι έχει ό, τι χρειάζεται ένας άνθρωπος. Η υποδοχή του σπιτιού ένας μακρύς φαρδύς διάδρομος που άλλοτε λειτουργούσε ως σάλα. Αριστερά η κρεβατοκάμαρα. Μπροστά στην είσοδο ένα δωμάτιο με εκθέματα βιβλίων και παρατεταγμένα δίπλα προς τα δεξιά άλλα δύο δωμάτια, που επικοινωνούν μεταξύ τους και με εσωτερικές πόρτες. ο ένα εξ αυτών αφιερωμένο στον άλλο γέροντα της πόλης, τον Στρατή Τσίρκα. Δεξιά αυτών, το γωνιακό δωμάτιο, το γραφείο του ποιητή. Κι ακόμα δεξιότερα η κουζίνα που πια λειτουργεί ως αποθήκη και δύο τουαλέτες.
Αφού περιηγήθηκα λεπτομερώς σε κάθε γωνιά του σπιτιού, ήπια τσάι με τον Μοχάμεντ, τον φύλακα και θαυμαστή του Καβάφη. Δεν ξέρω αν στ’ αλήθεια θαυμάζει το έργο του. Μάλλον από ευγνωμοσύνη μιλάει με τόση θέρμη για τον απόντα που του έλυσε το βιοποριστικό του πρόβλημα, δίνοντας του δουλειά. Σημασία έχει ότι σέβεται και το πρόσωπο που έζησε εκεί και το χώρο. Στο σπίτι έφτασα στις έντεκα το πρωί. Ρούφηξα όση ενέργεια βρήκα κρυμμένη στους τοίχους προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τον κώδικα των μυστικών τους καθώς η βίζιτα μου έγινε αρμένικη. Έμεινα μέχρι τις τρεις το μεσημέρι που ο Μοχάμεντ διπλομαντάλωσε την πόρτα. Διακόπηκε από ορδές Ελλήνων και Κυπρίων τουριστών που αντιμετώπισαν ασεβώς τον χώρο ως τουριστική ατραξιόν. «Αν το ’ξερα δεν θα ανέβαινα τόσες σκάλες.». «Και σιγά. Τι είν αυτό που μας φέρανε;». «Πώς είπαμε ότι τον λένε;». «Καλέ αυτός ήταν αδερφή!!!».Ντράπηκα. Όχι για όσα άκουγα. Αλλά για τα χαστούκια που δεν έριξα.
Πριν φύγω ο Μοχάμεντ μου έφερε το βιβλίο επισκεπτών να υπογράψω. Μου έδειξε ένα ράφι όπου υπήρχαν κι όλα τα παλιότερα. Θυμόμουν ότι στην πρώτη μου επίσκεψη εδώ ήταν Ιούνιος. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν το 1997 ή το 1998. Ψάχνοντας στα παλιότερα βιβλία επισκεπτών διαπίστωσα ακόμα μια φορά πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός. Βρήκα την υπογραφή μου στις 25 Ιουνίου του 1994! Συγκινήθηκα από αυτήν τη συνάντηση, διαβάζοντας το μήνυμα που είχε αφήσει ο τότε μου εαυτός. «Σαν να βρέθηκα στον Πανάγιο τάφο της Ποίησης. . . Στο σπίτι του ποιητή που με σημάδεψε.»Τελικά κάποια συναισθήματα δεν αλλάζουν στο χρόνο.
Φεύγοντας με τον Μοχάμεντ, μου έδειξε την πόρτα του ημιυπόγειου μπορδέλου εσωτερικά της εισόδου. .Το ύψος της ένα μέτρο και κάτι εκατοστά. Μόνο σκυφτός μπορούσε να μπει κάποιος. Σκυμμένο το κεφάλι απαιτεί ο έρωτας. Ακόμα κι αυτός ο αγοραίος. Πληροφορήθηκα ότι πίσω από την πόρτα βρίσκεται ένας στενόμακρος χώρος υποδοχής που οδηγεί σε ένα μικρό κι ανήλιαγο δωμάτιο, όπου τα κορίτσια δεχόταν κάποτε τα βιαστικά ξεσπάσματα των πελατών. Κι αναλογίστηκα πώς είναι να επιστρέφεις σπίτι σου και να βλέπεις λιγούρικα κορμιά να προσκυνούνε στο πορτάκι, και ντροπαλά μάτια να εξέρχονται. Και να μην είσαι ποιητής, δεν μπορεί, κάτι θα γράψεις. . .

