Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2000 κι επτά

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2000 κι επτά

Θυμάμαι τον πατέρα μου, όταν τελειώνει αυτός ο μήνας θα είναι δυο χρόνια που μου λείπει, που γυρνούσε πολλές φορές από την οικοδομή που δούλευε, με νύχια μαυρισμένα από μια αστοχία του σφυριού. Έτσι μαύρες οι σκέψεις ξυπνήσανε από τα σφυροκοπήματα της χτεσινής μέρας. Ανάληψη υπηρεσίας στο κτίριο που στεγάζεται το ελληνικό προξενείο, στο Down Town της πόλης. Έτσι είναι τ’ όνομα της περιοχής και όχι σχήμα λόγου. Η Φανή φρόντισε να με προετοιμάσει να μην τρομάξω από τη βρωμιά είπε, των δρόμων και των κτηρίων. Πήρα ένα βρώμικο ταξί, φόρεσα κι ένα βρώμικο χαμόγελο και παρουσιάστηκα αργά το μεσημέρι για να αναλάβω υπηρεσία
αν και θα προτιμούσα να μου δίνανε το εισιτήριο της επιστροφής. Παρ’ όλα αυτά παρουσιάστηκα με δυο κουτιά, λουκούμια και κουραμπιέδες, για κέρασμα και μια κυριακάτικη εφημερίδα που έφερα από την Ελλάδα. Συμπλήρωσα αιτήσεις και δηλώσεις με το ίδιο πάντα βρώμικο χαμόγελο. Το λερωμένο από τη μελαγχολία που προσπαθούσε να κρύψει. Υπέγραψα, όπως οι ένοχοι υπογράφουν την κατάθεση τους στον ανακριτή και περιμένουν την παραπομπή τους. Ο κύβος ερρίφθη. Ή που θα τρελαθώ ή που θα ζήσω. Στα δύσκολα πάντα αυτό το δίλημμα ερχότανε μπροστά μου. Το ίδιο σκεφτόμουν όταν έφυγε ο πατέρας μου. Κι έζησα τελικά. Παρήγορη σκέψη.
Βγαίνοντας αργότερα από το προξενείο θυμήθηκα να παρατηρήσω το κτήριο που ούτε πρόσεξα στον ερχομό μου. Ένα γερασμένο, παρατημένο νεοκλασικό που κατάφερνε όμως να λάμπει μες στη σκόνη και τη βρωμιά που του έλαχαν. Σαν κάτι γεροντάκια με φωτισμένα μάτια πάνω στο ρυτιδιασμένο τους πρόσωπο. Ήθελα να καθίσω εκεί στα σκαλοπάτια του, να μου πει το παραμύθι του, τη ζωή του ολόκληρη. Δεν κάθισα. Ένας απρόσμενος φίλος με πήρε σαν πρωτάκι από το χέρι, να μου δείξει πώς κλίνονται τα ουσιαστικά, πώς συντάσσονται οι προθέσεις, ποιους δρόμους ακολουθάνε τα ρήματα, πού μπαίνουν οι τελείες και τα κόμματα, το άλφα και το βήτα αυτής της καινούργιας γλώσσας, αυτής της καινούργιας πόλης αυτής της ολοκαίνουργιας ζωής. Έσβησε όλα τα ερωτηματικά και τα αντικατέστησε, με τρόπο μαγικό, με θαυμαστικά. Με ξενάγησε στο δικό μου αύριο περνώντας με από το δικό του χτες, με πέταξε με κατανόηση στο σήμερα, ανάμεσα σε καινούργιους ανθρώπους που χαμογελούσαν αβίαστα. Το Άλφα, το Βήτα, το Γάμα, το Έψιλον.Το Δέλτα είναι του Νείλου. Κι εγώ το άγνωστο Χι σ’ ένα ολοκαίνουργιο αλφαβητάρι που μου έμαθε να διαβάζω αλλιώς αυτήν την πόλη, αυτή τη μέρα, αυτή τη ζωή. Την ολοκαίνουργια.
Έφυγα το βράδυ αργά χαμογελώντας καθαρά. Με λίγη σκόνη μόνο από την Σαχάρα
στα μαλλιά μου καθώς φυσούσε επιτέλους γλυκά το καθημερινό βραδινό αεράκι. Μπορώντας πια να συλλαβίζω πάλι τα όνειρα και να μπουσουλάω στα χαλιά της προσευχής. Έτσι απλά. Έτσι αβίαστα. Έτσι απροσδόκητα. Απ’ το ποτήρι της χαράς μου θα πιούνε όσοι αγαπώ. Κέρασμα για το παιδί που ξαναγεννήθηκε μέσα μου.Σ’ αυτήν , την «άλλη πόλη».