Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Κυριακή 26 Αυγούστου 2000 κι επτά

Κυριακή 26 Αυγούστου 2000 κι επτά.

Τρεις και κάτι ακόμα μπήκα στο αεροδρόμιο του Καϊρου. Με το πρώτο βήμα οι σόλες μου έψαχναν απεγνωσμένα τους γρανίτες του Ελ. Βενιζέλος. Φευ! Τζάμπα κόπος. Πλακάκια βρώμικα και βρώμικοι άνθρωποι που πετούσαν με βρώμικους κουβάδες νερά που άμα τη επαφή γινόταν βρομόνερα. Στον έλεγχο διαβατηρίων οι πρώτοι αστυνομικοί που συναντάει κανείς κι από κει και πέρα θέλει δε θέλει με το που θα ξεμυτίσει από το σπίτι του θα τους συναντά παντού. Κάτι σαν τουριστική ατραξιόν. Απορώ πως δεν σκεφτήκαν να τους κάνουν σουβενίρ σαν τα δικά μας τσολιαδάκια. Βγήκα στην αίθουσα με τους κυλιόμενους διαδρόμους των αποσκευών να περιμένω τις εγκυμονούσες βαλίτσες μου με την ελπίδα να μην απέβαλλαν κατά την πτήση όπως πολύ συχνά γίνεται και αντί να παραλάβεις βαλίτσα σου έρχεται ένα ξεκοιλιασμένο κουρέλι κι άντε να βρεις το δίκιο σου. Πήρα ένα τρόλεϊ και περίμενα ανάμεσα στους άλλους. Στο πάτωμα είχαν ήδη πέσει οι κουβάδες αλλά δεν είχαν προλάβει να μαζέψουν τα νερά κι έτσι είχα την ευκαιρία να πλατσουρίζω ανέμελα την ώρα της αναμονής.
Ένα ψιλοσούσουρο άρχισε με την εμφάνιση της πρώτης βαλίτσας και σαν μέλισσες στο σμάρι κολλήσανε όλοι στους κυλιόμενους διαδρόμους. Εγώ είχα την χαρά να είμαι από τους τελευταίους που έμειναν περιμένοντας. Είχα επίσης τη χαρά να τις παραλάβω αυτούσιες, πλήρεις περιεχομένου και να συνεχίσω προς την έξοδο του Μεσολογγίου. Του αεροδρομίου ήθελα και θα θέλατε να πω αλλά έπρεπε ν αντιμετωπίσω ένα ασκέρι αλλόθρησκους που πέσανε πάνω μου για να μου σπρώχνουν το καρότσι, να μου βρούνε ταξί, να μου βρούνε λιμουζίνα, να μου βρουν καλό και φτηνό ξενοδοχείο. . .Στα μάτια τους ήμουν όπως κάθε άλλος τουρίστας η προσωποποίηση του ευρώ. «Αέραααα» φώναξα και τους ξέφυγα κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα σπρώχνοντας μόνος το καρότσι για να βρω μόνος λιμουζίνα για να παζαρέψω το κόμιστρο και να με πάει στο ξενοδοχείο που μόνος μου έκλεισα μέσω του διαδικτύου. Όλη αυτή η μοναξιά μπορεί να σου αποταμιεύσει αρκετά ευρώ. Όχι από τσιγγουνιά. Αν ξέρεις όμως ότι ένας ανειδίκευτος εργάτης παίρνει μεροκάματο δέκα λίρες, ένα ευρώ και κάτι δηλαδή, είναι χαράμι να στα φάει ένα κοράκι του αεροδρομίου σαν εκείνα τα έξυπνα τα ελληνικά. Γιατί αν παραδώσεις τα όπλα μια διαδρομή που κοστίζει περίπου 5 ευρώ ανά όχημα κι αυτά χατιρικά, πολύ χατιρικά, θα χρεωθεί τουλάχιστον 10 ανά κεφάλι. Έτσι την πάτησε η Φανούλα με τη φίλη της κι αντί για περίπου σαράντα αιγυπτιακές λίρες μέχρι το ξενοδοχείο τους πληρώσανε εκατόν πενήντα. Βέβαια με τον αέρα του ευρώ στο πορτοφόλι σου λίγο έξω από τη Σαχάρα έχεις μια άλλη δροσιά και σε παίρνει να φανείς και λίγο λάρτζ έως και έξτρα λάρτζ, κατά το γούστο του καθενός ή κατά το ξερό του το κεφάλι. Πού να φανταστώ τώρα που τα λέω αυτά, πώς θα τα λουστώ στη συνέχεια.
