Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Τρίτη 28 Αυγούστου 2000 κι επτά

Τρίτη 28 Αυγούστου 2000 κι επτά.

«Αλλιώτικη μέρα, καλό ξαφνικό. . .» που λέει και το τραγούδι. Στο χαμόγελο που αποκοιμήθηκα, στο ίδιο χαμόγελο ξύπνησα. Το καλύτερο αντικαταθλιπτικό-ηρεμιστικό είναι πάντα οι αγκαλιές των φίλων. Τα λόγια τους, τα βλέμματα τους, οι σιωπές τους. Άυλα χάπια πολλαπλών δράσεων, θαυματουργά πλασέμπο της καθημερινότητας.
Θυμάμαι ένα παραμύθι θετικής σκέψης και πιθανόν ανατολικής προέλευσης. Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα σκυλάκι που χάθηκε σε ένα σκοτεινό δάσος κάπου μακριά. Γυρνούσε μόνο του, νηστικό για μέρες και κουρασμένο. Κάποια στιγμή βλέπει μπροστά του ένα σπίτι φωτισμένο. Στέκεται στην πόρτα κι έκπληκτο βλέπει ένα τραπέζι στρωμένο με λογής λογής φαγητά, κρέατα, γλυκά κι ότι μπορεί να λαχταρήσει η καρδιά ενός πεινασμένου πλάσματος. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν όλοι επενδυμένοι με καθρέφτες. Δεν υπήρχε γύρω ούτε ψυχή ζωντανή. Μπαίνει μέσα λοιπόν με λαχτάρα να χορτάσει την πείνα του. Βλέπει τον εαυτό του να αντανακλάται στους καθρέφτες και σκέφτεται «Ωχ! Πού βρεθήκαν όλοι αυτοί εδώ;». Θυμώνει γιατί φοβάται ότι θα του φάνε το φαγητό όλα αυτά τα σκυλιά και δεν θα μπορέσει να χορτάσει. Τα κοιτάζει θυμωμένο. Το κοιτάζουν κι αυτά θυμωμένα. Βγάζει τα δόντια του. Του βγάζουν τα δόντια τους. Γαυγίζει. Του γαυγίζουν. Είναι αποφασισμένο να παλέψει για να μη χάσει το θησαυρό που ανακάλυψε. Κάνει ένα επιθετικό βήμα μπροστά. Το ίδιο κι ο απέναντι. Δίνει μια και ορμάει καταπάνω του. Σπάει ο καθρέφτης και μεγάλα κομμάτια πέφτουν και του κόβουν το λαιμό. Τα μαγικά φαγητά έμειναν ανέγγιχτα.
Μια άλλη φορά κι έναν άλλο καιρό, ένας άλλος χαμένος σκύλος φτάνει στο ίδιο μαγικό σπίτι. Στέκεται στην πόρτα και βλέπει το καταπληκτικό θέαμα των φαγητών κι αρχίζει να ξερογλείφεται. Γύρω του ούτε ψυχή ζωντανή. Μπαίνει μέσα να χορτάσει την πείνα του. Βλέπει τον εαυτό του να αντανακλάται στους καθρέφτες και σκέφτεται. «Αχ, τι καλά! Δεν είμαι μόνος. Θα έχω και παρέα». Χαίρεται και τους κουνάει την ουρά του. Την κουνάν κι αυτοί. Πιο χαρούμενα αυτός. Πιο χαρούμενα κι αυτοί. Κάθεται στο τραπέζι και τρώει απ’ όλα τα καλά μες στην καλή χαρά και βλέπει τους φίλους του να κάνουν το ίδιο. Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Χαμογελάω στο Κάιρο λοιπόν. Μου χαμογελάει κι αυτό. Ο Νείλος μέσα μου κυλάει ολοκάθαρος. Ανυπομονώ να πέσω και να κολυμπήσω. Να με πάρουν τα ρεύματα του, να χαζέψω στις όχθες του, να πλατσουρίσω σαν παιδί στα καινούργια μου βαθιά νερά. Το δώρο που περίμενα να μου χαρίσει αυτή η αλλαγή ήρθε με καθυστέρηση δύο ημερών. Το κρατάω χαρούμενος στα χέρια μου κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτήν την ανέλπιστη χαρά που νιώθω. Τρέμω μήπως είναι όνειρο και ξυπνήσω κι είναι πάλι Κυριακή 26 Αυγούστου. Η μητέρα μου είχε άδικο. Και θα της το αποδείξω. Δεν κινδυνεύω από τίποτα εδώ. Θα έρθει, θα δει και δεν θα θέλει να φύγει. Της το λέω και ακούω το χρώμα της φωνής της πιο ανοιχτό. Ήδη άρχισα να σκέφτομαι μήπως περάσουν τα χρόνια τελικά και δεν θα θέλω ούτε εγώ να φύγω. Εγώ ο μόλις χτες απεγνωσμένος κοιτάω γύρω μου και δεν χορταίνει το βλέμμα μου. Είπαμε. Σημασία έχει ο τρόπος που κοιτάς. Η πόλη δεν άλλαξε. Εγώ άλλαξα, η διάθεση μου. Κι όλα γύρω μου ομόρφυναν, απέκτησαν το ενδιαφέρον και την προσοχή που τους άξιζε. Ξέρω πως θα υπάρξουν σκοτεινές στιγμές σε όλο αυτό το κατάφωτο τοπίο. Λογικό είναι. Και την παλιά μου ζωή να συνέχιζα, στα παλιά λημέρια, με τους παλιούς φίλους τα σκοτάδια δεν θα τα γλύτωνα. Δεν τα γλυτώνει κανείς. Ίσως για να μπορεί να εκτιμήσει σωστότερα τη δύναμη του φωτός. Κολυμπάω στο φως. Κολυμπάω στα καθαρά νερά του δικού μου ποταμού. Με καθαρό χαμόγελο και μυαλό.
