Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--Α' μέρος

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

ΜΕΡΟΣ Α’

«Χιόνια στο καμπαναριό που Χριστούγεννα σημαίνουν. . .». Ούτε χιόνια εδώ, ούτε καμπαναριό, ούτε Χριστούγεννα. Όλα τα άλλα που φέρνει στη μνήμη το γιορτινό τραγούδι όμως, ίδια. Οι θρησκευτικοί ηγέτες παρακολουθώντας τη σελήνη στον ουρανό, την ακριβή στιγμή της νέας φάσης της, αποφασίζουν τέλος στο ραμαζάνι και στη νηστεία. Κάτι που δεν ισχύει για τις ίδιες μέρες σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο. Ανάλογα με το φεγγάρι που βλέπει ο καθένας από τον τόπο του.
Το τετραήμερο της γιορτής του Αϊντ, κάτι σαν τα δικά μας Χριστούγεννα, άρχισε σήμερα. Με βρήκε το πρωί στις 7. 30, να περιμένω στο δρόμο-σε έναν πρωτοφανώς απελπιστικά άδειο δρόμο- με μια παρέα φίλων το μίνι μπας που θα μας πάει στην όαση της Σίβας ή της Σίουα όπως τη λένε εδώ. Το ραντεβού απεδείχθη εντελώς αραβικό. Ο οδηγός ήρθε τελικά μετά από πολλά τηλεφωνήματα και νεύρα μετά από μία ώρα. Ευτυχώς το λεωφορειάκι ήταν ολοκαίνουργιο, έντεκα θέσεων και ξεκίνησε με έξι χαρούμενους επιβάτες.

Πρώτη στάση λίγο μόλις έξω από το Κάιρο, σε ένα καφέ της εθνικής οδού Κάιρο-Αλεξάνδρεια. Μόνο που περιέργως ήταν ασυγκρίτως καλύτερο και καθαρότερο από τα ανάλογα της Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Με το πιο νόστιμο καπουτσίνο που ήπια εδώ. Καλός οιωνός. Το λίγο έξω από το Κάιρο εννοείται όμως μόνο ως χωροθέτηση. Γιατί για να φτάσουμε ως εκεί χρειάστηκε να διανύσουμε δεκάδες χιλιόμετρα πόλης και μία ακόμα ώρα καθώς με την αργοπορία του οδηγού είχε αρχίσει ήδη η κίνηση του εορταστικού τετραήμερου. Κάτι ανάλογο με την άτακτη φυγή των αθηναίων.

Δεύτερη στάση μετά από περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα στη μέση ενός ερημικού τοπίου. Απέραντη ακαλλιέργητη έκταση με κάποια σκίνα ατάκτως ειρημένα. όπου και να έστρεφες το μάτι περίπου ίδιο το τοπίο. Πέτρες, σκίνα και σκουπίδια στις παρυφές του δρόμου.

Μετά από ακόμα τόσα χιλιόμετρα, διανύοντας ουσιαστικά μετά από κάποιο σημείο έναν δρόμο παράλληλο των ακτογραμμών της Μεσογείου, καταφέραμε να κλέβουμε ματιές στη θάλασσα όσο μας επέτρεπε η άναρχη και πυκνή δόμηση κατά μήκος των ακτών. Τρίτη στάση μας, στο Ελ Αλαμέιν, σε ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα πλάι στη θάλασσα. Και τι θάλασσα! Γαλαζοπράσινη με λευκή άμμο και απέραντες αμμουδιές. Εκτός τουριστικής σαιζόν η εποχή, άδεια η παραλία με τις ψάθινες ομπρέλες παραδομένες στην αύρα. Δεν μπορούσε η ψυχή παρά να αναφωνήσει «Θάλαττα! Θάλαττα». Καλά τα μεγάλα ποτάμια που διασχίζουν τις πόλεις αλλά η ομορφιά εν προκειμένω ανάλογη του μεγέθους. Ποιος Νείλος μπορεί να συγκριθεί με τη Μεσόγειο και μάλιστα στα καλύτερα της; Παίξαμε με την άμμο, χαϊδέψαμε το νερό, φάγαμε ψαράκι ψητό και ξαναφορτωθήκαμε στο λεωφορειάκι για να συνεχίσουμε να φανταζόμαστε τη θάλασσα πίσω από τα κτήρια, για αρκετά χιλιόμετρα ακόμη, όσο προχωρούσαμε παράλληλα στη μεσόγειο. Όταν πια τα σπίτια τέλειωσαν, τέλειωσε κι η θάλασσα σε μια αριστερή στροφή. Χώμα, πετρούλες και χώμα μόνο, με ακόμα πιο αραιά σκίνα, μέχρι που κάθε βλάστηση χάθηκε τελείως.