Στο χάος του αεροδρομίου, όταν μάλιστα δεν είσαι εξοικειωμένος, το να βρεις απλό ταξί δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα. Εν γνώσει μου πήρα λιμουζίνα με αντίτιμο περίπου οχτώ ευρώ για να με πάει μέχρι το ξενοδοχείο. Για να μην γίνουν παρερμηνείες στις λέξεις θα χρειαστεί να αποσαφηνίσω την κάθε μια από τις λέξεις «ταξί» και «λιμουζίνα». Άλλο το σημαίνον κι άλλο το σημαινόμενον. Στην γλώσσα οι λέξεις είναι φορτισμένες από τις εμπειρίες του καθενός. Αυτό που λέμε στην Ελλάδα μέτριας ποιότητας ταξί εδώ λέγεται λιμουζίνα. Κι αυτό που λένε εδώ ταξί, στην Ελλάδα λέγεται ξεχαρβαλωμένο σαράβαλο-δημόσιος κίνδυνος-βρωμιά και δυσωδία. Οι λιμουζίνες λοιπόν είναι καλοδιατηρημένα σχετικά αυτοκίνητα και σχετικά καθαρά. Τα ταξί είναι αναμνήσεις αυτοκινήτων δεκαετίας εβδομήντα, σκουριασμένοι μεταλλικοί σκελετοί, χιλιομπαλωμένοι, που είναι απορίας άξιον πώς ακόμα καταφέρνουν και λειτουργούν. Αν κάνεις το λάθος και φοράς λευκά ρούχα, μόλις βγεις από το ταξί πρέπει επειγόντως να ψάξεις καθαριστήριο. Αλλιώς θα κυκλοφορείς με διχρωμία.
Μπαίνω λοιπόν στη λιμουζίνα. Χαμογελάει ο οδηγός, βάζει μπρος κι αποφασίζει να παίξει τον Σουμάχερ στην υπέροχη διαδρομή από το αεροδρόμιο προς το κέντρο. Καταπληκτικό οδικό δίκτυο, γέφυρες, η μία πάνω στην άλλη, διασταυρωμένες, παράλληλες, καλοφωτισμένοι δρόμοι. Τα αυτοκίνητα εδώ δεν ανάβουν τα φώτα τους θαρρείς και θα ξοδέψουν ηλεκτρισμό. Ήταν σωστή η επιλογή μου για λιμουζίνα γιατί αν διάλεγα απλό ταξί θα είχε τρυπήσει η λαμαρίνα στο πάτωμα από τα φρεναρίσματα μου από τη θέση του συνοδηγού. Το χερούλι της πόρτας κόντεψε να σπάσει από τη δύναμη που το έσφιγγα. Μπορώ να υπολογίσω ότι έχασα τη θέα της μισής διαδρομής αφού έκλεινα τα μάτια από φόβο. Απίστευτα σλάλομ ανάμεσα στις λωρίδες, αποστάσεις ασφαλείας μικρότερες από μισό μέτρο, ταχύτητα εκατόν τριάντα χιλιόμετρα κι ο Σουμάχερ που πήρε πρέφα ότι τα χρειάστηκα να αφήνει το τιμόνι και να μου λέει «κοίτα, οδηγώ και χωρίς χέρια». Είπα όλη την Αγία Γραφή από μέσα μου και όλο το Κοράνι. Έδωσα όρκο να μην ξανανεβώ σε ταξί αν βγω ζωντανός από αυτήν την κατάσταση. Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες. Ζωντανός βγήκα ανέλπιστα. Ευτυχώς το αυτοκίνητο είχε «σώας τας φρένας του», σε αντίθεση βέβαια με τον οδηγό του. Ξέρω όμως ότι θα πατήσω τον όρκο μου κι ας σφίχτηκαν όλοι οι μύες στο λαιμό, στο σαγόνι, στο σώμα μου ολόκληρο.
