Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Αποφράδα ημέρα που θα ήθελα να μην καταγραφεί. Δεν αντέχεται ούτε σαν επανάληψη με λέξεις.Ένα στιχάκι θα υπονοήσει γι' αυτήν όσα η μνήμη αρνείται να θυμηθεί. Ουδέν άλλο σχόλιο.

ΤΑ ΞΥΡΑΦΙΑ


Και βγήκε πάλι ο καιρός με τα ξυράφια
να ‘βρει ένα σώμα ή μια μνήμη να χαράξει
κι όπως περπάταγα ανάμεσα στ’ αγκάθια
έστειλε να ’ρθει μια Στιγμή να με φωνάξει.

Κοίταξα πίσω μου και μέσα μου και γύρω
να δω ποιο λάθος κουβαλώ χωρίς να ξέρω
ποια νύχτα μ’ άφησε επάνω της να γείρω
και σαν φεγγάρι στη ζωή μου ανατέλλω.

Είδα το φάντασμα του κόσμου να γελάει
κι εγώ συνέχισα να μην καταλαβαίνω
αυτός ο δρόμος που πορεύομαι πού πάει
και τι θα΄ ρθεί, εκεί που δεν το περιμένω.

Και ήρθε δίπλα ο καιρός με τα ξυράφια
το αίμα άρχιζε στο πάτωμα να στάζει
σαν τριαντάφυλλο που κράτησε τ’ αγκάθια
κι όλα τα φύλλα στον αέρα τα μοιράζει.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου-Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου-Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Το ραμαζάνι είχε αρχίσει δυο μέρες πριν φύγω στην Ελλάδα. Δεν είχα προλάβει να καταλάβω. Σ’ αυτό το διάστημα όμως μετά την επιστροφή μου, κατάλαβα.Απο την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, δεν πίνει-ούτε νερό-, δεν καπνίζει, δεν τρώει κανένας. Αποχή από το σεξ όλο το 24ωρο, όλη τη διάρκεια της νηστείας. Τα μάτια προσποιούνται αδιαφορία, τα χείλη προσποιούνται δροσιά, τα σώματα προσποιούνται ασκητική. Τα παραδοσιακά καφενεία έχουν βάψει τα τζάμια με άσπρη μπογιά, ώστε την ημέρα όλο και κάποιοι κρυμμένοι εκεί μέσα να κάνουν τον αργιλέ τους και να πίνουν το τσαγάκι τους. Στο μετρό συναντάω καθημερινά ανθρώπους όλων των ηλικιών με ένα Κοράνι στα χέρια να σιγοψιθυρίζουν τα λόγια του. Βιβλιαράκια σε όλες τις μορφές. Μικρά, μεγάλα, δερμάτινα κι άλλα σε ειδικές θήκες με φερμουάρ.
Οι ρυθμοί της πόλης έχουν αλλάξει. Τα πρωινά αργούν ν ανοίξουν τα μαγαζιά. Τα βράδια κλείνουν πάλι πολύ αργά. Η νύχτα και η ημέρα άλλαξαν θέσεις.
Λίγο πριν τη δύση του ηλίου γεμίζουν πεζόδρομοι και πεζοδρόμια με τραπέζια, όπου κάθονται όλοι γύρω γύρω με το φαγητό σερβιρισμένο ήδη και περιμένουν τη δύση του ήλιου και το κάλεσμα του μουεζίνη να πέσουν λυσσασμένοι πάνω στα φαγητά. Λίγο πριν τη δύση τίποτα δεν κινείται στην πόλη σχεδόν. Μαρμαρωμένοι όλοι περιμένουν το κάλεσμα. Όσοι δεν μπορούν ν αφήσουν τα καταστήματα τους στρώνουν κατάχαμα τα καλούδια τους και περιμένουν εκεί τη μαγική λέξη που βάζει φωτά στα πιρούνια. Αργά το βράδυ πάλι, μετά τις τρεις κι ως το ξημέρωμα βλέπεις συνεχώς ανθρώπους να τρώνε παντού, για να αντέξουν τη δωδεκάωρη καθημερινή νηστεία. Μια στιγμή είδα μια γυναίκα να λιγοθυμάει στο δρόμο και να προσπαθούν να τη συνεφέρουν χωρίς νερό. (ίσως να ήταν μεμονωμένο περιστατικό). Τις ώρες της προσευχής και ειδικά Παρασκευή πρωί, οι δρόμοι στρώνονται με χαλιά όπου όλοι γονατίζουν και προσεύχονται χτυπώντας το κούτελο στο πάτωμα. (Οι πιο θρησκευόμενοι έχουν εκ τούτου μια μελανιά στο δόξα πατρί κι αναγνωρίζονται εύκολα) Δεν τολμώ να κάνω συγκρίσεις με το γνωστό μου τελετουργικό και τη συμμετοχή του κόσμου. Οι άνθρωποι εδώ είναι παραδομένοι.
Τα σπίτια είναι στολισμένα με πολύχρωμα φανάρια στη θέση των χριστουγεννιάτικων δέντρων. Οι χριστουγεννιάτικες χρυσαφιές γιρλάντες στολίζουν βιτρίνες. Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους να αγοράζει γιορτινά ρούχα. Πατείς με πατώ σε, πάντα μετά τις επτά. Σε κάθε αγορά γίνεται το αδιαχώρητο όπως στην Ερμού, στα Τζάμπο και στη Βαρβάκειο τις παραμονές Χριστουγέννων. Στους δρόμους παντού το αδιαχώρητο. Κι όσο πλησιάζει η τετραήμερη γιορτή-αργία του Αϊντ, τόσο περισσότερη λύσσα για ψώνια. Στα τουριστικά θέρετρα, έχουν ήδη κανονιστεί οι διακοπές με κυριότερη προτίμηση τα παραθαλάσσια της Ερυθράς θάλασσας, το Ασσουάν και το Λούξορ.
Κοντά στους ντόπιους μουσουλμάνους και οι κόπτες χριστιανοί, όπως και οι ξένοι, αποφεύγουν να καπνίζουν, να πίνουν, να τρώνε δημόσια κατά τη διάρκεια της ημέρας
για το μη εισενέγκεις αυτούς εις πειρασμόν. Και οι μέρες προετοιμασίας της γιορτής περνούν ξώφαλτσα από γύρω μου, με ένα υποχθόνιο χαμόγελο για τις ζαβολιές που γίνονται αναμφιβόλως αλλά δεν ομολογούνται.