Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Tρίτη 30 Οκτωβρίου-Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2000 κι επτά



Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΚΙΑ

Άνθρωπος ήμουν μια φορά / σαν όλους τους ανθρώπους.
Μια μέρα μού ‘δωσε φτερά / να πάω σ’ άλλους τόπους.
Είδα τη γη από ψηλά. / Τι όμορφα τα ξένα!
Όμως αυτή η ζωγραφιά / δε με χωρούσε εμένα.

Δε βρήκα γη να με χωρά, / κι από τον ουρανό μου,
από τα σύννεφα ψηλά / μετρούσα το κενό μου.
Κάτω η θάλασσα γυαλί, / σαν κρύσταλλο καθρέφτη.
Όλη η ζωή μου μια στιγμή / και μια και δυο του κλέφτη. . .

Έπεσα άλλη μια φορά / από τα σύννεφά μου.
Άλλα περίμενα αλλά / τι το ‘θελε η καρδιά μου.
Σκόνη και θρύψαλα ξανά. /Σκορπίστηκα στα ίδια.
Μαύρο διαμάντι η χαρά / που ψάχνω στα σκουπίδια.

Όταν η νύχτα με καλεί / αφήνομαι και πάω.
Ούτε που ξέρω πού θα βγει / μα ούτε που ρωτάω.
Χάνομαι μες στα σκοτεινά, / στα φώτα μεγαλώνω.
Τη μία πέφτω χαμηλά, / την άλλη σκαρφαλώνω.

Το ξένο φως που με γεννά, / αν σβήσει με σκοτώνει.
Σα να πετάει στη φωτιά / μια χούφτα φρέσκο χιόνι.
Άνθρωπος ήμουν μια φορά, / με όνομα και θέση
κι αν με βαφτίσανε Σκιά, / αρχίζει να μ’ αρέσει.

Τα βράδια θέλω συννεφιά. / Να μη φωτίζουν τ’ άστρα,
για να μπορέσει η καρδιά / να μπει σε ξένα κάστρα.
Φώτα του δρόμου κυνηγώ, / φεγγάρια πληρωμένα,
άμα το θέλω και μπορώ / να φέγγουνε για μένα.

Όταν στο σπίτι μου γυρνώ, / κεριά ανάβω μόνο.
Πάνω στους τοίχους κατοικώ, / στο πάτωμα ξαπλώνω.
Γύρω μου έρχονται σκιές, / ανθρώποι που θυμάμαι
κι όλο τους βάζω τις φωνές / γιατί να με ξεχνάνε.

Όσο κανείς δεν απαντά / αρχίζω κι αρρωσταίνω.
Τρέμει η φλόγα στα κεριά / κι εγώ μαζί της τρέμω.
Σβήνει το φως κι η αναπνοή / στο στήθος μου κομμένη.
Τι να την κάνω τη ζωή / που δε με περιμένει.

Μόλις το θέατρο σκιών / θα ρίξει την αυλαία,
το μέλλον γίνεται παρόν / μα πάλι ίδια θέα.
Τρέμω και σκιάζομαι λοιπόν, / ο ήλιος όταν βγαίνει.
Του λέω «έχω παρελθόν» / μα δεν καταλαβαίνει.

Μέσα απ’ τις γρίλιες το πρωί / τρυπάει τις κουρτίνες.
Μου δίνει άλλη μια ψυχή / και τη φορτώνει ευθύνες.
Άνθρωπος γίνομαι ξανά, / σαν όλους τους ανθρώπους
που ψάχνουν χρόνια τη σκιά / από τον εαυτό τους.

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--Β' ΜΕΡΟΣ







Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Β’ ΜΕΡΟΣ

Άφησα τον Μωχάμετ έξω από την εξώπορτα και κατηφόρισα το στενό παρέα με τον ποιητή. Φιλοξενούμενος του ήμουν και του ζήτησα να με ξεναγήσει. Με σκόρπισε στα άλλα στενά της γειτονιάς του, με πέρασε από το πατριαρχείο, με κατέβασε πάλι στην παραλία, μου έδειχνε τα πρόσωπα της πόλης, πόσο τα άλλαξε ο χρόνος και οι συνήθειες. Στεναχωρήθηκε με όσα έβλεπε και μ’ άφησε να πάει να συνεχίσει τον αιώνιο ύπνο του. Ακόμα κι αυτός ο αέρας φύσαγε αλλιώς πια. Τα μπαχαρικά της ηδονής έχασαν τη γενική που τα ακολουθούσε κι απόμειναν σκέτα μπαχαρικά στα τσουβάλια. Η γενική που χάθηκε στα δικά της τσουβάλια κι αυτή, κρυφανασαίνει μην την ακούσει ο μουεζίνης και την αποτάξει. Η Αλεξάνδρεια του ποιητή και της λογοτεχνίας, μια ακόμα αιγυπτιακή μούμια.

Η επόμενη μέρα με πήρε αργά το πρωί από το χέρι να περπατήσουμε στην παραλία μέχρι που βγήκαμε στην καινούργια βιβλιοθήκη της πόλης. Ένα κτήριο που ταιριάζει στη φήμη της αλλά όχι στο παρόν της. Ένας άλλος κόσμος που επιχειρεί να ξαναφέρει την αισθητική στην πόλη που την έχασε. Γύρω γύρω νερό, κεκλιμένες επιφάνειες από γυαλί, μια μαύρη σφαίρα, η προτομή του Μεγαλέξανδρου, και υψωμένα τείχη που ανεπαισθήτως έκλεισαν την βρωμιά απ’ έξω. Φοιτητές και φοιτήτριες, πρόσωπα που αλλάζουν όψη όταν ανεβαίνουν τα σκαλιά της θαρρείς κι αλλάζουν κόσμο. Γράμματα από τα αλφαβητάρια του κόσμου χαραγμένα στις πέτρες του τείχους, το δέλτα, το θήτα, το πι, τι όμορφα που δείχνουν ανάμεσά τους. Σα να συναντάς παλιούς σου φίλους ξαφνικά στη ξενιτιά.
Το καφέ της βιβλιοθήκης στον πρώτο όροφο της μεσαίας πτέρυγας που ενώνει δυο κτήρια, με θέα στην πλατεία που δημιουργείται ανάμεσα και η Μεσόγειος μπροστά, να βλέπεις τα καράβια που έρχονται φορτωμένα βιβλία από τις άκρες της γης, να γεμίσουν τα ράφια γνώση, ίσως κάποτε και οι άνθρωποι. Από την μια μεριά βλέπεις την είσοδο της βιβλιοθήκης κι από την άλλη τις πυραμιδωτές άκρες του κτηρίου που προσπαθούν αισθητικά να ενώσουν το χτες με το σήμερα. Εύγε στον καλλιτέχνη. Είχε έμπνευση.
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. Κι έτσι πήρα των ματιών μου τους δρόμους, όχι ελαφρά τη καρδία, αλλά με το βάρος της ομορφιάς να πέφτει στάλα στάλα από τα βλέφαρα στο στήθος. Περπάτησα ως την ελληνική γειτονιά, το Τσατμπι, στα ελληνικά σχολεία που σκέπασε η σκόνη του χρόνου αλλά τα σεβάστηκε και τ’ άφησε ακόμα να φωσφορίζουν.
Αργότερα ανέβηκα στο πρώτο τραμ κι αφέθηκα να με πάνε οι δικοί του δρόμοι, να δω την πόλη από τα παράθυρά του καθώς η νύχτα σκέπαζε την πόλη και τα φώτα που άναβαν δεν ήταν πια ικανά να φαίνεται η βρωμιά της ημέρας. Αν ποτέ αποφάσιζε κανείς να ανακαινίσει αυτή την πόλη, να ξαναβάψει τα σπίτια, να ξαναφέρει τους ανθρώπους της, θα ντρεπόταν η Ευρώπη από την ομορφιά της.
Αφού συνέχισα να την περπατώ ως αργά το βράδυ, πήγα για ύπνο με την ελπίδα να ονειρευτώ ότι ζω εδώ, πριν χρόνια, όταν ήταν ακόμα το διαμάντι της Μεσογείου. Το πρωί ξύπνησα κι αποχαιρέτησα την Αλεξάνδρεια που έχασα αλλά υποσχέθηκα να ξαναέρθω, να συνεχίσω να την ψάχνω κάτω από τη σκόνη. Το τρένο έφυγε πάλι στις δύο. .

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά-- Α' ΜΕΡΟΣ















Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Α’ ΜΕΡΟΣ

Το τρένο φεύγει στις οχτώ, στο τραγούδι που θυμάμαι. Το δικό μου έφυγε στις δύο. Οκτώβρης μήνας δεν θα μείνει, να μη θυμάμαι στις δύο λοιπόν, το ξεκίνημα της υπερταχείας αμαξοστοιχίας από το σιδηροδρομικό σταθμό Ραμσής του Καϊρου με προορισμό την Αλεξάνδρεια. Βαγόνι πρώτης θέσης, δίπλα στο αριστερό παράθυρο, στην πλευρά δηλαδή που τα καθίσματα ήταν μονά και άνετα.

Παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο της εξαθλίωσης στα περίχωρα της πόλης, στα χαλάσματα και στα φαντάσματα, άσματα ασμάτων της Ουμ Καλθούμ που στεγνώσανε στον αέρα μαζί με τα σκισμένα ρούχα της μπουγάδας. Κι έξω από την πόλη, φελάχοι και φελάχες, στα όρια των περιβολιών, βουτηγμένοι ως τα γόνατα στα λασπόνερα με το ’να χέρι να κρατάει την κελεμπία στεγνή. Οι φελάχες των τραγουδιών, ονειρώξεις στιχοπλόκων, βλέμματα διεισδυτικά ποιητών ίσως, που κατάφεραν να βρούνε την ομορφιά κρυμμένη κάτω από τη σκόνη της υπαίθρου που ψήνει τα πρόσωπα στον ήλιο. Κανάλια, χαλάσματα, περιβόλια, σκουπίδια, φτώχεια, χαμόγελα, φωνές, μια καθημερινότητα αβάσταχτη αλλά κραταιά ως αγάπη.

Δυο ώρες αργότερα όπως ήταν προγραμματισμένο, το τρένο έμπαινε στην πόλη. Τα παιδιά το κοίταζαν σαν να ‘βλεπαν τον Αϊ Γιώργη καβάλα στ’ άλογο. Σούφρωναν τα ματάκια τους που τύφλωνε ο ήλιος και έστελναν χαμόγελα φαφούτικα, κουνώντας τα χέρια και τρέχοντας παράλληλα, όπως τρέχουν τα σκυλιά καμιά φορά στο κατόπι των αυτοκινήτων κι όπως όλα τα παιδιά του υπαίθριου κόσμου. Τέσσερεις και δέκα ακριβώς το τρένο σταμάτησε στο σταθμό.

