Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 14- Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Παρασκευή 14- Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Επέστρεψα λοιπόν. Αυτό δήλωνε η σφραγίδα στο διαβατήριο τουλάχιστον. Ξημερώματα Παρασκευής περπατάω στους γυαλισμένους γρανίτες του Ελ. Βενιζέλος. Στην ίδια γυαλάδα που πριν 20 ημέρες περίπου έπεφτε το αίμα μου πίσσα. Γύρισα να δω τα ίχνη που άφησα τουτη τη φορά. Τίποτα δεν λέρωσε το πάτωμα. Δεν κυλάει το παγωμένο αίμα. Δεν είμαι χαρούμενος. Ίσως δεν είμαι ούτε λυπημένος. Απλά «είμαι». Κοιτάω γύρω μου κι όλος αυτός ο . . . πολιτισμός μου φαίνεται χρυσό κλουβί. Πώς θα μπορούσα να νιωθω όταν επιστρέφω στο κλουβί από το οποίο κατάφερα με κόπο να δραπετεύσω. Κι ας είναι για λίγες μέρες μόνο. Η ασφάλεια του γνωστού καθησυχαστική. Αυτό μόνο. Καμια νοσταλγία για τον κόσμο γύρω μου. Ίσως μάλιστα και μια μελαγχολία γα τη ζωή που έφυγε εδώ με την αυταπάτη ότι ζω το μύθο μου.

Επέστρεψα. Στο σπίτι μου στην Αθήνα. Το βρήκα όμορφο. Με εκείνη την κρύα ομορφιά που δημιουργεί αποστάσεις. Λίγες ώρες μόνο, ίσα που πρόλαβα να δω μια φίλη πριν φύγω με το τρένο για Θεσσαλονίκη. Αυτό που κρατάω, η έλπληξη της. Η προηγούμενη φορά που ειδωθήκαμε ήταν στο αεροδρόμιο, πριν φύγω. Μα αυτήν την φορά ήταν σαν να συναντηθήκανε δυο άλλοι άνθρωποι. Αν έβαζα τις δυο αυτές εικόνες δίπλα δίπλα, η μία θα ήταν αρνητικό της άλλης.

Επέστρεψα.Στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη. Η αγκαλιά της αδερφής μου μια υπόσχεση. Ένας λόγος για να επιστρέφω. Μιλάω ακατάπαυστα. Όπως κάνουν όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι όταν προσπαθούν με λόγια να περιγράψουν τη χαρά τους. Είχα καιρό να το νιώσω έτσι. είχαν καιρό να με δούνε έτσι. Κι αυτό γίνεται αντιλητπό εκατέρωθεν.

Επέστρεψα. Στον τάφο του πατέρα μου. Έκλαψα που δεν θα μάθει ποτέ πόσο καλά νιώθω επιτέλους. Που δεν θα δει το καινούργιο μου σπίτι. Του τα είπα όλα. Μου χαμογέλαγε από την φωτογραφία στην πορσελάνη. Κι έψαχνα ένα σημάδι στη φλόγα του καντηλιού, ένα τρεμοπαίξιμο, μια κουβέντα του. Ότι δεν μπόρεσα να δω, το φαντάστηκα. Μου χαμογέλαγε. Όλα καλά.

Επέστρεψα. Στη μητέρα μου. Ήρθε να με πάρει από τη στάση του τρένου. Με αγκάλιασε από μακριά με τα μάτια της. Η μυρωδιά των μαλλιών της όπως την αγκάλιαζα από κοντά, ο μυροβλήτης προορισμός μου. Οι μάνες πάντα ξέρουν. Η δική μου ήξερε τώρα πως ήταν άδικοι οι φόβοι της. Ανυπομονεί πια να έρθει στην Αίγυπτο να δει γιατί λάμπουν έτσι τα μάτια μου. Ησύχασε. Ησύχασα.

Επέστρεψα. Στους φίλους μου. Σαν στρατιώτης που γυρίζει νικητής από τη μάχη. Αυτή η επιστροφή με ξανάστειλε πίσω στην Αίγυπτο Τρίτη βράδυ ξημερώματα Τετάρτης, χαρούμενο για την αναχώρηση. Κάποιες σχέσεις θέλουν χρόνο να πάρουν μια ανάσα και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Ή κουρασμένες πια στον ίδιο δρόμο χρόνια, να αλλάξουν δρόμο. Φεύγω κι αφήνω το χρόνο ελεύθερο. Ιδιοτροπία μου ίσως να περίμενα αλλιώς αυτην τη συνάντηση. Ένιωσα σαν να μην μπορούσαν να συμετέχουν στη χαρά μου. Σαν να με προτιμούσαν περιφερόμενη μιζέρια. Ίσως πάλι να υπερβάλλω. Θα δείξει.

Επέστρεψα. Στο Κάιρο. Με ανυπομονησία για όσα με περιμένουν. Με ανακούφιση για όσα απέφυγα. Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες δεν τους φοβάμαι πια. Δεν τους κουβαλάω μέσα μου. Κι η απαλλαγή αυτού του βάρους, δίνει φτερά στο όνειρο. Σ' αυτές τις εκλογές,ψήφισα το φεγγάρι του Καϊρου και βγήκε αυτοδύναμο.