Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Τετάρτη 29 Αυγούστου-Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 29 Αυγούστου-Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Το σπίτι το νοίκιασα αλλά και το ξενοδοχείο ήταν πληρωμένο για 10 μέρες. Συνεχίζω να κοιμάμαι στο ξενοδοχείο γιατί είναι δίπλα στο Νείλο. Έτσι κι αλλιώς έχω χρόνο για το σπίτι. Το παγωμένο δωμάτιο ζέστανε πια και οι άνθρωποι φαίνονται πιο συμπαθητικοί. Ξυπνάω τα πρωινά ανυπόμονος, να πιω τον καφέ μου και να πάω προς Ηλιούπολη, να συναντήσω φίλους, να δείξω το σπίτι και να καμαρώσω σαν γύφτικο σκεπάρνι θαρρείς κι έκανα κανένα κατόρθωμα. ξέρω μέσα μου ότι έχω ανάγκη τα βλέμματα θαυμασμού, τα λόγια για την τύχη μου. Λειτουργούν σαν τονωτικές ενέσεις στην τόσο ταλαιπωρημένη αυτοπεποίθηση μου. Έχω μάθει να χρειάζομαι την έξωθεν καλή μαρτυρία, έχω ανάγκη την επιβεβαίωση να λειτουργήσουν σαν θετικές απαντήσεις στο βασανιστικό ερώτημα. «Έκανα καλά που ήρθα;» Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πώς άλλαξε η διάθεση κι ακόμα σπίθες φόβου διατηρούν ενεργές εστίες φωτιάς στο στήθος μου. Είμαι τυχερός. Πρέπει να το πιστέψω. Να λειτουργήσει η πίστη αυτή ως πυρόσβεση. Και στα καμένα μέσα μου να βλαστήσει ο καινούργιος σπόρος, να ανθίσει αυτό το καινούργιο που λαχτάρισα, να διαψεύσω τον ποιητή. Όχι , δεν χάλασε η ζωή μου σ’ όλη τη γη. Να αποχαιρετήσω την Αλεξάνδρεια που έχασα, για μιαν πόλη άλλη, καλύτερη, κι αν τελικά πτωχική τη βρω, να μου μείνει το ωραίο ταξίδι.
Τετάρτη βράδυ, μια καινούργια φίλη παντρεμένη χρόνια με Αιγύπτιο, περνάει να με πάρει με μια μαύρη μερσεντές κομπρέσορ, για μια συνάντηση στο ρουφ γκάρντεν του Nile Hilton με έναν γνωστό αιγυπτιώτη, με μια ρίζα ελληνική, συνθέτη. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο για την πόλη αυτή να κυκλοφορείς με τέτοιο αυτοκίνητο. Όχι ότι δεν υπάρχουν. Αλλά όσοι τα έχουν ανήκουν στην πολλή μικρή μειοψηφία. Να μου ανοίγουν τις πόρτες οι θυρωροί των ξενοδοχείων με υπόκλιση, και να υποδέχονται η μία υπόκλιση την άλλη, εντάξει, δεν είναι δα και κάτι πού έχω ζήσει. Το καταγράφω ως εμπειρία πρωτόγνωρη. Ούτε για να παινευτώ που το έζησα. Ούτε γιατί πρέπει να ντρέπομαι κιόλας που είναι πρωτόγνωρο.
Δεν συνήθισα να τρώω στην ταράτσα της Μεγάλης Βρετανίας με θέα την πλατεία Συντάγματος και την Ακρόπολη. Κι εδώ η θέα του Νείλου και της πόλης ολόκληρης που απλώνεται όσο φτάνει το μάτι είναι υπέροχη. Η είσοδος είναι αλά καρτ αλλά πρέπει να έχεις κλείσει τραπέζι από προηγούμενη μέρα. Περιλαμβάνει ποτό και φαγητό σε ένα από τα πιο όμορφα μπαρ ρεστοράν του Καϊρου με ευρωπαϊκή πολυτέλεια και ζωντανή μουσική, με τραγούδια σε έξι γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική. Κι όλα αυτά δεν κοστίζουν καλά καλά ούτε δέκα ευρώ το άτομο. Μια μερίδα γύρο με μια σαλάτα σε μια ψησταριά της γειτονιάς περισσότερο μου κόστιζε. Καλή η ψησταριά αλλά ακόμα καλύτερα να μπορείς να επιλέγεις βάσει αισθητικής το μέρος που θα φας κι όχι βάσει πορτοφολιού. Εδώ λοιπόν αισθάνομαι ξαφνικά όπως φαντάζομαι ότι αισθάνονται οι εφοπλιστές στη Ελλάδα. Όταν θέλω, τρώω ό,τι θέλω, όπου θέλω χωρίς άγχος. Κι αυτή η ελευθερία δεν αφήνει να ανθίσει η μιζέρια. Θα μου πεις βέβαια ότι τη μιζέρια είναι να μην την κουβαλάς μέσα σου. Πολλές φορές όμως είναι επίκτητη, υπαγορευμένη από τις συνθήκες. Αν επέλεγα να αποσπαστώ εις Παρισίους για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να πάω με την ίδια ευκολία στο καρτιέ και στο μουλέν ρουζ. Με σάντουιτς και πίτσα θα την έβγαζα. Εδώ πάλι αν επιλέξω να φάω πίτσα Hut με τρία ευρώ θα σκάσω.
Έτσι περίπου περνάνε οι μέρες, από τους κήπους του Marriot,από πλωτά εστιατόρια, παραποτάμια καφέ, ευρωπαϊκού επιπέδου εστιατόρια, ταξί, φιλοδωρήματα, τσιγάρα. Το πρωί που αφήνω το ξενοδοχείο διαπιστώνω ότι σε δέκα μέρες έχω ξοδέψει μόλις διακόσια ευρώ. Διόλου άσχημη διαπίστωση. Έχω μέλλον εδώ. Και να που μ’ αρέσει.