Τρίτη 16- Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Τρίτη 16- Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Μέρες που περνούν αφήνοντας ανεπαίσθητα ίχνη. Η τετραήμερη ανακωχή τράβηξε μια καμπύλη γραμμή σ’ αυτόν το χρονικό κύκλο, κι έγινε φατσούλα που χαμογελάει. Που μπορεί να χαμογελάει. Το μυαλό βουτάει σαν φτερό μες στο μελάνι κι όταν βρίσκει χρόνο κενό τον συμπληρώνει υπαγορεύοντας συνταγές για φάρμακα και φαρμάκια. Η κόλασή μου, πετάει τις φλόγες της κι ότι καεί τελικά, ήταν χάρτινο. Στις στάχτες του θα χορέψω και θα θεμελιώσω μια ψευδαίσθηση παράδεισου. Οι ξένες πόλεις, οι δικοί μας άνθρωποι, οι ξένοι άνθρωποι, οι δικές μας πόλεις που μας ακολουθούν, μια αόρατη πορεία φαντασμάτων στο επέκεινα. Οι αλυσίδες που χτυπούν, μουσική που ψάχνει λόγια. Της τα παραδίδω. . .


Η κόλασή μου είναι οι άλλοι*,
όσοι αγάπησα και μ’ αγαπούν.
Στον ουρανό μου μαύρο φεγγάρι
βγαίνω και ψάχνουνε για να με δουν.

Παράδεισός μου μια ξένη πόλη.
Μάταια βήματα στο πουθενά.
Σκυλιά και γάτες συνοδοιπόροι,
ήλιος να καίγομαι στην ερημιά.

Σαν το χαρτάκι σ’ άδειο μπουκάλι,
μήνυμα αδιάβαστο είν’ η καρδιά.
Η κόλασή μου είναι οι άλλοι.
Παράδεισός μου, η μοναξιά.


*Σαρτρ

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--B' ΜΕΡΟΣ
















Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

ΜΕΡΟΣ Β

Σίουα λοιπόν. Μια όαση πραγματική στη μέση της ερήμου. Τα χαλάσματα της παλιάς πόλης φωτισμένα λάμπουν μες στο πρώτο μας βράδυ εκεί. Μια πόλη από λάσπη που επεκτάθηκε κάθετα, χτίζοντας τριώροφα από λάσπη για να μη βγει έξω από τα όρια της, παρασύρθηκε μια νύχτα του 1926 από μια επίμονη νεροποντή κι έλιωσε στην κυριολεξία. Λιωμένα χαλάσματα λοιπόν, φωτισμένα, ένας λόφος με στενά σοκάκια για να περπατούν τα φαντάσματα της ερήμου. Κι ένα καφέ χτισμένο εκεί, σε μια ξύλινη εξέδρα με θέα την πλατεία της καινούργιας Σίουα από τη μια και τις ξεραμένες λάσπες από την άλλη.