Παραδόθηκα αμαχητί στον πρώτο ταξιτζή που με κυνήγησε για να με πάει στο ξενοδοχείο, ενάμισι χιλιόμετρο δρόμου πιο πέρα. Διαδρομή που δεν άξιζε ούτε τρεις λίρες, ζήτησε επτά, του έδωσα δέκα, δεν είχε ψιλά για ρέστα. Παγκοσμιοποιημένο το κύτταρο του ταρίφα τελικά. Το ξενοδοχείο στην πλατεία Ζαγκλούλ, πενήντα μέτρα πιο πέρα από το πολυτελές Σόφιτελ και στο ένα δέκατο της τιμής. Ξενοδοχείο λέω και δεν ξέρω αν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι εννοώ μια επταώροφη παλιά πολυκατοικία με γραφεία και κατοικίες. Και πάνω σ’ αυτήν μια πρόσθετη τριώροφη, λίγο πιο καινούργια, το ξενοδοχείο. Στον όγδοο όροφο η υποδοχή και το καφέ-εστιατόριο με θέα στη Μεσόγειο, στον ένατο όροφο το μονόκλινο δωμάτιο μου. Καθαρό, λιτό κι απέριττο.Ένα διπλό κρεβάτι, ένα κομοδίνο, ένα τραπέζι με επιτοίχιο καθρέφτη και μια καρέκλα τα μόνα έπιπλα του αλλά ευτυχώς ολοκαίνουργια. Τηλεόραση και ψυγείο συμπληρώνουν τον εξοπλισμό. Το μπάνιο πρόσφατα ανακαινισθέν, με τα αυτοκόλλητα χαρτιά της μπανιέρας να μην έχουν ξεκολλήσει ακόμα. Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στο μπαλκόνι. Μπροστά μου μια μεγάλη πλατεία και μπροστά στην πλατεία η Μεσόγειος. Θάλασσα. Θεσσαλονίκη. Αυτόματος συνειρμός.
Ναι, είμαι τριήμερη εκδρομή στη Θεσσαλονίκη της Αιγύπτου. Την παραθαλάσσια, μαγική συμπρωτεύουσα, με τα ελληνικά ονόματα-ακόμα- στις επιγραφές των μαγαζιών. Με τα υπέροχα κτήρια που εκδικείται ο χρόνος. Παλιές, άλυτες διαφορές. Παρ’ όλη την εκδικητική μανία του όμως, τα βλέπεις να υψώνουν το παράστημα τους, σαν στρατηγοί απόμαχοι με όλα τα παράσημα στο στήθος. Ποιος είπε ότι μόνο τα δέντρα πεθαίνουν όρθια.
Πρώτη βραδιά αφήνομαι στους δρόμους να με πάνε όπου θέλουν κι όπου ξέρουν αυτοί. Οσμίζομαι σαν το σκυλί τις γειτονιές, προσπαθώντας να υποθέσω που τριγύριζε ο ποιητής, ποιος δρόμος τον πήγαινε σπίτι του, σε ποιου καφενείου τελικά τη σκιά καθόταν ο γέροντας. Όταν κουράστηκα στο περπάτημα, μη μπορώντας να σταματήσω τη βόλτα μου, ανέβηκα στην άμαξα με το άσπρο άλογο και τον Μαχμούτ αμαξηλάτη, να συνεχίσω ακόμα πιο πέρα μέχρι σχεδόν το φρούριο του Κάιτ Μπέη. Η δροσιά της θάλασσας με ανατρίχιαζε καθώς χτυπούσε η αύρα της πάνω μου. Με κοντομάνικο βράδυ στην παραλία; Ε, δεν είναι και Κάιρο. Η Μεσόγειος τέλη Οκτώβρη δείχνει τα δόντια της από όποια μεριά κι αν την κοιτάς. Μετά την έφιππη βόλτα και ένα σύντομο δείπνο, τυλιγμένος στη ζεστασιά της ζακέτας μου που πήρα από το ξενοδοχείο, περιπλανήθηκα στο παζάρι και συνέχισα να περπατώ στους κάθετους δρόμους της παραλίας αργότερα, σε μια ατέλειωτη τεθλασμένη πορεία, μόνος σχεδόν πια μετά την πρώτη μεταμεσονύκτια ώρα. Σταμάτησα μόνο όταν δεν άντεχα άλλο και επέστρεψα στο ξενοδοχείο.

Πρωί Σαββάτου το ξυπνητήρι χτυπούσε από τις δέκα. Χρειάστηκα μισή ώρα για να πω ότι ξύπνησα. Ανακάθισα στο κρεβάτι, άναψα τσιγάρο και το βλέμμα μου χάθηκε στη θάλασσα που απλώνονταν έξω από την πόρτα. αφού χορτάσανε τα μάτια μου την ανέλπιστη θέα που προσέφερε το κρεβάτι του φτηνού ξενοδοχείου, ντύθηκα με όρεξη και πήρα τους δρόμους. Στον τουριστικό οδηγό είχα εντοπίσει εν τω μεταξύ, μετά από τόση νυχτερινή περιπλάνηση, το σπίτι του Καβάφη, πέντε δρόμους πιο πάνω από το ξενοδοχείο.

Οδός Σαρμ ελ Σέιχ 14. Μια τετραώροφη οικοδομή που την είδα αρκετά περιποιημένη σε σχέση με την προηγούμενη φορά που είχα φτάσει εδώ ως τουρίστας. Δίπλα στην είσοδο , επιγραφές ενημερώνουν ότι ΕΔΩ έζησε ο ποιητής
Κ. Π. Καβάφης, στο δεύτερο όροφο όπου βρίσκεται πια το μουσείο του. Ανεβαίνοντας τις σκάλες επιστρατεύω όλα τα αποθέματα ενσυναίσθησης, προσπαθώ να νιώσω ό, τι ένιωθε επιστρέφοντας, αυτός που φόρτισε την προστακτική του ρήματος της επιστροφής. Επειδή στο σπίτι αυτό έζησε τα τελευταία 25 χρόνια ης ζωής του, τον φαντάζομαι μεσήλικα, κουρασμένο να κρατιέται από την πλατιά ξύλινη κουπαστή και να ανεβαίνει τις σκάλες με το μυαλό στο τελευταίο βλέμμα που συνάντησαν τα μάτια του πασπαλισμένο από τα μυρωδικά της ηδονής.
Η πόρτα του σπιτιού κλειστή. Χτυπάω το κουδούνι και νιώθω ότι θα μου ανοίξει ο ίδιος. Τι απρέπεια να μην κρατάω ένα κουτί γλυκά! Τουλάχιστον κρατάω μια ανθοδέσμη από εικόνες που μάζεψα τόσα χρόνια από τους κήπους του. Ανοίγει ο φύλακας. Δέκα λίρες το εισιτήριο. Κι αμέσως μετά ακούω τον ποιητή να έρχεται με όλες τις λέξεις του φορτωμένος από ένα δωμάτιο, ακουμπισμένος γλυκά στη φωνή της Λαμπέτη. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με. . . Μόνος επισκέπτης κι αδιάκριτος εν τη απουσία του, ανακαλύπτω πάλι τους προσωπικούς του χώρους. Την κρεβατοκάμαρα με το σιδερένιο κρεβάτι και το μεγάλο εικονοστάσι, τη λάμπα, το λαβομάνο, τη μικρή βιτρίνα. Βγαίνω στο μπαλκονάκι της και χαζεύω το δρόμο. Το ίδιο στενό που αγνάντευε κι αυτός με το νοσοκομείο απέναντι και την εκκλησία λίγο πιο πέρα. Στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, ένα από τα μπορδέλα της γειτονιάς. Μπορδέλο, νοσοκομείο, εκκλησία, συστατικά μιας γειτονιάς που επέλεξε, όπως έλεγε, για να νιώθει ότι έχει ό, τι χρειάζεται ένας άνθρωπος. Η υποδοχή του σπιτιού ένας μακρύς φαρδύς διάδρομος που άλλοτε λειτουργούσε ως σάλα. Αριστερά η κρεβατοκάμαρα. Μπροστά στην είσοδο ένα δωμάτιο με εκθέματα βιβλίων και παρατεταγμένα δίπλα προς τα δεξιά άλλα δύο δωμάτια, που επικοινωνούν μεταξύ τους και με εσωτερικές πόρτες. ο ένα εξ αυτών αφιερωμένο στον άλλο γέροντα της πόλης, τον Στρατή Τσίρκα. Δεξιά αυτών, το γωνιακό δωμάτιο, το γραφείο του ποιητή. Κι ακόμα δεξιότερα η κουζίνα που πια λειτουργεί ως αποθήκη και δύο τουαλέτες.
Αφού περιηγήθηκα λεπτομερώς σε κάθε γωνιά του σπιτιού, ήπια τσάι με τον Μοχάμεντ, τον φύλακα και θαυμαστή του Καβάφη. Δεν ξέρω αν στ’ αλήθεια θαυμάζει το έργο του. Μάλλον από ευγνωμοσύνη μιλάει με τόση θέρμη για τον απόντα που του έλυσε το βιοποριστικό του πρόβλημα, δίνοντας του δουλειά. Σημασία έχει ότι σέβεται και το πρόσωπο που έζησε εκεί και το χώρο. Στο σπίτι έφτασα στις έντεκα το πρωί. Ρούφηξα όση ενέργεια βρήκα κρυμμένη στους τοίχους προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τον κώδικα των μυστικών τους καθώς η βίζιτα μου έγινε αρμένικη. Έμεινα μέχρι τις τρεις το μεσημέρι που ο Μοχάμεντ διπλομαντάλωσε την πόρτα. Διακόπηκε από ορδές Ελλήνων και Κυπρίων τουριστών που αντιμετώπισαν ασεβώς τον χώρο ως τουριστική ατραξιόν. «Αν το ’ξερα δεν θα ανέβαινα τόσες σκάλες.». «Και σιγά. Τι είν αυτό που μας φέρανε;». «Πώς είπαμε ότι τον λένε;». «Καλέ αυτός ήταν αδερφή!!!».Ντράπηκα. Όχι για όσα άκουγα. Αλλά για τα χαστούκια που δεν έριξα.
Πριν φύγω ο Μοχάμεντ μου έφερε το βιβλίο επισκεπτών να υπογράψω. Μου έδειξε ένα ράφι όπου υπήρχαν κι όλα τα παλιότερα. Θυμόμουν ότι στην πρώτη μου επίσκεψη εδώ ήταν Ιούνιος. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν το 1997 ή το 1998. Ψάχνοντας στα παλιότερα βιβλία επισκεπτών διαπίστωσα ακόμα μια φορά πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός. Βρήκα την υπογραφή μου στις 25 Ιουνίου του 1994! Συγκινήθηκα από αυτήν τη συνάντηση, διαβάζοντας το μήνυμα που είχε αφήσει ο τότε μου εαυτός. «Σαν να βρέθηκα στον Πανάγιο τάφο της Ποίησης. . . Στο σπίτι του ποιητή που με σημάδεψε.»Τελικά κάποια συναισθήματα δεν αλλάζουν στο χρόνο.
Φεύγοντας με τον Μοχάμεντ, μου έδειξε την πόρτα του ημιυπόγειου μπορδέλου εσωτερικά της εισόδου. .Το ύψος της ένα μέτρο και κάτι εκατοστά. Μόνο σκυφτός μπορούσε να μπει κάποιος. Σκυμμένο το κεφάλι απαιτεί ο έρωτας. Ακόμα κι αυτός ο αγοραίος. Πληροφορήθηκα ότι πίσω από την πόρτα βρίσκεται ένας στενόμακρος χώρος υποδοχής που οδηγεί σε ένα μικρό κι ανήλιαγο δωμάτιο, όπου τα κορίτσια δεχόταν κάποτε τα βιαστικά ξεσπάσματα των πελατών. Κι αναλογίστηκα πώς είναι να επιστρέφεις σπίτι σου και να βλέπεις λιγούρικα κορμιά να προσκυνούνε στο πορτάκι, και ντροπαλά μάτια να εξέρχονται. Και να μην είσαι ποιητής, δεν μπορεί, κάτι θα γράψεις. . .

Τρίτη 16- Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Τρίτη 16- Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Μέρες που περνούν αφήνοντας ανεπαίσθητα ίχνη. Η τετραήμερη ανακωχή τράβηξε μια καμπύλη γραμμή σ’ αυτόν το χρονικό κύκλο, κι έγινε φατσούλα που χαμογελάει. Που μπορεί να χαμογελάει. Το μυαλό βουτάει σαν φτερό μες στο μελάνι κι όταν βρίσκει χρόνο κενό τον συμπληρώνει υπαγορεύοντας συνταγές για φάρμακα και φαρμάκια. Η κόλασή μου, πετάει τις φλόγες της κι ότι καεί τελικά, ήταν χάρτινο. Στις στάχτες του θα χορέψω και θα θεμελιώσω μια ψευδαίσθηση παράδεισου. Οι ξένες πόλεις, οι δικοί μας άνθρωποι, οι ξένοι άνθρωποι, οι δικές μας πόλεις που μας ακολουθούν, μια αόρατη πορεία φαντασμάτων στο επέκεινα. Οι αλυσίδες που χτυπούν, μουσική που ψάχνει λόγια. Της τα παραδίδω. . .


Η κόλασή μου είναι οι άλλοι*,
όσοι αγάπησα και μ’ αγαπούν.
Στον ουρανό μου μαύρο φεγγάρι
βγαίνω και ψάχνουνε για να με δουν.

Παράδεισός μου μια ξένη πόλη.
Μάταια βήματα στο πουθενά.
Σκυλιά και γάτες συνοδοιπόροι,
ήλιος να καίγομαι στην ερημιά.

Σαν το χαρτάκι σ’ άδειο μπουκάλι,
μήνυμα αδιάβαστο είν’ η καρδιά.
Η κόλασή μου είναι οι άλλοι.
Παράδεισός μου, η μοναξιά.


*Σαρτρ

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--B' ΜΕΡΟΣ
















Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

ΜΕΡΟΣ Β

Σίουα λοιπόν. Μια όαση πραγματική στη μέση της ερήμου. Τα χαλάσματα της παλιάς πόλης φωτισμένα λάμπουν μες στο πρώτο μας βράδυ εκεί. Μια πόλη από λάσπη που επεκτάθηκε κάθετα, χτίζοντας τριώροφα από λάσπη για να μη βγει έξω από τα όρια της, παρασύρθηκε μια νύχτα του 1926 από μια επίμονη νεροποντή κι έλιωσε στην κυριολεξία. Λιωμένα χαλάσματα λοιπόν, φωτισμένα, ένας λόφος με στενά σοκάκια για να περπατούν τα φαντάσματα της ερήμου. Κι ένα καφέ χτισμένο εκεί, σε μια ξύλινη εξέδρα με θέα την πλατεία της καινούργιας Σίουα από τη μια και τις ξεραμένες λάσπες από την άλλη.