Σε ένα τέτοιο τοπίο που διέσχιζε μια καλοσυντηρημένη άσφαλτος, έγινε η τέταρτη στάση για να βάλουμε βενζίνη και λίγο αέρα στα λάστιχα, μιας και δεν υπήρχε πια άλλο βενζινάδικο στο δρόμο μας και θέλαμε τουλάχιστον τριακόσια χιλιόμετρα ακόμα. Δυο τρία μαγαζάκια της συμφοράς, καμιά πενηνταριά άντρες, με κελεμπία ντυμένοι και με χαρακτηριστικά άγρια από τον ήλιο, μια ιδιαίτερη ομορφιά κάποιοι από αυτούς. Η βερβέρικη φυλή, ξεχωρίζει από τους φαραωνίτες. Και είμαστε πια στα μέρη τους. Στις αρχές του άγριου ερημικού τοπίου που θύμιζε περισσότερο τοπίο σεληνιακό κι όχι αυτό που μας έρχεται στο νού όταν λέμε «έρημος».

Στην Πέμπτη στάση πια νιώθαμε ότι περπατάμε στο φεγγάρι ή στην άγρια δύση, σε επίπεδη όμως μορφή. Ούτε βουνά, ούτε καν ένα λοφάκι. Το μόνο που εξείχε το μικρό καφενεδάκι που καθίσαμε για τσάι. Τσάι στο πουθενά. Σε ένα χάλασμα να το πώ; Ερείπιο; Όπως και να το πω με τούβλα ήταν πάντως χτισμένο. Με καρέκλες σαν από μπαμπού αλλά όχι ακριβώς κι ένα ραδιοφωνάκι της συμφοράς, συνδεμένο πρόχειρα με μπαταρία αυτοκινήτου, να παίζει μουσική. Κόντεψε να μας καθίσει το τσάι στο λαιμό, όταν κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο νεαρούς που έψαχνε να βρει άλλο σταθμό στο ραδιοφωνάκι, συντονίστηκε κάπου που του άρεσε και το άφησε. Μας άφησε και μας άναυδους να ακούμε, εκεί στο πουθενά, «θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί» εν μέσω πολλών παράσιτων μεν, αλλά καθαρά δε. Για οφθαλμαπάτες στη έρημο κάτι είχαμε ακούσει. Για ακουστικές απάτες όμως δεν μας μίλησε κανείς. Και ναι, δεν ήταν απάτη. Ήταν η φωνή του Χριστάκη. Δεν θέλαμε κι εμείς πολύ για να αρχίσουμε να σιγοντάρουμε εν χορώ και να χορεύουμε ζεϊμπέκικο της ερήμου, κυριολεκτικά. Χάθηκε κάποια στιγμή το σήμα, τέρμα οι χοροί και τα τραγούδια. Ψάχνει ο άναυδος ταλαίπωρος άλλο σταθμό και ξαφνικά δεύτερο «γκλουπ!». Συνομιλία δημοσιογράφου με τοπικό στέλεχος από κάποιο ραδιόφωνο της Κρήτης. Παράλογοοοο! ! ! Δεν απαντά κανείς. Άρα λογικό. Και βέβαια λογικό. Βρισκόμαστε περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μέσα από την ακτή σε ένα εντελώς επίπεδο τοπίο λίγο νοτιότερα της Κρήτης. Ότι πρέπει για τα ραδιοφωνικά κύματα να ρθούνε και να σκάσουνε στα αυτιά μας. Αφού ήπιαμε το τσάι, χαζέψαμε το ηλιοβασίλεμα, σαν να θάβεται ο ήλιος στο χώμα και ξεκινήσαμε μες στο σούρουπο για το υπόλοιπο των εκατόν πενήντα χιλιομέτρων που θα μας έβγαζε στη Σίουα,ναι, ναι, τη Σίβα, μια όαση, τριάντα χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Λιβύη.

Καθώς νύχτωνε, το μόνο που φαινόνταν πια ήταν η ασφαλτος που φωτιζότανε από τους προβολείς. Πολύ αραιά μπορεί και τα φώτα κάποιου αυτοκίνητου που εγκατέλειπε την όαση. Όταν συναντήσαμε τους πρώτους φοίνικες, συναντήσαμε και κάποιους στρατιώτες στην άκρη του δρόμου και αμέσως μετά, φως στο τούνελ, στο σκοτάδι ήθελα να πω. Τα φώτα της όασης έλαμπαν σαν μικρά επίγεια αστέρια. Μπήκαμε σε ένα χωριό, σαν εγκαταλειμμένο από θεούς και ανθρώπους, με δρόμους από χώμα που ίσως στρώθηκαν κάποτε από άσφαλτο αλλά στο μεταξύ είχαν χαλάσει.Όταν πια είδαμε τους πρώτους Βερβερίνους να σέρνουν τις άσπρες τους κελεμπίες πλησιάζαμε στην πλατεία του χωριού , την οποία διασχίσαμε κάθετα και μπαίνοντας σε ένα στενό δρόμο, σταματήσαμε εκατό μέτρα πιο πέρα, μπροστά στο ξενοδοχείο που θα μέναμε, ένα συγκρότημα από μικρά σπιτάκια-δωμάτια μέσα σε ένα φοινικόδασος, με στενούς διαδρόμους ανάμεσό τους. Τα λίγα φώτα και οι σκιές έφτιαχναν να φαίνεται πραγματικός παράδεισος το oasis paradise.Μόλις επτακόσια πενήντα περίπου χιλιόμετρα από το Κάιρο.