Οι βεδουίνοι έχουν μια παλικαριά στα πρόσωπα τους που την έχουν συνήθως οι βουνίσιοι άνθρωποι. Ίσως τα βουνά της άμμου που συναντάει κάθε μέρα το βλέμμα τους. Τα φλεγόμενα βουνά, για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Φορούν τις καλές τους κελεμπίες, τις «χριστουγεννιάτικες», από γυαλιστερή ποπλίνα. Σκαμμένα πρόσωπα, βλέμματα βαθιά και ευθεία. Μάτια πολλάκις πράσινα και ενίοτε ξανθά μαλλιά. Νέγρικα μαλλιά, ξανθά αλλά κατσαρά. Οι άντρες της όασης. Οι γυναίκες σπάνια κυκλοφορούν εκτός σπιτιού. Κι όσες είδαμε έμοιαζαν περισσότερο με μπόγους, χαμένες κυριολεκτικά μες στην μπούργκα τους όπως καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα οκλαδόν στην καρότσα που έσερναν τα γαϊδουράκια. Καρότσα με ελαστικά αυτοκινήτου τις περισσότερες φορές, το κυριότερο όχημα μεταφοράς στην όαση αυτή, είτε ιδιωτικής χρήσης, είτε δημοσίας, είτε ταξί. Στολισμένες με λογής λογής πλαστικά, φανταχτερά λουλούδια και χάντρες και με μια μικρή τέντα στα ταξί να ανακατεύουν τη σκόνη στους δρόμους. Πολλά ποδήλατα επίσης, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, το ίδιο κι ακόμα περισσότερο στολισμένα , ένας απίστευτος ανταγωνισμός, που όμως όσο και να ήτανε κιτς, ταίριαζε στο τοπίο αφού μπορεί να θεωρηθεί ενσωματωμένο πολιτιστικό του στοιχείο.

Το επόμενο πρωί, η εικόνα συμπληρώθηκε από τα στολισμένα κοριτσάκια, σαν να επρόκειτο για μια τρελή βραδιά καρναβαλιού, όπου άλλο ήτανε ντυμένο βασίλισσα της νύχτας, άλλο βασίλισσα του χιονιού, άλλο Χιονάτη κι άλλο Σταχτοπούτα στο χορό του πρίγκιπα. Σατέν, τούλια, χάντρες, πούλιες κι οτιδήποτε λαμπιρίζον έγινε ρούχο τους και συμπληρώθηκε με τα αμέτρητα πλεξιδάκια στο κεφάλι και τα πολύχρωμα κι αμέτρητα επίσης τσιμπιδάκια. Τα αγοράκια φορούσαν όλα τις καλές τους κελεμπίες κι ένα μαύρο κεντητό γιλέκο από πάνω. Τύφλα νάχει το καρναβάλι του Ρίο-που δεν έχει Αντίρριο-.


Το μεσημέρι αυτής της μέρας μετά από ένα ελεύθερο πρωινό για περιήγηση στα λιγοστά μαγαζάκια, πήγαμε για φαγητό στο σπίτι του Βεδουίνου ξεναγού. Σε ένα δωμάτιο άδειο από έπιπλα, στρωμένο με κιλίμια, και δυο στενόμακρα πολύ χαμηλά τραπέζια, πήραμε το γεύμα μας, καθισμένοι οκλαδόν γύρω γύρω. Μπουτάκια κοτόπουλου, τοπικό ρύζι, μπάμιες με συκωτάκια πουλιών, λίγα τουρσιά, αγκινάρες, χούμους. Μετά το φαγητό, απαραίτητα το τσάι μας, σε μικρά κρασοπότηρα. Ακολούθησε η φυγή προς την έρημο.