Οι βεδουίνοι έχουν μια παλικαριά στα πρόσωπα τους που την έχουν συνήθως οι βουνίσιοι άνθρωποι. Ίσως τα βουνά της άμμου που συναντάει κάθε μέρα το βλέμμα τους. Τα φλεγόμενα βουνά, για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Φορούν τις καλές τους κελεμπίες, τις «χριστουγεννιάτικες», από γυαλιστερή ποπλίνα. Σκαμμένα πρόσωπα, βλέμματα βαθιά και ευθεία. Μάτια πολλάκις πράσινα και ενίοτε ξανθά μαλλιά. Νέγρικα μαλλιά, ξανθά αλλά κατσαρά. Οι άντρες της όασης. Οι γυναίκες σπάνια κυκλοφορούν εκτός σπιτιού. Κι όσες είδαμε έμοιαζαν περισσότερο με μπόγους, χαμένες κυριολεκτικά μες στην μπούργκα τους όπως καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα οκλαδόν στην καρότσα που έσερναν τα γαϊδουράκια. Καρότσα με ελαστικά αυτοκινήτου τις περισσότερες φορές, το κυριότερο όχημα μεταφοράς στην όαση αυτή, είτε ιδιωτικής χρήσης, είτε δημοσίας, είτε ταξί. Στολισμένες με λογής λογής πλαστικά, φανταχτερά λουλούδια και χάντρες και με μια μικρή τέντα στα ταξί να ανακατεύουν τη σκόνη στους δρόμους. Πολλά ποδήλατα επίσης, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, το ίδιο κι ακόμα περισσότερο στολισμένα , ένας απίστευτος ανταγωνισμός, που όμως όσο και να ήτανε κιτς, ταίριαζε στο τοπίο αφού μπορεί να θεωρηθεί ενσωματωμένο πολιτιστικό του στοιχείο.

Το επόμενο πρωί, η εικόνα συμπληρώθηκε από τα στολισμένα κοριτσάκια, σαν να επρόκειτο για μια τρελή βραδιά καρναβαλιού, όπου άλλο ήτανε ντυμένο βασίλισσα της νύχτας, άλλο βασίλισσα του χιονιού, άλλο Χιονάτη κι άλλο Σταχτοπούτα στο χορό του πρίγκιπα. Σατέν, τούλια, χάντρες, πούλιες κι οτιδήποτε λαμπιρίζον έγινε ρούχο τους και συμπληρώθηκε με τα αμέτρητα πλεξιδάκια στο κεφάλι και τα πολύχρωμα κι αμέτρητα επίσης τσιμπιδάκια. Τα αγοράκια φορούσαν όλα τις καλές τους κελεμπίες κι ένα μαύρο κεντητό γιλέκο από πάνω. Τύφλα νάχει το καρναβάλι του Ρίο-που δεν έχει Αντίρριο-.


Το μεσημέρι αυτής της μέρας μετά από ένα ελεύθερο πρωινό για περιήγηση στα λιγοστά μαγαζάκια, πήγαμε για φαγητό στο σπίτι του Βεδουίνου ξεναγού. Σε ένα δωμάτιο άδειο από έπιπλα, στρωμένο με κιλίμια, και δυο στενόμακρα πολύ χαμηλά τραπέζια, πήραμε το γεύμα μας, καθισμένοι οκλαδόν γύρω γύρω. Μπουτάκια κοτόπουλου, τοπικό ρύζι, μπάμιες με συκωτάκια πουλιών, λίγα τουρσιά, αγκινάρες, χούμους. Μετά το φαγητό, απαραίτητα το τσάι μας, σε μικρά κρασοπότηρα. Ακολούθησε η φυγή προς την έρημο.

Λίγα μέτρα έξω από το χωριό, τα τρία τζιπ που επιβιβάστηκε η παρέα σταμάτησαν να αφαιρέσουν αέρα από τα λάστιχα, να μπορούν να κινηθούν ευκολότερα στην άμμο. Λίγο μετά τις δύο, είδαμε τι θα πει έρημος. Έρημο κάθε λεξιλόγιο για να περιγράψει αυτό που μας περίμενε. Μπεζ της άμμου, γαλάζιο του ουρανού. Τίποτα άλλο. Το χτεσινοβραδινό αεράκι είχε σβήσει όλα τα ίχνη της προηγούμενης μέρας κι είχε αφήσει τα δικά του σαν κύματα πάνω στη άμμο. Βουνά άμμου δεξιά κι αριστερά, να παίζουν με τις σκιές τα χρώματα, υψώματα μεγάλα και κατηφοριές απότομες όπου βουτούσαν τα τζιπ ένα ένα κάθετα, σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο. Φωνές και γέλια, σαν να μας πήγαμε εκδρομή στο ρώσικο τρενάκι του λούνα παρκ, μια ντουζίνα μαντράχαλοι, μια ντουζίνα παιδιά αφυπνισμένα, που κυλίστηκαν στην άμμο, παίξανε με τα νερά των πηγών, φωτογράφισαν, φωτογραφήθηκαν, μάζεψαν απολιθωμένα κοχύλια-ναι, κάποτε εδώ ήταν θάλασσα-, είδαν τον ήλιο να πνίγεται στην πορτοκαλί πια άμμο, τη νύχτα να έρχεται, τα αστέρια και οι γαλαξίες να δίνουν παρόν, άλλα να πέφτουν κουρασμένα από το στερέωμα. Και τα παιδιά να επαναλαμβάνουν συνεχώς την ίδια λέξη. «Απίστευτο! »

Κατασκηνώσαμε στις παρυφές ενός αμμόλοφου. Τα τρία θεόρατα τζιπ, σχημάτισαν ένα πι κι εκεί ανάμεσα στρώθηκαν οι κουρελούδες και οι κουβέρτες όπου κοιμηθήκαμε μετρώντας τ’ άστρα και ξυπνήσαμε το άλλο πρωί με τη διαπίστωση ότι είμαστε πολλοί μικροί ακόμα για να μπορέσουμε να μετρήσουμε όλα αυτά που είδαμε. Εκεί που το βράδυ ανάψαμε φωτιά για να μαγειρέψουμε μια σούπα από λαχανικά και ρύζι πιλάφι και σαλάτες,εκεί γύρω φάγαμε, εκεί χορέψαμε τραγουδώντας, εκεί ψήσαμε το πρωί το τσάι μας. Τσάι στη Σαχάρα, χωρίς καμιά υπερβολή. Μόνοι μια χούφτα άνθρωποι, σε ένα απέραντο τοπίο άμμου κι ουρανού, απειροελάχιστοι κοντορεβιθούληδες εκστασιασμένοι. Δεν μπορεί. Υπάρχει θεός.
Ποια τύχη θα μπορούσε να το δημιουργήσει όλο αυτό. . . . Η πίστη που πάντα σώζει τον άνθρωπο από το ακατάληπτο. Μια τελευταία βόλτα με τα τζιπ το πρωί κι επιστροφή στην όαση, με αχόρταστα τα μάτια και μαγεμένο το μυαλό από τα ξωτικά της ερήμου, να υπόσχεται στο σώμα πως θα επαναλάβει τα ίδια βήματα το συντομότερο.
Οι πηγές της Κλεοπάτρας, το ιερό του Άμμωνα Δία που είχε επισκεφτεί κι ο Μεγαλέξανδρος, κάτι ρωμαϊκά κοιμητήρια, μια άλλη ερειπωμένη πόλη που είδαμε στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν πια το θαυμασμό μας. Τα μάγια της ερήμου παρέμειναν άλυτα.
Ο δρόμος της επιστροφής μας φάνηκε ατέλειωτος. Πώς να κουβαλήσεις τόσες βαριές καρδιές επτακόσια τόσα χιλιόμετρα; Το γαλάζιο της Μεσογείου που κουνιόταν να μας δείξει τη δική της σαγήνη, ευχάριστο αλλά λίγο. Κι εκεί κοντά στα μεσάνυχτα, βρεθήκαμε στο μποτιλιάρισμα της επιστροφής, περιπλανώμενοι μιάμιση ώρα μες στην πόλη με βηματισμό χελώνας , προσπαθώντας να αποτινάξουμε από το μυαλό μας την μαγική άμμο που όταν πας να την πιάσεις γλιστράει μέσα από τις χούφτες σου κι όταν δεν τη θέλεις κολλάει επάνω σου, γιορτινό πουκάμισο. «. . . το τραγούδι της ερήμου που θα μ’ ακολουθεί. …»

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--Α' μέρος

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

ΜΕΡΟΣ Α’

«Χιόνια στο καμπαναριό που Χριστούγεννα σημαίνουν. . .». Ούτε χιόνια εδώ, ούτε καμπαναριό, ούτε Χριστούγεννα. Όλα τα άλλα που φέρνει στη μνήμη το γιορτινό τραγούδι όμως, ίδια. Οι θρησκευτικοί ηγέτες παρακολουθώντας τη σελήνη στον ουρανό, την ακριβή στιγμή της νέας φάσης της, αποφασίζουν τέλος στο ραμαζάνι και στη νηστεία. Κάτι που δεν ισχύει για τις ίδιες μέρες σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο. Ανάλογα με το φεγγάρι που βλέπει ο καθένας από τον τόπο του.
Το τετραήμερο της γιορτής του Αϊντ, κάτι σαν τα δικά μας Χριστούγεννα, άρχισε σήμερα. Με βρήκε το πρωί στις 7. 30, να περιμένω στο δρόμο-σε έναν πρωτοφανώς απελπιστικά άδειο δρόμο- με μια παρέα φίλων το μίνι μπας που θα μας πάει στην όαση της Σίβας ή της Σίουα όπως τη λένε εδώ. Το ραντεβού απεδείχθη εντελώς αραβικό. Ο οδηγός ήρθε τελικά μετά από πολλά τηλεφωνήματα και νεύρα μετά από μία ώρα. Ευτυχώς το λεωφορειάκι ήταν ολοκαίνουργιο, έντεκα θέσεων και ξεκίνησε με έξι χαρούμενους επιβάτες.

Πρώτη στάση λίγο μόλις έξω από το Κάιρο, σε ένα καφέ της εθνικής οδού Κάιρο-Αλεξάνδρεια. Μόνο που περιέργως ήταν ασυγκρίτως καλύτερο και καθαρότερο από τα ανάλογα της Αθηνών-Θεσσαλονίκης. Με το πιο νόστιμο καπουτσίνο που ήπια εδώ. Καλός οιωνός. Το λίγο έξω από το Κάιρο εννοείται όμως μόνο ως χωροθέτηση. Γιατί για να φτάσουμε ως εκεί χρειάστηκε να διανύσουμε δεκάδες χιλιόμετρα πόλης και μία ακόμα ώρα καθώς με την αργοπορία του οδηγού είχε αρχίσει ήδη η κίνηση του εορταστικού τετραήμερου. Κάτι ανάλογο με την άτακτη φυγή των αθηναίων.

Δεύτερη στάση μετά από περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα στη μέση ενός ερημικού τοπίου. Απέραντη ακαλλιέργητη έκταση με κάποια σκίνα ατάκτως ειρημένα. όπου και να έστρεφες το μάτι περίπου ίδιο το τοπίο. Πέτρες, σκίνα και σκουπίδια στις παρυφές του δρόμου.

Μετά από ακόμα τόσα χιλιόμετρα, διανύοντας ουσιαστικά μετά από κάποιο σημείο έναν δρόμο παράλληλο των ακτογραμμών της Μεσογείου, καταφέραμε να κλέβουμε ματιές στη θάλασσα όσο μας επέτρεπε η άναρχη και πυκνή δόμηση κατά μήκος των ακτών. Τρίτη στάση μας, στο Ελ Αλαμέιν, σε ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα πλάι στη θάλασσα. Και τι θάλασσα! Γαλαζοπράσινη με λευκή άμμο και απέραντες αμμουδιές. Εκτός τουριστικής σαιζόν η εποχή, άδεια η παραλία με τις ψάθινες ομπρέλες παραδομένες στην αύρα. Δεν μπορούσε η ψυχή παρά να αναφωνήσει «Θάλαττα! Θάλαττα». Καλά τα μεγάλα ποτάμια που διασχίζουν τις πόλεις αλλά η ομορφιά εν προκειμένω ανάλογη του μεγέθους. Ποιος Νείλος μπορεί να συγκριθεί με τη Μεσόγειο και μάλιστα στα καλύτερα της; Παίξαμε με την άμμο, χαϊδέψαμε το νερό, φάγαμε ψαράκι ψητό και ξαναφορτωθήκαμε στο λεωφορειάκι για να συνεχίσουμε να φανταζόμαστε τη θάλασσα πίσω από τα κτήρια, για αρκετά χιλιόμετρα ακόμη, όσο προχωρούσαμε παράλληλα στη μεσόγειο. Όταν πια τα σπίτια τέλειωσαν, τέλειωσε κι η θάλασσα σε μια αριστερή στροφή. Χώμα, πετρούλες και χώμα μόνο, με ακόμα πιο αραιά σκίνα, μέχρι που κάθε βλάστηση χάθηκε τελείως.

