Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Δυο βαλίτσες στη σχάρα στον ουρανό του ταξί κι αφήνω πίσω μου το ξενοδοχείο.Λίγο πριν φύγω στο σαλόνι του ξενοδοχείου, ένα τηλεφώνημα προδίδει την καταγωγή μου αφού είμαι αναγκασμένος να μιλάω δυνατά για να με ακούνε. έγινε αιτία να με χαιρετήσουν δυο Κύπριοι, να γνωριστούμε και να βρεθώ καλεσμένος στο Φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου που γίνεται στο Κάιρο με συμμετοχές από πολλές χώρες του κόσμου. Σκηνοθέτες οι καινούργιοι φίλοι, η Κυπριακή συμμετοχή στο φεστιβάλ, με «το ημερολόγιο ενός τρελού». Η Ελλάδα συμμετέχει με δύο αποστολές που θα παρουσιάσουν τις Τρωαδίτισσες του Ευριπίδη και τον Οιδίποδα. Διασχίζοντας λοιπόν με το ταξί την πόλη, ένα τηλεφώνημα διακόπτει την κουβεντούλα που έπιασα με τον οδηγό για εξάσκηση στα αραβικά. Ο Γιώργος, ένας φίλος από τα πολύ παλιά, στο τηλέφωνο μου εξηγεί πως είναι ο συνθέτης της μουσικής στην κυπριακή παράσταση και μου δείχνει το μέγεθος του κόσμου και την παράξενη σημασία των συμπτώσεων. Έχουμε να μιλήσουμε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια και ξαναβρισκόμαστε κάτω από συνωμοτικές περιστάσεις αλλεπάλληλων συμπτώσεων στην Αίγυπτο. Θα βρεθούμε σίγουρα.
Το ταξί με αφήνει μπροστά στο σπίτι. Οι θυρωροί παίρνουν τις βαλίτσες να τις ανεβάσουν στο διαμέρισμα. κοιτώντας κανείς την πολυκατοικία από έξω θυμίζει εργατικές κατοικίες στην Ελλάδα του 1970. Δεκαόροφο κτίριο που το τελευταίο πράγμα για το οποίο θα μπορούσε να καυχηθεί είναι η καθαριότητα του. Στην ουσία μία πολυκατοικία εσωτερικά χωρισμένη σε δύο, με δύο ασανσέρ αλλά κοινή είσοδο και φύλακες θυρωρούς ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Μπαίνω στο σπίτι και με καλωσορίζω αφού βέβαια έχουν φύγει οι θυρωροί. Θα με περνούσαν για τρελό. Εδώ που τα λέμε δεν ξέρω αν και πόσο άδικο θα είχαν. Μεταφέρω τις βαλίτσες στην κρεβατοκάμαρα και κάνω βόλτες στα εκατόν εξήντα τετραγωνικά από δωμάτιο σε δωμάτιο, προσπαθώντας να εξερευνήσω τον χώρο, να τον συνηθίσω, να μετρήσω τα βήματα, να μάθω σιγά σιγά να τον περπατάω στα τυφλά, όπως καθένας περπατάει στο σπίτι του. Κοιτάζω τις βαριές κουρτίνες με τα ριντό, χαμογελάω ακόμα μια φορά με την ολόχρυσή σκαλιστή βιτρίνα και τους ασορτί καθρέφτες της εισόδου. Δεν έχω καμιά σχέση με το σκηνικό αλλά με τίποτα δεν μου χαλάει τη διάθεση. Αντίθετα ανυπομονώ να έρθουν οι φίλοι από Ελλάδα να γελάσουμε μαζί με την τόση γκλαμουριά.
Το απόγευμα παρουσιάζομαι στο πολιτιστικό κέντρο. Ενημερώνομαι για τις συνθήκες εργασίας, τις δυνατότητες του και τις αδυναμίες του, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του. Οι συνάδελφοι συνεργάσιμοι, ο χώρος φορτωμένος μνήμες ελληνικές, τα έπιπλα βουβά αν και θα λαχταρούσα να αφουγκραστώ τη φλυαρία τους.
Το βράδυ μια βόλτα στην αγορά. Σεντόνια, πετσέτες, είδη καθαριότητας. Αύριο Θα έρθει να μου καθαρίσει το σπίτι ο Χαμάντα που δουλεύει χρόνια στην ελληνική κοινότητα και είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης. Μια μπουκιά άνθρωπος, αδύνατος με φαφούτικο χαμόγελο. Παίρνω τηλέφωνο στη μητέρα μου λίγο πριν τα μεσάνυχτα και της λέω ότι είμαι στο σούπερ μάρκετ. Η αγορά εδώ κλείνει στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Μπορείς δηλαδή μιάμιση η ώρα το βράδυ να διαλέγεις παπούτσια, ρούχα, έπιπλα κι ότι άλλο βάλει ο νους σου. Δεν συνηθίζεται εύκολα αυτό τα ωράριο. Γεμίζω τέσσερεις τσάντες με διάφορα είδη πρώτης ανάγκης. άλλες τόσες η Φανή. Δεν έχουμε όρεξη να γυρίσουμε σπίτι όμως. Δίνουμε την διεύθυνση στον υπάλληλο του καταστήματος και μισό ευρώ για να πάει αυτός τα ψώνια στο σπίτι και να τα αφήσει στο θυρωρό. Εμείς πάμε για φαγητό σε μια πιτσαρία απέναντι. Τρεις η ώρα το βράδυ επιστρέφουμε κι ο θυρωρός μας ανεβάζει τα ψώνια στο σπίτι. Άλλα ήθη, άλλα έθιμα.
Μια χαρά τα βρίσκω. Θα με κακομάθουν εδώ και πώς γυρνά κανείς μετά στην μαμά πατρίδα.