Λίγα μέτρα έξω από το χωριό, τα τρία τζιπ που επιβιβάστηκε η παρέα σταμάτησαν να αφαιρέσουν αέρα από τα λάστιχα, να μπορούν να κινηθούν ευκολότερα στην άμμο. Λίγο μετά τις δύο, είδαμε τι θα πει έρημος. Έρημο κάθε λεξιλόγιο για να περιγράψει αυτό που μας περίμενε. Μπεζ της άμμου, γαλάζιο του ουρανού. Τίποτα άλλο. Το χτεσινοβραδινό αεράκι είχε σβήσει όλα τα ίχνη της προηγούμενης μέρας κι είχε αφήσει τα δικά του σαν κύματα πάνω στη άμμο. Βουνά άμμου δεξιά κι αριστερά, να παίζουν με τις σκιές τα χρώματα, υψώματα μεγάλα και κατηφοριές απότομες όπου βουτούσαν τα τζιπ ένα ένα κάθετα, σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο. Φωνές και γέλια, σαν να μας πήγαμε εκδρομή στο ρώσικο τρενάκι του λούνα παρκ, μια ντουζίνα μαντράχαλοι, μια ντουζίνα παιδιά αφυπνισμένα, που κυλίστηκαν στην άμμο, παίξανε με τα νερά των πηγών, φωτογράφισαν, φωτογραφήθηκαν, μάζεψαν απολιθωμένα κοχύλια-ναι, κάποτε εδώ ήταν θάλασσα-, είδαν τον ήλιο να πνίγεται στην πορτοκαλί πια άμμο, τη νύχτα να έρχεται, τα αστέρια και οι γαλαξίες να δίνουν παρόν, άλλα να πέφτουν κουρασμένα από το στερέωμα. Και τα παιδιά να επαναλαμβάνουν συνεχώς την ίδια λέξη. «Απίστευτο! »

Κατασκηνώσαμε στις παρυφές ενός αμμόλοφου. Τα τρία θεόρατα τζιπ, σχημάτισαν ένα πι κι εκεί ανάμεσα στρώθηκαν οι κουρελούδες και οι κουβέρτες όπου κοιμηθήκαμε μετρώντας τ’ άστρα και ξυπνήσαμε το άλλο πρωί με τη διαπίστωση ότι είμαστε πολλοί μικροί ακόμα για να μπορέσουμε να μετρήσουμε όλα αυτά που είδαμε. Εκεί που το βράδυ ανάψαμε φωτιά για να μαγειρέψουμε μια σούπα από λαχανικά και ρύζι πιλάφι και σαλάτες,εκεί γύρω φάγαμε, εκεί χορέψαμε τραγουδώντας, εκεί ψήσαμε το πρωί το τσάι μας. Τσάι στη Σαχάρα, χωρίς καμιά υπερβολή. Μόνοι μια χούφτα άνθρωποι, σε ένα απέραντο τοπίο άμμου κι ουρανού, απειροελάχιστοι κοντορεβιθούληδες εκστασιασμένοι. Δεν μπορεί. Υπάρχει θεός.
Ποια τύχη θα μπορούσε να το δημιουργήσει όλο αυτό. . . . Η πίστη που πάντα σώζει τον άνθρωπο από το ακατάληπτο. Μια τελευταία βόλτα με τα τζιπ το πρωί κι επιστροφή στην όαση, με αχόρταστα τα μάτια και μαγεμένο το μυαλό από τα ξωτικά της ερήμου, να υπόσχεται στο σώμα πως θα επαναλάβει τα ίδια βήματα το συντομότερο.
Οι πηγές της Κλεοπάτρας, το ιερό του Άμμωνα Δία που είχε επισκεφτεί κι ο Μεγαλέξανδρος, κάτι ρωμαϊκά κοιμητήρια, μια άλλη ερειπωμένη πόλη που είδαμε στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν πια το θαυμασμό μας. Τα μάγια της ερήμου παρέμειναν άλυτα.
Ο δρόμος της επιστροφής μας φάνηκε ατέλειωτος. Πώς να κουβαλήσεις τόσες βαριές καρδιές επτακόσια τόσα χιλιόμετρα; Το γαλάζιο της Μεσογείου που κουνιόταν να μας δείξει τη δική της σαγήνη, ευχάριστο αλλά λίγο. Κι εκεί κοντά στα μεσάνυχτα, βρεθήκαμε στο μποτιλιάρισμα της επιστροφής, περιπλανώμενοι μιάμιση ώρα μες στην πόλη με βηματισμό χελώνας , προσπαθώντας να αποτινάξουμε από το μυαλό μας την μαγική άμμο που όταν πας να την πιάσεις γλιστράει μέσα από τις χούφτες σου κι όταν δεν τη θέλεις κολλάει επάνω σου, γιορτινό πουκάμισο. «. . . το τραγούδι της ερήμου που θα μ’ ακολουθεί. …»