Σε ένα τέτοιο τοπίο που διέσχιζε μια καλοσυντηρημένη άσφαλτος, έγινε η τέταρτη στάση για να βάλουμε βενζίνη και λίγο αέρα στα λάστιχα, μιας και δεν υπήρχε πια άλλο βενζινάδικο στο δρόμο μας και θέλαμε τουλάχιστον τριακόσια χιλιόμετρα ακόμα. Δυο τρία μαγαζάκια της συμφοράς, καμιά πενηνταριά άντρες, με κελεμπία ντυμένοι και με χαρακτηριστικά άγρια από τον ήλιο, μια ιδιαίτερη ομορφιά κάποιοι από αυτούς. Η βερβέρικη φυλή, ξεχωρίζει από τους φαραωνίτες. Και είμαστε πια στα μέρη τους. Στις αρχές του άγριου ερημικού τοπίου που θύμιζε περισσότερο τοπίο σεληνιακό κι όχι αυτό που μας έρχεται στο νού όταν λέμε «έρημος».

Στην Πέμπτη στάση πια νιώθαμε ότι περπατάμε στο φεγγάρι ή στην άγρια δύση, σε επίπεδη όμως μορφή. Ούτε βουνά, ούτε καν ένα λοφάκι. Το μόνο που εξείχε το μικρό καφενεδάκι που καθίσαμε για τσάι. Τσάι στο πουθενά. Σε ένα χάλασμα να το πώ; Ερείπιο; Όπως και να το πω με τούβλα ήταν πάντως χτισμένο. Με καρέκλες σαν από μπαμπού αλλά όχι ακριβώς κι ένα ραδιοφωνάκι της συμφοράς, συνδεμένο πρόχειρα με μπαταρία αυτοκινήτου, να παίζει μουσική. Κόντεψε να μας καθίσει το τσάι στο λαιμό, όταν κάποια στιγμή ο ένας από τους δύο νεαρούς που έψαχνε να βρει άλλο σταθμό στο ραδιοφωνάκι, συντονίστηκε κάπου που του άρεσε και το άφησε. Μας άφησε και μας άναυδους να ακούμε, εκεί στο πουθενά, «θα ζήσω ελεύθερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί» εν μέσω πολλών παράσιτων μεν, αλλά καθαρά δε. Για οφθαλμαπάτες στη έρημο κάτι είχαμε ακούσει. Για ακουστικές απάτες όμως δεν μας μίλησε κανείς. Και ναι, δεν ήταν απάτη. Ήταν η φωνή του Χριστάκη. Δεν θέλαμε κι εμείς πολύ για να αρχίσουμε να σιγοντάρουμε εν χορώ και να χορεύουμε ζεϊμπέκικο της ερήμου, κυριολεκτικά. Χάθηκε κάποια στιγμή το σήμα, τέρμα οι χοροί και τα τραγούδια. Ψάχνει ο άναυδος ταλαίπωρος άλλο σταθμό και ξαφνικά δεύτερο «γκλουπ!». Συνομιλία δημοσιογράφου με τοπικό στέλεχος από κάποιο ραδιόφωνο της Κρήτης. Παράλογοοοο! ! ! Δεν απαντά κανείς. Άρα λογικό. Και βέβαια λογικό. Βρισκόμαστε περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα μέσα από την ακτή σε ένα εντελώς επίπεδο τοπίο λίγο νοτιότερα της Κρήτης. Ότι πρέπει για τα ραδιοφωνικά κύματα να ρθούνε και να σκάσουνε στα αυτιά μας. Αφού ήπιαμε το τσάι, χαζέψαμε το ηλιοβασίλεμα, σαν να θάβεται ο ήλιος στο χώμα και ξεκινήσαμε μες στο σούρουπο για το υπόλοιπο των εκατόν πενήντα χιλιομέτρων που θα μας έβγαζε στη Σίουα,ναι, ναι, τη Σίβα, μια όαση, τριάντα χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Λιβύη.

Καθώς νύχτωνε, το μόνο που φαινόνταν πια ήταν η ασφαλτος που φωτιζότανε από τους προβολείς. Πολύ αραιά μπορεί και τα φώτα κάποιου αυτοκίνητου που εγκατέλειπε την όαση. Όταν συναντήσαμε τους πρώτους φοίνικες, συναντήσαμε και κάποιους στρατιώτες στην άκρη του δρόμου και αμέσως μετά, φως στο τούνελ, στο σκοτάδι ήθελα να πω. Τα φώτα της όασης έλαμπαν σαν μικρά επίγεια αστέρια. Μπήκαμε σε ένα χωριό, σαν εγκαταλειμμένο από θεούς και ανθρώπους, με δρόμους από χώμα που ίσως στρώθηκαν κάποτε από άσφαλτο αλλά στο μεταξύ είχαν χαλάσει.Όταν πια είδαμε τους πρώτους Βερβερίνους να σέρνουν τις άσπρες τους κελεμπίες πλησιάζαμε στην πλατεία του χωριού , την οποία διασχίσαμε κάθετα και μπαίνοντας σε ένα στενό δρόμο, σταματήσαμε εκατό μέτρα πιο πέρα, μπροστά στο ξενοδοχείο που θα μέναμε, ένα συγκρότημα από μικρά σπιτάκια-δωμάτια μέσα σε ένα φοινικόδασος, με στενούς διαδρόμους ανάμεσό τους. Τα λίγα φώτα και οι σκιές έφτιαχναν να φαίνεται πραγματικός παράδεισος το oasis paradise.Μόλις επτακόσια πενήντα περίπου χιλιόμετρα από το Κάιρο.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Τρίτη 9-Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Τρίτη 9-Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2000 κι επτά


Κατεβαίνοντας ο Νείλος να ξεδιψάσει τη Μεσόγειο, κατεβάζει μαζί του ένα γλυκό αεράκι , με όλα τα αρώματα της διαδρομής, που δροσίζει το Κάιρο. Είναι μερικές φορές όμως που αυτός ο αέρας σου ανακατεύει τα μαλλιά, τη διάθεση, τα βήματα κι όλα γίνονται μαλλιά κουβάρια μέσα σου και γύρω από τυχαία γεγονότα που αν μπορούσες να δεις σε play back θα τα έσβηνες γρήγορα με τη γομολάστιχα για να μη σου λερώσουν το κατάλευκο σεντόνι του ονείρου. Σταγόνες ξεχασμένης σκουριάς από μια βρύση που δεν έκλεισες σφιχτά. Κι άντε πάλι στην μπουγάδα τ’ όνειρο, απορρυπαντικό με μπλε και πράσινους κόκκους ελπίδας, μαλακτικό εύοσμης ανάμνησης και λευκαντικό χαμένης αθωότητας. Στα σχοινιά του χρόνου απλωμένο πια, σε έναν ήλιο που καίει, κρατημένο σφιχτά από τα μανταλάκια της αισιοδοξίας να μην το πάρει το αεράκι του Νείλου και το σκορπίσει ιπτάμενο χωρίς επιβάτη στην καινούργια γειτονιά και στην παλιά θλίψη.
Περπατάω ακροβατώντας στις περιφέρειες εφαπτόμενων κύκλων, προσέχοντας να μην χάσω τη γραμμή κάτω από τα πόδια μου και βγω έξω από τον κύκλο που διάλεξα, να μην πέσω μέσα στον κύκλο που με διάλεξε. Δίχτυ ασφαλείας το χαμόγελο που δεν ξεράθηκε, απλά απότιστο λύγισε τα άνθη του, έχασε τον προσανατολισμό του αλλά όχι το άρωμα του. Παραπαίω ανάμεσα σε αυτά που ήθελα να ξεχάσω και μια υπενθύμιση βάρβαρη μου τα ξαναφέρνει στο μυαλό, όπως το ξυπνητήρι χτυπάει άγρια μες στα χαράματα και το όνειρο διακόπτεται αιφνίδια. Άπλωσα το χέρι κι έκλεισα το ξυπνητήρι. Όχι δεν θέλω να ξυπνήσω. Θα συνεχίσω να ονειρεύομαι. Κουράστηκα ξάγρυπνος χρόνια να παραδίνομαι στα χημικά όνειρα του υπνοστεντόν, στις ψευδαισθήσεις που εν γνώσει μου αφέθηκα από ανάγκη να συμπληρώσω ένσημα , να εξασφαλίσω το μέλλον σε ένα ανασφαλές παρόν. Όχι δεν θέλω να ξυπνήσω. Ας χτυπήσουν όσα ξυπνητήρια θέλουν. Δεν ακούω. Ονειρεύομαι. . .

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Αποφράδα ημέρα που θα ήθελα να μην καταγραφεί. Δεν αντέχεται ούτε σαν επανάληψη με λέξεις.Ένα στιχάκι θα υπονοήσει γι' αυτήν όσα η μνήμη αρνείται να θυμηθεί. Ουδέν άλλο σχόλιο.

ΤΑ ΞΥΡΑΦΙΑ


Και βγήκε πάλι ο καιρός με τα ξυράφια
να ‘βρει ένα σώμα ή μια μνήμη να χαράξει
κι όπως περπάταγα ανάμεσα στ’ αγκάθια
έστειλε να ’ρθει μια Στιγμή να με φωνάξει.

Κοίταξα πίσω μου και μέσα μου και γύρω
να δω ποιο λάθος κουβαλώ χωρίς να ξέρω
ποια νύχτα μ’ άφησε επάνω της να γείρω
και σαν φεγγάρι στη ζωή μου ανατέλλω.

Είδα το φάντασμα του κόσμου να γελάει
κι εγώ συνέχισα να μην καταλαβαίνω
αυτός ο δρόμος που πορεύομαι πού πάει
και τι θα΄ ρθεί, εκεί που δεν το περιμένω.