Νιώθω πως γίνομαι ένας τεράστιος μαγνήτης χαράς. Βρίσκω ένα πανέμορφο, πεντακάθαρο σπίτι και το νοικιάζω. Τα επίθετα που χρησιμοποίησα είναι μεν τοπικής σημασίας αλλά δεν είναι καθόλου κανόνας για το Κάιρο. Μάλλον η εξαίρεση είναι. Σκέφτομαι θετικά κι όλα μου έρχονται θετικά. Το σπίτι αυτό ήθελε να το νοικιάσει η Φανή. Από μια παρεξήγηση της ζήτησαν περίπου πεντακόσια ευρώ για νοίκι. Αστρονομική τιμή για τα δεδομένα της χώρας. Νοίκιασε το ακριβώς διπλανό διαμέρισμα, στην μισή τιμή. Καθόλου πεντακάθαρο. Με παμπάλαια έπιπλα. Θα χρειαστεί χρόνο για να το φέρει σε μια κατάσταση αξιοπρεπή. Να το βάψει, να το καθαρίσει, να ράψει καλύμματα, να αγοράσει αρκετά πράγματα. Σε αντίθεση με το δικό μου που τα έχει όλα. Από καινούργια έπιπλα και οικιακές συσκευές, μέχρι αμεταχείριστες κατσαρόλες και σερβίτσια φαγητού. Από ηλεκτρική σκούπα και σίδερο, μέχρι μπλέντερ και παγωτομηχανή. Απο ολοκαίνουργια στερεοφωνικό και δορυφορική τηλεόραση μέχρι ασύρματο τηλέφωνο. Δύο κρεβατοκάμαρες, δύο μπάνια, διπλό σαλόνι, τραπεζαρία οχτώ θέσεων χωριστά, κουζίνα. Με μπαλκόνι και θέα. Φωτεινό, ανοιχτό, δροσερό. Και το πιο ανέλπιστο; Σύνδεση μεγάλης ταχύτητας, σε ασύρματο δίκτυο ιντερνέτ δωρεάν, από κάποιο γειτονικό κόμβο που μου έτυχε. Κι όλα αυτά για τριάντα ευρώ διαφορά με το διπλανό στο ενοίκιο.
Βέβαια το σπίτι θα καθαριστεί από την αρχή. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα το χρειάζεται. Οι συνάδελφοι ακούν την τιμή και το θεωρούν πανάκριβο. Αναθεωρούν όταν το βλέπουν. Η επίπλωση του είναι μεταξύ Λουδοβίκου και Μαρίας Αντουανέτας. Χρυσά πόμολα, χρυσοί καθρέφτες, χρυσά τραπεζάκια και βιτρίνες, βαριές κουρτίνες και ριντό με χρυσαφί κρόσσια, σκαλιστό σαλόνι με επιχρυσωμένα ξύλα, ολόχρυσα πολύφωτα με κρύσταλλα, μπάνιο με μαύρα είδη υγιεινής, μαύρα πλακάκια και μάρμαρα, κρεβατοκάμαρες με γυαλιστερά ξύλινα έπιπλα με μαρκετερί, κι εντυπωσιακά, σαν μαρμάρινα, πατώματα. Ότι θα σιχαινόμουν στην Ελλάδα δηλαδή. Εδώ όμως μου φαίνεται σαν σκηνικό μιας ταινίας που σκηνοθετεί η πόλη των αντιθέσεων. Της εντυπωσιακής φτώχειας και της εντυπωσιακής χλιδής. Προσφέρω στον εαυτό μου αυτήν την «πολυτέλεια» για να ξορκίσω την πιθανότητα της συννεφιασμένης Κυριακής. Κι επιπλέον, μοιράζομαι τον έκτο όροφο με γείτονα μου τη Φανή. Να’ ναι καλά. Και για το σπίτι και για τα φαγητά και τις πίτες που μου υποσχέθηκε. Οι περισσότεροι έχουμε την ανάγκη ν’ ακουμπήσουμε κάπου. Νιώθω να υψώνονται γύρω μου στέρεα στηρίγματα. Μέχρι να σταθεροποιηθώ κάπου, στα σίγουρα, κι ίσως μπορέσω ν’ ανταποδώσω αν και όταν χρειαστεί. Λένε κανένας πιο αχάριστος από τον ευεργετηθέντα. Σ’ αυτόν τον κανόνα εμένα μου αρέσουν οι εξαιρέσεις.
Μ’ ένα χαμόγελο ξεκίνησε η μέρα για να κλείσει πάλι με χαμόγελο κι ένα συμβόλαιο που θα τρέξει από πρώτη Σεπτέμβρη. Ένα σοβαρό θέμα που τακτοποιήθηκε με απίστευτη ευκολία. Αν σκεφτεί δε κανείς ότι άλλοι χρειάζεται να βλέπουν σπίτια ερείπια επί εβδομάδες για να διαλέξουν στο τέλος απογοητευμένοι σε ποιο ερείπιο θα βρουν προσωρινό κατάλυμα, την ευκολία αυτή θα την έλεγε με μια λέξη που το δεύτερο συνθετικό της είναι το φάρδος.