Τέσσερις και κάτι μπαίνω στο ξενοδοχείο. Χαμογελαστή η υποδοχή. Αγέλαστος εγώ. Πώς να λυθεί χαμόγελο με τόσο σφίξιμο που τράβηξα. Κατευθύνθηκα συνοδεία του γκρουμ προς στο δωμάτιο. Ένας γάμος σχόλαγε χωρίς να ακούσω καμιά απρέπεια από τη νύφη (! ) την οποία συνάντησα στο ασανσέρ με τον καλό της, δυο αστραφτερά χαμόγελα κάτω από τέσσερα υπέροχα μάτια αράβικα. Τους ευχήθηκα όπως μπορούσα σε σπασμένα αραβικά και ανέβηκα συνοδευόμενος μέχρι το μονόκλινο δωμάτιο με το τρίδιπλο κρεβάτι. Έδωσα το μπαχτσίσι κι έμεινα μόνος. Εγώ, το βαλιτσάκι του λαπ τοπ, οι δύο βαλίτσες ζωής μες στο ξημέρωμα δίπλα στο Νείλο που έπνιξε τη νύχτα-και την ψυχή μου- στην ομίχλη

Προσπαθώ να θυμηθώ όλα εκείνα που με οδήγησαν στην απόφαση να φύγω στο εξωτερικό. Αυτό το έγκλημα ήταν προμελετημένο. Χρόνια το σχεδίαζε το μυαλό μου.
Μόνο τα μαθήματα αραβικών κράτησαν τέσσερα χρόνια. Κι όλα έγιναν όπως τα ονειρεύτηκα. Επιτυχία στις εξετάσεις, επιτυχία στην απόσπαση, επιτυχία στην τοποθέτηση. Μα να ‘μαι τώρα εδώ μπροστά στον καθρέφτη να βλέπω τα μάτια μου κόκκινα από την απόγνωση. Προσπαθώ να χαλαρώσω με όλα τα κόλπα που λένε οι ψυχοθεραπευτές. Να σκεφτώ θετικά. Τίποτα. Δεν πιάνει τίποτα. Είμαι ανίσχυρος. Παραδίνομαι στο βρώμικο ποτάμι που κυλάει μέσα μου και θέλω να παραδοθώ στο βρώμικο ποτάμι που κυλάει από έξω. Να με βγάλει στη Μεσόγειο, να με πάρουν τα κύματα, να με περάσουν από το Ρέθυμνο, από τον Σαρωνικό και να με ξεβράσουν στο Θερμαϊκό. Να με πάρει ο Βαρδάρης-να με πάρει και να με σηκώσει. Να με αφήσει γλυκά στους πρόποδες του Βερμίου εκεί που μόλις δυο μέρες πριν αγκάλιαζα κι αποχαιρετούσα την μάνα μου. Να της φωνάξω ήρθα. Δεν σε εγκατέλειψα. Δεν προτίμησα τα χρήματα από σένα. Να δέσω ακόμα ένα κόμπο στο Οιδιπόδειο μου μέχρι να σφίξει η θηλιά και να με πνίξει. Ποια η διαφορά να πνίγεσαι στο Νείλο από το να πνίγεσαι στα συμπλέγματα σου; Δεν είμαι Μεγαλέξανδρος. Κι ούτε πρόκειται απλά για ένα Γόρδιο δεσμό. Ο συναισθηματικός εκβιασμός που δέχτηκα όλο αυτόν τον καιρό, αντιστεκόμενος σφόδρα, με βρήκε ευάλωτο και με χτυπάει κάτω σαν χταπόδι. Όλη τη νύχτα. Όταν πια ξημέρωσε για τα καλά, εφτά η ώρα το πρωί, μισό λεξοτανίλ με άπλωσε στον ήλιο για στέγνωμα. Δεύτερη φορά στα σαράντα τόσα χρόνια. Ξύπνησα με κεφάλι βαρύ στις δώδεκα και μισή. Δώδεκα πήγε και μισή. Πως πέρασεν η ώρα. Δώδεκα πήγε και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!
Αυτή η Κυριακή χλωμή σαν τον πύργο του Καϊρου. Κι η διάθεση μου ένας ανελκυστήρας μέσα της, πότε στα υπόγεια και πότε στην ταράτσα. Ανά μισή ώρα. Έτσι πέρασε η μέρα, με τη Φανή, που ευτυχώς συνάντησα, να προσπαθεί να με παρηγορήσει και να παρηγορηθεί και τη Γαλάτεια να δείχνει κατανόηση στους δύο μας. Πουλάκια ξένα, ξενιτεμένα. . . Πόσο εύκολα αλλάζουν συναισθηματικό περιεχόμενο οι λέξεις! Μέχρι να ρθει η νύχτα με τες δικές της μουσικές από μια μελαγχολική και φάλτσα μπάντα. Το ουίσκι από τα αφορολόγητα χρειάστηκε για νάρθει πάλι ο ύπνος. Να σταματήσει αυτό το ανελέητο σφυροκόπημα τους κροτάφους μου. . .
(συνεχίζεται έστω και λίγο αργοπορημένα. . . )