Και ήρθε δίπλα ο καιρός με τα ξυράφια
το αίμα άρχιζε στο πάτωμα να στάζει
σαν τριαντάφυλλο που κράτησε τ’ αγκάθια
κι όλα τα φύλλα στον αέρα τα μοιράζει.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου-Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου-Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Το ραμαζάνι είχε αρχίσει δυο μέρες πριν φύγω στην Ελλάδα. Δεν είχα προλάβει να καταλάβω. Σ’ αυτό το διάστημα όμως μετά την επιστροφή μου, κατάλαβα.Απο την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, δεν πίνει-ούτε νερό-, δεν καπνίζει, δεν τρώει κανένας. Αποχή από το σεξ όλο το 24ωρο, όλη τη διάρκεια της νηστείας. Τα μάτια προσποιούνται αδιαφορία, τα χείλη προσποιούνται δροσιά, τα σώματα προσποιούνται ασκητική. Τα παραδοσιακά καφενεία έχουν βάψει τα τζάμια με άσπρη μπογιά, ώστε την ημέρα όλο και κάποιοι κρυμμένοι εκεί μέσα να κάνουν τον αργιλέ τους και να πίνουν το τσαγάκι τους. Στο μετρό συναντάω καθημερινά ανθρώπους όλων των ηλικιών με ένα Κοράνι στα χέρια να σιγοψιθυρίζουν τα λόγια του. Βιβλιαράκια σε όλες τις μορφές. Μικρά, μεγάλα, δερμάτινα κι άλλα σε ειδικές θήκες με φερμουάρ.
Οι ρυθμοί της πόλης έχουν αλλάξει. Τα πρωινά αργούν ν ανοίξουν τα μαγαζιά. Τα βράδια κλείνουν πάλι πολύ αργά. Η νύχτα και η ημέρα άλλαξαν θέσεις.
Λίγο πριν τη δύση του ηλίου γεμίζουν πεζόδρομοι και πεζοδρόμια με τραπέζια, όπου κάθονται όλοι γύρω γύρω με το φαγητό σερβιρισμένο ήδη και περιμένουν τη δύση του ήλιου και το κάλεσμα του μουεζίνη να πέσουν λυσσασμένοι πάνω στα φαγητά. Λίγο πριν τη δύση τίποτα δεν κινείται στην πόλη σχεδόν. Μαρμαρωμένοι όλοι περιμένουν το κάλεσμα. Όσοι δεν μπορούν ν αφήσουν τα καταστήματα τους στρώνουν κατάχαμα τα καλούδια τους και περιμένουν εκεί τη μαγική λέξη που βάζει φωτά στα πιρούνια. Αργά το βράδυ πάλι, μετά τις τρεις κι ως το ξημέρωμα βλέπεις συνεχώς ανθρώπους να τρώνε παντού, για να αντέξουν τη δωδεκάωρη καθημερινή νηστεία. Μια στιγμή είδα μια γυναίκα να λιγοθυμάει στο δρόμο και να προσπαθούν να τη συνεφέρουν χωρίς νερό. (ίσως να ήταν μεμονωμένο περιστατικό). Τις ώρες της προσευχής και ειδικά Παρασκευή πρωί, οι δρόμοι στρώνονται με χαλιά όπου όλοι γονατίζουν και προσεύχονται χτυπώντας το κούτελο στο πάτωμα. (Οι πιο θρησκευόμενοι έχουν εκ τούτου μια μελανιά στο δόξα πατρί κι αναγνωρίζονται εύκολα) Δεν τολμώ να κάνω συγκρίσεις με το γνωστό μου τελετουργικό και τη συμμετοχή του κόσμου. Οι άνθρωποι εδώ είναι παραδομένοι.
Τα σπίτια είναι στολισμένα με πολύχρωμα φανάρια στη θέση των χριστουγεννιάτικων δέντρων. Οι χριστουγεννιάτικες χρυσαφιές γιρλάντες στολίζουν βιτρίνες. Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους να αγοράζει γιορτινά ρούχα. Πατείς με πατώ σε, πάντα μετά τις επτά. Σε κάθε αγορά γίνεται το αδιαχώρητο όπως στην Ερμού, στα Τζάμπο και στη Βαρβάκειο τις παραμονές Χριστουγέννων. Στους δρόμους παντού το αδιαχώρητο. Κι όσο πλησιάζει η τετραήμερη γιορτή-αργία του Αϊντ, τόσο περισσότερη λύσσα για ψώνια. Στα τουριστικά θέρετρα, έχουν ήδη κανονιστεί οι διακοπές με κυριότερη προτίμηση τα παραθαλάσσια της Ερυθράς θάλασσας, το Ασσουάν και το Λούξορ.
Κοντά στους ντόπιους μουσουλμάνους και οι κόπτες χριστιανοί, όπως και οι ξένοι, αποφεύγουν να καπνίζουν, να πίνουν, να τρώνε δημόσια κατά τη διάρκεια της ημέρας
για το μη εισενέγκεις αυτούς εις πειρασμόν. Και οι μέρες προετοιμασίας της γιορτής περνούν ξώφαλτσα από γύρω μου, με ένα υποχθόνιο χαμόγελο για τις ζαβολιές που γίνονται αναμφιβόλως αλλά δεν ομολογούνται.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Παρασκευή 14- Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Παρασκευή 14- Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Επέστρεψα λοιπόν. Αυτό δήλωνε η σφραγίδα στο διαβατήριο τουλάχιστον. Ξημερώματα Παρασκευής περπατάω στους γυαλισμένους γρανίτες του Ελ. Βενιζέλος. Στην ίδια γυαλάδα που πριν 20 ημέρες περίπου έπεφτε το αίμα μου πίσσα. Γύρισα να δω τα ίχνη που άφησα τουτη τη φορά. Τίποτα δεν λέρωσε το πάτωμα. Δεν κυλάει το παγωμένο αίμα. Δεν είμαι χαρούμενος. Ίσως δεν είμαι ούτε λυπημένος. Απλά «είμαι». Κοιτάω γύρω μου κι όλος αυτός ο . . . πολιτισμός μου φαίνεται χρυσό κλουβί. Πώς θα μπορούσα να νιωθω όταν επιστρέφω στο κλουβί από το οποίο κατάφερα με κόπο να δραπετεύσω. Κι ας είναι για λίγες μέρες μόνο. Η ασφάλεια του γνωστού καθησυχαστική. Αυτό μόνο. Καμια νοσταλγία για τον κόσμο γύρω μου. Ίσως μάλιστα και μια μελαγχολία γα τη ζωή που έφυγε εδώ με την αυταπάτη ότι ζω το μύθο μου.

Επέστρεψα. Στο σπίτι μου στην Αθήνα. Το βρήκα όμορφο. Με εκείνη την κρύα ομορφιά που δημιουργεί αποστάσεις. Λίγες ώρες μόνο, ίσα που πρόλαβα να δω μια φίλη πριν φύγω με το τρένο για Θεσσαλονίκη. Αυτό που κρατάω, η έλπληξη της. Η προηγούμενη φορά που ειδωθήκαμε ήταν στο αεροδρόμιο, πριν φύγω. Μα αυτήν την φορά ήταν σαν να συναντηθήκανε δυο άλλοι άνθρωποι. Αν έβαζα τις δυο αυτές εικόνες δίπλα δίπλα, η μία θα ήταν αρνητικό της άλλης.

Επέστρεψα.Στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη. Η αγκαλιά της αδερφής μου μια υπόσχεση. Ένας λόγος για να επιστρέφω. Μιλάω ακατάπαυστα. Όπως κάνουν όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι όταν προσπαθούν με λόγια να περιγράψουν τη χαρά τους. Είχα καιρό να το νιώσω έτσι. είχαν καιρό να με δούνε έτσι. Κι αυτό γίνεται αντιλητπό εκατέρωθεν.

Επέστρεψα. Στον τάφο του πατέρα μου. Έκλαψα που δεν θα μάθει ποτέ πόσο καλά νιώθω επιτέλους. Που δεν θα δει το καινούργιο μου σπίτι. Του τα είπα όλα. Μου χαμογέλαγε από την φωτογραφία στην πορσελάνη. Κι έψαχνα ένα σημάδι στη φλόγα του καντηλιού, ένα τρεμοπαίξιμο, μια κουβέντα του. Ότι δεν μπόρεσα να δω, το φαντάστηκα. Μου χαμογέλαγε. Όλα καλά.

Επέστρεψα. Στη μητέρα μου. Ήρθε να με πάρει από τη στάση του τρένου. Με αγκάλιασε από μακριά με τα μάτια της. Η μυρωδιά των μαλλιών της όπως την αγκάλιαζα από κοντά, ο μυροβλήτης προορισμός μου. Οι μάνες πάντα ξέρουν. Η δική μου ήξερε τώρα πως ήταν άδικοι οι φόβοι της. Ανυπομονεί πια να έρθει στην Αίγυπτο να δει γιατί λάμπουν έτσι τα μάτια μου. Ησύχασε. Ησύχασα.

Επέστρεψα. Στους φίλους μου. Σαν στρατιώτης που γυρίζει νικητής από τη μάχη. Αυτή η επιστροφή με ξανάστειλε πίσω στην Αίγυπτο Τρίτη βράδυ ξημερώματα Τετάρτης, χαρούμενο για την αναχώρηση. Κάποιες σχέσεις θέλουν χρόνο να πάρουν μια ανάσα και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Ή κουρασμένες πια στον ίδιο δρόμο χρόνια, να αλλάξουν δρόμο. Φεύγω κι αφήνω το χρόνο ελεύθερο. Ιδιοτροπία μου ίσως να περίμενα αλλιώς αυτην τη συνάντηση. Ένιωσα σαν να μην μπορούσαν να συμετέχουν στη χαρά μου. Σαν να με προτιμούσαν περιφερόμενη μιζέρια. Ίσως πάλι να υπερβάλλω. Θα δείξει.

Επέστρεψα. Στο Κάιρο. Με ανυπομονησία για όσα με περιμένουν. Με ανακούφιση για όσα απέφυγα. Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες δεν τους φοβάμαι πια. Δεν τους κουβαλάω μέσα μου. Κι η απαλλαγή αυτού του βάρους, δίνει φτερά στο όνειρο. Σ' αυτές τις εκλογές,ψήφισα το φεγγάρι του Καϊρου και βγήκε αυτοδύναμο.

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Μουσικό διάλειμμα χωρίς μουσική!!!(πάλι)

(Ξέρω, δεν έχει συγγενική σχέση με τη συνέπεια αυτό το ημερολόγιο.Θα δικαιολογηθώ απο έλλειψη προσωπικού χρόνου λόγω φιλοξενίας παρέας απο Ελλάδα. Θα επανέλθω δριμύτερος.)

ΕΔΩ ΚΑΛΑ

Ότι σκεφτόμουν ευτυχώς
σαν μια ταινία προσεχώς
που δεν κατάφερε να φτάσει στην οθόνη
κι ότι θεώρησα γραφτό
ψέμα παράλογο κι αυτό
πάνω στ’ απάτητο του μέλλοντα μου χιόνι.

Είμαι εδώ κι είμαι καλά
μου λείπουν άνθρωποι αλλά
δεν είχα κάτι να τους δώσω παραπάνω
Τώρα που μόνος περπατώ,
τη μοναξιά μου αγαπώ.
Μόνος γεννήθηκα και μόνος ας πεθάνω

Ότι φοβόμουν μια ζωή
κάποιο παράξενο πρωί
μπροστά στα μάτια μου σκορπίστηκε σα σκόνη
κι ούτε θυμάμαι πιο παλιά
τι χρώμα είχε η καρδιά.
Καινούργιο φως τώρα τη μνήμη μου τυφλώνει.

Είμαι εδώ κι είμαι καλά
βλέπω τον ήλιο να γελά
χαμογελάω και του λέω καλημέρα
Μπήκε αέρας στην ψυχή
και δεν μου καίγεται καρφί
αν το μυαλό μου βολοδέρνει στον αέρα.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2007

Πέμπτη 6-Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Πέμπτη 6-Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Οικονομία χρόνου. Είναι η μόνη οικονομία που απαιτεί το Κάιρο. Δεν περισσεύει πολύς χρόνος για να καθίσεις μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή να γράψεις για τη ζωή που περνά. Δεν θέλεις να χάσεις ούτε λεπτό από όλα όσα μπορεί να σου προσφέρει το άγνωστο. Προτιμάς να πέσεις στο ποτάμι που κυλάει και να το αφήσεις να σε παρασύρει. Και το ποτάμι εδώ είναι μακρύ, πλατύ και βαθύ. Επ’ ουδενί ξεροπόταμος. Από τις όχθες σου πετάνε λυγαριές τα παράξενα, να πιαστείς, να ξαποστάσεις και ν αφεθείς με περισσότερη ορμή μετά στη ροή. Λένε πως ποτέ δεν μπορείς να δεις το ίδιο ποτάμι δυο φορές. Εδώ δεν προλαβαίνεις καλά καλά να το δεις ούτε μία. Τα πάντα ρει κι αφήνομαι. . .
Μια στάση στα «βρώμικα». Περασμένα μεσάνυχτα μια τυχαία συνάντηση στο δρόμο θα φέρει τη Φανή, εμένα και τον Αντρέα κάπου κοντά στην πλατεία Ραμσής του σιδηροδρομικού σταθμού. Σκονισμένα ερείπια μιας πολύ παλιάς αίγλης, νεοκλασικά που ξεψυχάνε χαμογελώντας, δρόμοι περισσότεροι βρώμικοι ακόμα κι από το εδώ συνηθισμένο. Τα «βρώμικα» είναι μια ψησταριά στα στενά της απόλυτης παρακμής, με πριονίδι στην άσφαλτο να ρουφάει τα λίπη. Σπεσιαλιτέ τα αρνίσια παϊδάκια. Έλα που εγώ δεν τρώω αρνί. Έρχονται στο τραπέζι μας, πριν ακόμα παραγγείλουμε, δυο σαλάτες χούμους, ένα πιάτο τουρσί διάφορα και μια ντοματοσαλάτα. Οι υπόλοιποι παραγγέλνουν παϊδάκια. Εγώ προτιμάω κόφτα, κάτι σαν το κεμπάπ του Μπαϊρακτάρη από μοσχαρίσιο κιμά. Όταν έρχεται η παραγγελιά οι φίλοι βουτάνε με τα χέρια τα καλοψημένα παϊδάκια με μια έκφραση ηδονής στα πρόσωπα τους. Ζηλεύω κι απλώνω το χέρι. Απορώ με τον εαυτό μου όταν διαπιστώνω ότι συνεχίζω να επαναλαμβάνω αυτήν την κίνηση. Σκέφτομαι πως αν με έβλεπε η μάνα μου θα έκανε το σταυρό της. Θαύμα! Τρώω αρνίσια παϊδάκια. Εγώ που ακόμα και το σουβλιστό κατσικάκι του Πάσχα, ίσα ίσα που το άγγιζα. Η μυρωδιά και η γεύση τους θυμίζουν έντονα χοιρινό. Αν δεν απαγορευόταν εδώ αυτό το κρέας, θα ήμουν σίγουρος ότι μας κορόιδεψαν. Απίστευτη γεύση. Μια πιθανή εξήγηση ίσως να βρίσκεται στο ότι βράζουν τα παιδάκια πρώτα και μετά τα ρίχνουν για ψήσιμο στα κάρβουνα. Ίσως γι αυτό δεν μυρίζουν καθόλου αρνί. Ένα κιλό παϊδάκια, ένα τέταρτο κόφτα, σαλάτες, μπόλικες πίτες αραβικές και έξι κόκα κόλες, θα ανεβάσουν το λογαριασμό στα δώδεκα ευρώ. Όσο κάνουν εννιά καλαμάκια με μια φέτα ψωμάκι στη «γωνιά» στην Ομόνοια. Ακόμα δεν μπορώ να ξεφύγω από τις συγκρίσεις. Καθισμένος σε μια βρώμικη καρέκλα, ένα βρώμικο τραπέζι, σε ένα βρώμικο δρόμο, με πολλούς βρώμικους ανθρώπους γύρω μου απολαμβάνω την πιο καθαρή γεύση. Οι μόνοι «ξένοι» εδώ, σε μια προσπάθεια να νιώσουμε λίγο κομμάτι αυτής της χώρας.

Πρέπει να κάνω ακόμα μια στάση στην παράσταση της πειραματικής σκηνής του θεατρικού οργανισμού Κύπρου στα πλαίσια του διεθνούς φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου που γίνεται κάθε χρόνο στο Κάιρο. Μετά την αποτυχημένη παράσταση της ελληνικής αποστολής, βρεθήκαμε μια παρέα Έλληνες στο θέατρο, με πολύ χαμηλές πια προσδοκίες. «Το ημερολόγιο ενός τρελού» σε σκηνοθεσία Σπύρου Χαραλάμπους, μουσική Γιώργου Χριστοδουλίδη κι ερμηνεία του Μάριου Ιωάννου, στην κυπριακή διάλεκτο παρακαλώ. Τρεις μόλις άνθρωποι κατάφεραν λίγο πριν πέσει η αυλαία να βγάλουν δάκρυα από τα μάτια μας. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο να κλαις φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση. Πόσο μάλλον όταν αυτή είναι σε διάλεκτο που αφήνει κάποια κενά κατανόησης. Εξαιρετικός ο μονόλογος του Μάριου. Ακόμα και κωφάλαλος να ήταν κανείς, το κλάμα δεν το γλύτωνε. Μιλούσε με κάθε του κίνηση. Με κάθε του παύση. Καταπληκτική παράσταση που ίσως ανέβει και στην Αθήνα. Αξίζει να τη δει κανείς.

Μετά την παράσταση, όλη η παρέα κατευθύνθηκε στο Αλ Σαράγια, ένα από τα πλωτά εστιατόρια του Νείλου. Φαγητό, κρασί και γλυκό, με θέα το φωτισμένο ποτάμι, στο ιταλικό εστιατόριο του πλοίου με όλους τους σερβιτόρους πάνω από τα κεφάλι μας. Επτά ευρώ έκαστος. Το λέω και χαίρομαι από τη μία, αλλά θυμώνω από την άλλη. Καλά τα ταβερνάκια και τα «Μήτσο, πιάσε πιάσε μια μπύρα». Αλλά είναι κρίμα να έρθεις και να περάσεις από αυτή τη ζωή με χιλιάδες Μήτσους μόνο, κι αυτούς κανένα Σαββατοκύριακο, μετρώντας και υπολογίζοντας αν φτάσουν τα ρημάδια για τις πιστωτικές κάρτες και τα τσιγάρα. Δεν είναι καθόλου άσχημα να δεις τη ζωή κι από την άλλη πλευρά. Όχι ότι είναι απαραίτητα καλύτερη. Σίγουρα είναι πιο . . . φο, αλλά να έχεις εσύ το δικαίωμα να επιλέγεις τι σου πάει περισσότερο γαμώτο μου. Ανάλογα την ώρα και τη στιγμή. Όταν θέλεις να τρως σουβλάκια στην Ομόνοια κι όταν το τραβάει η όρεξη σου, ροφό στο Μικρολίμανο. Γιατί να έρθεις και να περάσεις με τη γεύση του γαύρου μόνο; Μια και είπα ροφός, πέντε ευρώ το κιλό εδώ. Πηγαίνεις στον ψαρά, παραγγέλνεις τα ψάρια που θές, του δίνεις τη διεύθυνση σου, τα καθαρίζει, τα ψήνει στα κάρβουνα και στα φέρνει σπίτι. Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ που λέει και το τραγούδι, αλλά το «ευχαριστώ» το κρατάω για την Αίγυπτο. Για όλα αυτά τα πρωτόγνωρα που μου χαρίζει γενναιόδωρα.

Η παρέα έφυγε για την Ηλιούπολη, εγώ ξέμεινα στην πόλη, να γυρνάω στους δρόμους, να ανακαλύπτω γειτονιές στο κέντρο, καφέ που ξενυχτάνε πνιγμένα στον καπνό του ναργιλέ και στα χαμόγελα των ανθρώπων. Πόσο αβίαστα χαμογελούν εδώ οι άνθρωποι είναι απορίας άξιον. Φαντάζομαι να είχαν το ένα τέταρτο του «πλούτου» του δικού μας θα σκάγανε στα γέλια. Ίσως πάλι επειδή δεν έχουν τίποτα για αυτό να είναι τα χαμόγελα τους τόσο υπέροχα αυθόρμητα. Δεν φοβούνται μήπως χάσουν κάτι γιατί δεν έχουν τίποτα. Έτσι τη βρήκαν τη ζωή, έτσι πηγαίνουν και σιγά μη σκάσουν. Ίσως αυτό να μην είναι μοιρολατρία αλλά άσκηση σοφίας. Τι να πω; Όλη τη νύχτα περιπλανιέμαι στους δρόμους αφού αποφάσισα να επιστρέψω με τα πόδια σπίτι. Στις έξι και μισή το πρωί, παραδόθηκα στην ευκολία του ταξί. Ο ήλιος φέγγιζε πάνω στους μιναρέδες των τζαμιών, η πόλη ξύπνησε για τα καλά αλλά εγώ είχα αρκετό περπάτημα και είχα κουραστεί. Ανατολή στο Κάιρο θα πει τρέξτε ζωγράφοι, φωτογράφοι, σκηνοθέτες, να πιάσετε τ’ άπιαστο. Κρατάω ότι μπορεί να κρατήσει το μυαλό μου. Δεν το χόρτασα.

«Στην αγορά του Αλ χαλίλι θα πουλάν τα δυό σου χείλη. . .» Θέλω δεν θέλω τραγουδάω το τραγούδι του Ζούδιαρη καθώς το ταξί με αφήνει στην πλατεία του Χαν ελ Χαλίλ με το επιβλητικό τζαμί και τα ποτάμια ανθρώπων που μπαινοβγαίνουν στα στενά της αγοράς. Τα παζάρια και τα τραβήγματα αρχίζουν με το που πατάς το πόδι σου εκεί και δεν θα σταματήσουν ούτε ακόμα και στον παραδοσιακό καφενέ Ελ Φισάουι με τους πολλούς καθρέφτες που επιτρέπουν να συναντιούνται τα μάτια στις αντανακλάσεις τους. Εκεί καθίσαμε με τη Σοφία μετά την αγορά πολύχρωμων κομπολογιών από κόκκαλο καμήλας ή γιουσούρι . Στον μακρύ, ξύλινο καναπέ οι δύο μας ανάμεσα σε ξένες παρέες που περνώντας η ώρα είχαν την τάση να γίνουν μια μεγάλη παρέα. Όλοι μιλάνε με όλους, πίνοντας χυμούς μάνγκο, ροδιού ή ζαχαροκάλαμου, τσάι σε διάφορες γεύσεις και αραβικούς καφέδες.Ντόπιοι και ξένοι ένα πολύχρωμο κουβάρι. Κι ανάμεσα από τα τραπέζια οι μικροπωλητές που προσπαθούν να σου πουλήσουν από φιστίκια αράπικα μέχρι πορτοφόλια και δερμάτινα πουφ. Μια πολυτάραχη σκηνή πνιγμένη στον καπνό και τα αρώματα των ναργιλέδων, τα λόγια, τα βλέμματα, τα γέλια. Λίγο αργότερα δοκιμάζαμε λίγο πιο πάνω, κοντά στο τζαμί, στο πανκέικ ένα είδος αιγυπτιακής κρέπας ή ίσως αιγυπτιακής μπουγάτσας με κρέμα, τυριά ή κιμά. Γεύσεις που είναι κρίμα κι άδικο να τις χάνει ο ανυποψίαστος τουρίστας. Τέλος δεν αποφύγαμε να χαζέψουμε αντίκες, αληθινές και ψεύτικες στα στενά που φτάσαμε καθώς μας τραβούσαν από το χέρι οι επιτήδειοι. Η χαρά της αγοράς να αφήνεσαι να σε τραβολογούν, να σε κερνούν τσάι, να προσπαθούν να σου πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Να απαντάς Γιουνάν όταν σε περνούν για ιταλό και να εισπράττεις χαμόγελα και σκόρπιες λέξεις ελληνικές με αραβική προφορά. Γειά σου, καλημέρα, καληνύχτα, ευχαριστώ, Καραμανλής.
Καραμανλής είπα και ευκαιρία να θυμηθώ το πενθήμερο ταξίδι στην Ελλάδα για τις εκλογές. Πέμπτη βράδυ αναχώρηση με βαριά καρδιά γι αυτά που δεν χόρτασα και με βήμα βαρύ για την επιστροφή. Πάνω που συνήθιζα, έπρεπε να επιστρέψω εκεί, σ αυτά που με διώξανε ή έστω που δεν μπόρεσαν να με κρατήσουν. Δεν θα έμπαινα σ αυτό το αεροπλάνο, αν δεν ανυπομονούσα να δείξω το χαμόγελο στη μάνα μου και τις φωτογραφίες από το καινούργιο μου σπίτι, τις εντυπώσεις από την καινούργια μου ζωή, την πρόσωπο με πρόσωπο πρόσκληση να τις μοιραστεί μαζί μου για να μπορεί να κοιμάται ήσυχη αφού ο κανακάρης της δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Είμαι περίεργος να δω, με άλλα μάτια πια, τι ήταν αυτό που άφησα και τρόμαξα ότι το χάνω. Θα έχουν ακόμα το ίδιο χρώμα οι δρόμοι, οι πόλεις, οι άνθρωποι; Και το φεγγάρι; Πού είναι τελικά ομορφότερο;

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά


Η νύχτα έφυγε ο Χαμάντα ξαναήρθε. Πώς λέμε οι Γερμανοί ξανάρχονται; Σήμερα μου δήλωσε ότι μπορεί να καθίσει μόνο τέσσερεις ώρες. Το δέχτηκα απερίφραστα γιατί είχα και δουλειές. Του έδειξα τα ριγέ τζάμια και καθρέφτες, το χαρτί κουζίνας
και του ζήτησα να τα ξανακάνει. Μετά του εξήγησα τι να χρησιμοποιήσει λεπτομερώς στα υπόλοιπα που άφησε απείραχτα από χτες. Γιατί τα καθαρισμένα τα χτεσινά από το πολύ άζαξ είχαν γίνει. . . . αόρατα. Τουλάχιστον τα πέρασε μια φορά με νεράκι. Γι αυτό προτίμησα να συνεχίσει με τα ανέγγιχτα. Μετά από τέσσερεις ώρες δεύτερο σοκ. Το άβα για τα πιάτα είχε φτάσει στη μέση, έχοντας πλύνει λιγότερα πιατικά από όσα χωράει το πλυντήριο πιάτων. Μαύρα φίδια με ζώσανε. Όταν τον ρώτησα τι έκανε με το απορρυπαντικό πιάτων; Σαπούν ουά χλορέξ μου λέει και με νοήματα κατάλαβα ότι έβαλε χλωρίνη και απορρυπαντικό πιάτων στο σφουγγάρισμα για να κάνει αφρό και να καθαρίσει καλά.
Αποφάσισα να πάρω τον Ιμπραχίμ να καθαρίσει αυτά που καθάρισε ο Χαμάντα. Που επειδή τα καθάρισε πρώτη φορά και κουράστηκε, όταν του έδωσα 25 λίρες για το τετράωρο μου είπε σοβαρά σοβαρά δείχνοντας μου αυτά που κράταγε στο χέρι του, ότι του χρωστάω ακόμα δεκαπέντε. « Γιατί ακόμα δεκαπέντε;» ρωτάω έκπληκτος. «Χτες σαράντα» μου λέει και σαν ηφαίστειο που ξυπνά παραλίγο να του φέρω τον κουβά με την χλωρίνη και το άβα κατακέφαλα. Προτίμησα να του πω αυστηρά, όπως κατά βάθος επιθυμούσε, ότι χτες δούλεψε έξι ώρες και σήμερα τέσσερεις κι ότι εν πάσει περιπτώσει η αμοιβή του είναι κανονικά πέντε λίρες την ώρα κι αυτές χατιρικά. Έβαλε την ουρά στα σκέλια, μάζεψε τα πραγματάκια του κι έφυγε. Ένιωσα ενοχές από τη μια. Από την άλλη θυμό. Δεν ξέρω τι από τα δυο προκάλεσε το άλλο. Προσπαθώ να προσαρμοστώ σε άλλο τρόπο σκέψης. Στον αιγυπτιακό. Όταν τα καταφέρω απόλυτα, θα φύγουν οι ενοχές, θα αποκτήσω τη σκληράδα που πρέπει και θα με αποδεχτεί ο κάθε Χαμάντα. Μέχρι τότε, θα με θεωρεί ένα χαζοευρωπαίο, που μπορεί να τον κοροϊδέψει, να τον ξεγελάσει. Με δέκα ώρες δουλειά, θεός να την κάνει εκ του αποτελέσματος, πήρε εξήντα πέντε λίρες. Περίπου εννιά ευρώ. Για να γίνει κατανοητό τι εννοώ, ο μισθός του, όπως και κάθε ανειδίκευτου εργάτη εδώ, με δωδεκάωρη εργασία ημερησίως, είναι περίπου τριάντα με σαράντα ευρώ τον μήνα. Κι αν βοηθήσω κάποιον θα το κάνω όταν θέλω εγώ, όχι με το ζόρι και με κουτοπονηριές. Χαμάντα τέλος.

Μες στο αποστειρωμένο, αόρατο και σαπουνισμένο μου περιβάλλον, πέρασα την μέρα τακτοποιώντας ψώνια στην κουζίνα και ψιλοδιορθώνοντας όπως μπορούσα το πέρασμα του άσπρου σίφουνα. Το βράδυ έτοιμος και στολισμένος, συναντήθηκα με τους υπόλοιπους, φορτωθήκαμε σε ένα λεωφορειάκι όσοι χωρέσαμε, οι υπόλοιποι με ταξί και κατευθυνθήκαμε στην όπερα του Καϊρου. Αχ, Ελλάδα μου γλυκιά. . . Που είσαι να κοκκινίσεις από ντροπή για τη όπερα που δεν έχεις. Σε μια από τις ανοιχτές σκηνές της όπερας παρακολουθήσαμε την τραγωδία Τρωαδίτισσες του Ευριπίδη στα πλαίσια του διεθνούς φεστιβάλ Πειραματικού Θεάτρου που γίνεται κάθε χρόνο στο Κάιρο, από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας και την πειραματική σκηνή του Θεσσαλικού θεάτρου. Τραγωδία από όπου και να την κοίταγες. Σχολική παράσταση θύμιζε περισσότερο. Αυτή η μία απ’ τις δύο συμμετοχές που εκπροσωπούσαν την Ελλάδα. Κρίμα. Τουλάχιστον ευχαριστηθήκαμε τους χυμούς στο καφέ των κήπων της όπερας. Είκοσι τόσοι άνθρωποι πεπλανημένοι.
Άφησα τους άλλους να φύγουν με το λεωφορειάκι που μας έφερε και πήρα τους δρόμους. Αν δεν βρέξεις τον κώλο σου δεν τρως ψάρι. Κι αν δεν την περπατήσεις, η πόλη δεν μαθαίνεται. Γύρισα σπίτι πριν τον ήλιο με τα πόδια πρησμένα από το περπάτημα. Νείλος από το Μάρριοτ ως το Σέρατον, μεϊντάν Ταχρίρ, ξάγρυπνη πόλη.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Είχα κανονίσει από χτες με τον Χαμάντα να έρθει να μου καθαρίσει το σπίτι. Στις τρεις η ώρα ήταν εδώ. Του είπα να αρχίσει από την κουζίνα, του εξήγησα αναλυτικά τι θέλω να κάνει εκεί, μετά το μεγάλο μπάνιο και στο τέλος την κρεβατοκάμαρα μου. Τα υπόλοιπα αύριο γιατί δεν ήθελα τσαπατσουλιές, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι άραβες σπίτι τους. Του έδωσα τα καθαριστικά, χλωρίνη για όλες τις χρήσεις, απορρυπαντικό πιάτων, απορρυπαντικό για τα πλακάκια και τις βρύσες, άλλο για το ινοξ και άζαξ για τα τζάμια. Ξάπλωσα να κοιμηθώ στον καναπέ του σαλονιου ρίχνοντας ένα καθαρό σεντόνι πάνω του.
Όταν ξύπνησα ο Χαμάντα είχε τελειώσει την κουζίνα και μόλις άρχισε το μπάνιο. Καινούργιες υποδείξεις για μπάνιο και κρεβατοκάμαρα, για συρτάρια, ντουλάπες, τζάμια και τον άφησα να πάω δίπλα στην Φανή για καφέ. Όταν γύρισα λίγο πριν τις εννιά που θα έφευγε, μου έδειξε το άδειο μπουκάλι του Άζαξ. Παραξενεύτηκα. Με μια μπαλκονόπορτα και τρεις καθρέφτες τέλειωσε το άζαξ; Άντε να έκανε και το εξωτερικό της κρεβατοκάμαρας. Μπαίνω στο μπάνιο και βλέπω όλα τα άλλα απορρυπαντικά απείραχτα, εκτός από τη χλωρίνη και το άζαξ. Είχε καθαρίσει(?) πλακάκια νιπτήρες βρύσες με άζαξ. Τα τζάμια και οι καθρέφτες ήταν πασαλειμμένα γιατί με το ίδιο πανί που έκανε τα υπόλοιπα έκανε και τα τζάμια. Ούτε που σκέφτηκε να πάρει χαρτί κουζίνας. Απογοητεύτηκα. Μου τον συστήσανε για καλό. Τουλάχιστον έγινε ένα καθάρισμα, παρηγορήθηκα.
Τον ρωτάω πόσα θέλει εξηγώντας του ότι μου είπαν πέντε λίρες η ώρα. Του φαίνονται λίγα, αρχίζει τις μαλαγανιές, ότι ήταν πρώτη φορά και είχε πολλή δουλειά. Βαριέμαι να τον ακούω, τον λυπάμαι κιόλας και του δίνω σαράντα λίρες για έξι ώρες. Περίπου έξι ευρώ δηλαδή, τα διπλάσια από ότι παίρνουν άλλοι για οχτάωρο. Δεν το λέω αυτό για να δείξω τη γενναιοδωρία μου αλλά περισσότερο για να φανεί η κουτοπονηριά του στη συνέχεια. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν καταγεγραμμένο στο ντι εν έι τους από την εποχή που χτιζόταν οι πυραμίδες, το δουλικό. Θαρρείς και το έχουν ανάγκη να τους φέρεσαι έτσι. Αλίμονο σου αν τους φερθείς αλλιώς. Θα προσπαθήσουν να σε ξεκοκαλίσουν. Τεμπέληδες, βρώμικοι, κουτοπόνηροι, υποτακτικοί, υποκριτές. Δεν μιλάω για όλους τους Αιγύπτιους. Από την άλλη συναντάς χαμογελαστούς, φιλόξενους, αφοσιωμένους ανθρώπους. Μόνο η βρωμιά και η κουτοπονηριά φαίνεται να είναι σχεδόν καθολικές.
Ο Χαμάντα έφυγε η νύχτα ήρθε, μια βόλτα για φαγητό με αχόρταστα μάτια για αυτήν την σειρήνα πόλη. Αφήνομαι στη σχεδία να ταξιδέψω, να δω, να ζήσω και κυρίως να καταλάβω.

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Δυο βαλίτσες στη σχάρα στον ουρανό του ταξί κι αφήνω πίσω μου το ξενοδοχείο.Λίγο πριν φύγω στο σαλόνι του ξενοδοχείου, ένα τηλεφώνημα προδίδει την καταγωγή μου αφού είμαι αναγκασμένος να μιλάω δυνατά για να με ακούνε. έγινε αιτία να με χαιρετήσουν δυο Κύπριοι, να γνωριστούμε και να βρεθώ καλεσμένος στο Φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου που γίνεται στο Κάιρο με συμμετοχές από πολλές χώρες του κόσμου. Σκηνοθέτες οι καινούργιοι φίλοι, η Κυπριακή συμμετοχή στο φεστιβάλ, με «το ημερολόγιο ενός τρελού». Η Ελλάδα συμμετέχει με δύο αποστολές που θα παρουσιάσουν τις Τρωαδίτισσες του Ευριπίδη και τον Οιδίποδα. Διασχίζοντας λοιπόν με το ταξί την πόλη, ένα τηλεφώνημα διακόπτει την κουβεντούλα που έπιασα με τον οδηγό για εξάσκηση στα αραβικά. Ο Γιώργος, ένας φίλος από τα πολύ παλιά, στο τηλέφωνο μου εξηγεί πως είναι ο συνθέτης της μουσικής στην κυπριακή παράσταση και μου δείχνει το μέγεθος του κόσμου και την παράξενη σημασία των συμπτώσεων. Έχουμε να μιλήσουμε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια και ξαναβρισκόμαστε κάτω από συνωμοτικές περιστάσεις αλλεπάλληλων συμπτώσεων στην Αίγυπτο. Θα βρεθούμε σίγουρα.
Το ταξί με αφήνει μπροστά στο σπίτι. Οι θυρωροί παίρνουν τις βαλίτσες να τις ανεβάσουν στο διαμέρισμα. κοιτώντας κανείς την πολυκατοικία από έξω θυμίζει εργατικές κατοικίες στην Ελλάδα του 1970. Δεκαόροφο κτίριο που το τελευταίο πράγμα για το οποίο θα μπορούσε να καυχηθεί είναι η καθαριότητα του. Στην ουσία μία πολυκατοικία εσωτερικά χωρισμένη σε δύο, με δύο ασανσέρ αλλά κοινή είσοδο και φύλακες θυρωρούς ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Μπαίνω στο σπίτι και με καλωσορίζω αφού βέβαια έχουν φύγει οι θυρωροί. Θα με περνούσαν για τρελό. Εδώ που τα λέμε δεν ξέρω αν και πόσο άδικο θα είχαν. Μεταφέρω τις βαλίτσες στην κρεβατοκάμαρα και κάνω βόλτες στα εκατόν εξήντα τετραγωνικά από δωμάτιο σε δωμάτιο, προσπαθώντας να εξερευνήσω τον χώρο, να τον συνηθίσω, να μετρήσω τα βήματα, να μάθω σιγά σιγά να τον περπατάω στα τυφλά, όπως καθένας περπατάει στο σπίτι του. Κοιτάζω τις βαριές κουρτίνες με τα ριντό, χαμογελάω ακόμα μια φορά με την ολόχρυσή σκαλιστή βιτρίνα και τους ασορτί καθρέφτες της εισόδου. Δεν έχω καμιά σχέση με το σκηνικό αλλά με τίποτα δεν μου χαλάει τη διάθεση. Αντίθετα ανυπομονώ να έρθουν οι φίλοι από Ελλάδα να γελάσουμε μαζί με την τόση γκλαμουριά.
Το απόγευμα παρουσιάζομαι στο πολιτιστικό κέντρο. Ενημερώνομαι για τις συνθήκες εργασίας, τις δυνατότητες του και τις αδυναμίες του, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του. Οι συνάδελφοι συνεργάσιμοι, ο χώρος φορτωμένος μνήμες ελληνικές, τα έπιπλα βουβά αν και θα λαχταρούσα να αφουγκραστώ τη φλυαρία τους.
Το βράδυ μια βόλτα στην αγορά. Σεντόνια, πετσέτες, είδη καθαριότητας. Αύριο Θα έρθει να μου καθαρίσει το σπίτι ο Χαμάντα που δουλεύει χρόνια στην ελληνική κοινότητα και είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης. Μια μπουκιά άνθρωπος, αδύνατος με φαφούτικο χαμόγελο. Παίρνω τηλέφωνο στη μητέρα μου λίγο πριν τα μεσάνυχτα και της λέω ότι είμαι στο σούπερ μάρκετ. Η αγορά εδώ κλείνει στις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Μπορείς δηλαδή μιάμιση η ώρα το βράδυ να διαλέγεις παπούτσια, ρούχα, έπιπλα κι ότι άλλο βάλει ο νους σου. Δεν συνηθίζεται εύκολα αυτό τα ωράριο. Γεμίζω τέσσερεις τσάντες με διάφορα είδη πρώτης ανάγκης. άλλες τόσες η Φανή. Δεν έχουμε όρεξη να γυρίσουμε σπίτι όμως. Δίνουμε την διεύθυνση στον υπάλληλο του καταστήματος και μισό ευρώ για να πάει αυτός τα ψώνια στο σπίτι και να τα αφήσει στο θυρωρό. Εμείς πάμε για φαγητό σε μια πιτσαρία απέναντι. Τρεις η ώρα το βράδυ επιστρέφουμε κι ο θυρωρός μας ανεβάζει τα ψώνια στο σπίτι. Άλλα ήθη, άλλα έθιμα.
Μια χαρά τα βρίσκω. Θα με κακομάθουν εδώ και πώς γυρνά κανείς μετά στην μαμά πατρίδα.

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Τετάρτη 29 Αυγούστου-Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Τετάρτη 29 Αυγούστου-Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2000 κι επτά

Το σπίτι το νοίκιασα αλλά και το ξενοδοχείο ήταν πληρωμένο για 10 μέρες. Συνεχίζω να κοιμάμαι στο ξενοδοχείο γιατί είναι δίπλα στο Νείλο. Έτσι κι αλλιώς έχω χρόνο για το σπίτι. Το παγωμένο δωμάτιο ζέστανε πια και οι άνθρωποι φαίνονται πιο συμπαθητικοί. Ξυπνάω τα πρωινά ανυπόμονος, να πιω τον καφέ μου και να πάω προς Ηλιούπολη, να συναντήσω φίλους, να δείξω το σπίτι και να καμαρώσω σαν γύφτικο σκεπάρνι θαρρείς κι έκανα κανένα κατόρθωμα. ξέρω μέσα μου ότι έχω ανάγκη τα βλέμματα θαυμασμού, τα λόγια για την τύχη μου. Λειτουργούν σαν τονωτικές ενέσεις στην τόσο ταλαιπωρημένη αυτοπεποίθηση μου. Έχω μάθει να χρειάζομαι την έξωθεν καλή μαρτυρία, έχω ανάγκη την επιβεβαίωση να λειτουργήσουν σαν θετικές απαντήσεις στο βασανιστικό ερώτημα. «Έκανα καλά που ήρθα;» Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πώς άλλαξε η διάθεση κι ακόμα σπίθες φόβου διατηρούν ενεργές εστίες φωτιάς στο στήθος μου. Είμαι τυχερός. Πρέπει να το πιστέψω. Να λειτουργήσει η πίστη αυτή ως πυρόσβεση. Και στα καμένα μέσα μου να βλαστήσει ο καινούργιος σπόρος, να ανθίσει αυτό το καινούργιο που λαχτάρισα, να διαψεύσω τον ποιητή. Όχι , δεν χάλασε η ζωή μου σ’ όλη τη γη. Να αποχαιρετήσω την Αλεξάνδρεια που έχασα, για μιαν πόλη άλλη, καλύτερη, κι αν τελικά πτωχική τη βρω, να μου μείνει το ωραίο ταξίδι.
Τετάρτη βράδυ, μια καινούργια φίλη παντρεμένη χρόνια με Αιγύπτιο, περνάει να με πάρει με μια μαύρη μερσεντές κομπρέσορ, για μια συνάντηση στο ρουφ γκάρντεν του Nile Hilton με έναν γνωστό αιγυπτιώτη, με μια ρίζα ελληνική, συνθέτη. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο για την πόλη αυτή να κυκλοφορείς με τέτοιο αυτοκίνητο. Όχι ότι δεν υπάρχουν. Αλλά όσοι τα έχουν ανήκουν στην πολλή μικρή μειοψηφία. Να μου ανοίγουν τις πόρτες οι θυρωροί των ξενοδοχείων με υπόκλιση, και να υποδέχονται η μία υπόκλιση την άλλη, εντάξει, δεν είναι δα και κάτι πού έχω ζήσει. Το καταγράφω ως εμπειρία πρωτόγνωρη. Ούτε για να παινευτώ που το έζησα. Ούτε γιατί πρέπει να ντρέπομαι κιόλας που είναι πρωτόγνωρο.
Δεν συνήθισα να τρώω στην ταράτσα της Μεγάλης Βρετανίας με θέα την πλατεία Συντάγματος και την Ακρόπολη. Κι εδώ η θέα του Νείλου και της πόλης ολόκληρης που απλώνεται όσο φτάνει το μάτι είναι υπέροχη. Η είσοδος είναι αλά καρτ αλλά πρέπει να έχεις κλείσει τραπέζι από προηγούμενη μέρα. Περιλαμβάνει ποτό και φαγητό σε ένα από τα πιο όμορφα μπαρ ρεστοράν του Καϊρου με ευρωπαϊκή πολυτέλεια και ζωντανή μουσική, με τραγούδια σε έξι γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική. Κι όλα αυτά δεν κοστίζουν καλά καλά ούτε δέκα ευρώ το άτομο. Μια μερίδα γύρο με μια σαλάτα σε μια ψησταριά της γειτονιάς περισσότερο μου κόστιζε. Καλή η ψησταριά αλλά ακόμα καλύτερα να μπορείς να επιλέγεις βάσει αισθητικής το μέρος που θα φας κι όχι βάσει πορτοφολιού. Εδώ λοιπόν αισθάνομαι ξαφνικά όπως φαντάζομαι ότι αισθάνονται οι εφοπλιστές στη Ελλάδα. Όταν θέλω, τρώω ό,τι θέλω, όπου θέλω χωρίς άγχος. Κι αυτή η ελευθερία δεν αφήνει να ανθίσει η μιζέρια. Θα μου πεις βέβαια ότι τη μιζέρια είναι να μην την κουβαλάς μέσα σου. Πολλές φορές όμως είναι επίκτητη, υπαγορευμένη από τις συνθήκες. Αν επέλεγα να αποσπαστώ εις Παρισίους για παράδειγμα, δεν θα μπορούσα να πάω με την ίδια ευκολία στο καρτιέ και στο μουλέν ρουζ. Με σάντουιτς και πίτσα θα την έβγαζα. Εδώ πάλι αν επιλέξω να φάω πίτσα Hut με τρία ευρώ θα σκάσω.
Έτσι περίπου περνάνε οι μέρες, από τους κήπους του Marriot,από πλωτά εστιατόρια, παραποτάμια καφέ, ευρωπαϊκού επιπέδου εστιατόρια, ταξί, φιλοδωρήματα, τσιγάρα. Το πρωί που αφήνω το ξενοδοχείο διαπιστώνω ότι σε δέκα μέρες έχω ξοδέψει μόλις διακόσια ευρώ. Διόλου άσχημη διαπίστωση. Έχω μέλλον εδώ. Και να που μ’ αρέσει.

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

Τρίτη 28 Αυγούστου 2000 κι επτά

Τρίτη 28 Αυγούστου 2000 κι επτά.

«Αλλιώτικη μέρα, καλό ξαφνικό. . .» που λέει και το τραγούδι. Στο χαμόγελο που αποκοιμήθηκα, στο ίδιο χαμόγελο ξύπνησα. Το καλύτερο αντικαταθλιπτικό-ηρεμιστικό είναι πάντα οι αγκαλιές των φίλων. Τα λόγια τους, τα βλέμματα τους, οι σιωπές τους. Άυλα χάπια πολλαπλών δράσεων, θαυματουργά πλασέμπο της καθημερινότητας.
Θυμάμαι ένα παραμύθι θετικής σκέψης και πιθανόν ανατολικής προέλευσης. Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα σκυλάκι που χάθηκε σε ένα σκοτεινό δάσος κάπου μακριά. Γυρνούσε μόνο του, νηστικό για μέρες και κουρασμένο. Κάποια στιγμή βλέπει μπροστά του ένα σπίτι φωτισμένο. Στέκεται στην πόρτα κι έκπληκτο βλέπει ένα τραπέζι στρωμένο με λογής λογής φαγητά, κρέατα, γλυκά κι ότι μπορεί να λαχταρήσει η καρδιά ενός πεινασμένου πλάσματος. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν όλοι επενδυμένοι με καθρέφτες. Δεν υπήρχε γύρω ούτε ψυχή ζωντανή. Μπαίνει μέσα λοιπόν με λαχτάρα να χορτάσει την πείνα του. Βλέπει τον εαυτό του να αντανακλάται στους καθρέφτες και σκέφτεται «Ωχ! Πού βρεθήκαν όλοι αυτοί εδώ;». Θυμώνει γιατί φοβάται ότι θα του φάνε το φαγητό όλα αυτά τα σκυλιά και δεν θα μπορέσει να χορτάσει. Τα κοιτάζει θυμωμένο. Το κοιτάζουν κι αυτά θυμωμένα. Βγάζει τα δόντια του. Του βγάζουν τα δόντια τους. Γαυγίζει. Του γαυγίζουν. Είναι αποφασισμένο να παλέψει για να μη χάσει το θησαυρό που ανακάλυψε. Κάνει ένα επιθετικό βήμα μπροστά. Το ίδιο κι ο απέναντι. Δίνει μια και ορμάει καταπάνω του. Σπάει ο καθρέφτης και μεγάλα κομμάτια πέφτουν και του κόβουν το λαιμό. Τα μαγικά φαγητά έμειναν ανέγγιχτα.
Μια άλλη φορά κι έναν άλλο καιρό, ένας άλλος χαμένος σκύλος φτάνει στο ίδιο μαγικό σπίτι. Στέκεται στην πόρτα και βλέπει το καταπληκτικό θέαμα των φαγητών κι αρχίζει να ξερογλείφεται. Γύρω του ούτε ψυχή ζωντανή. Μπαίνει μέσα να χορτάσει την πείνα του. Βλέπει τον εαυτό του να αντανακλάται στους καθρέφτες και σκέφτεται. «Αχ, τι καλά! Δεν είμαι μόνος. Θα έχω και παρέα». Χαίρεται και τους κουνάει την ουρά του. Την κουνάν κι αυτοί. Πιο χαρούμενα αυτός. Πιο χαρούμενα κι αυτοί. Κάθεται στο τραπέζι και τρώει απ’ όλα τα καλά μες στην καλή χαρά και βλέπει τους φίλους του να κάνουν το ίδιο. Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Χαμογελάω στο Κάιρο λοιπόν. Μου χαμογελάει κι αυτό. Ο Νείλος μέσα μου κυλάει ολοκάθαρος. Ανυπομονώ να πέσω και να κολυμπήσω. Να με πάρουν τα ρεύματα του, να χαζέψω στις όχθες του, να πλατσουρίσω σαν παιδί στα καινούργια μου βαθιά νερά. Το δώρο που περίμενα να μου χαρίσει αυτή η αλλαγή ήρθε με καθυστέρηση δύο ημερών. Το κρατάω χαρούμενος στα χέρια μου κι ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω αυτήν την ανέλπιστη χαρά που νιώθω. Τρέμω μήπως είναι όνειρο και ξυπνήσω κι είναι πάλι Κυριακή 26 Αυγούστου. Η μητέρα μου είχε άδικο. Και θα της το αποδείξω. Δεν κινδυνεύω από τίποτα εδώ. Θα έρθει, θα δει και δεν θα θέλει να φύγει. Της το λέω και ακούω το χρώμα της φωνής της πιο ανοιχτό. Ήδη άρχισα να σκέφτομαι μήπως περάσουν τα χρόνια τελικά και δεν θα θέλω ούτε εγώ να φύγω. Εγώ ο μόλις χτες απεγνωσμένος κοιτάω γύρω μου και δεν χορταίνει το βλέμμα μου. Είπαμε. Σημασία έχει ο τρόπος που κοιτάς. Η πόλη δεν άλλαξε. Εγώ άλλαξα, η διάθεση μου. Κι όλα γύρω μου ομόρφυναν, απέκτησαν το ενδιαφέρον και την προσοχή που τους άξιζε. Ξέρω πως θα υπάρξουν σκοτεινές στιγμές σε όλο αυτό το κατάφωτο τοπίο. Λογικό είναι. Και την παλιά μου ζωή να συνέχιζα, στα παλιά λημέρια, με τους παλιούς φίλους τα σκοτάδια δεν θα τα γλύτωνα. Δεν τα γλυτώνει κανείς. Ίσως για να μπορεί να εκτιμήσει σωστότερα τη δύναμη του φωτός. Κολυμπάω στο φως. Κολυμπάω στα καθαρά νερά του δικού μου ποταμού. Με καθαρό χαμόγελο και μυαλό.
Νιώθω πως γίνομαι ένας τεράστιος μαγνήτης χαράς. Βρίσκω ένα πανέμορφο, πεντακάθαρο σπίτι και το νοικιάζω. Τα επίθετα που χρησιμοποίησα είναι μεν τοπικής σημασίας αλλά δεν είναι καθόλου κανόνας για το Κάιρο. Μάλλον η εξαίρεση είναι. Σκέφτομαι θετικά κι όλα μου έρχονται θετικά. Το σπίτι αυτό ήθελε να το νοικιάσει η Φανή. Από μια παρεξήγηση της ζήτησαν περίπου πεντακόσια ευρώ για νοίκι. Αστρονομική τιμή για τα δεδομένα της χώρας. Νοίκιασε το ακριβώς διπλανό διαμέρισμα, στην μισή τιμή. Καθόλου πεντακάθαρο. Με παμπάλαια έπιπλα. Θα χρειαστεί χρόνο για να το φέρει σε μια κατάσταση αξιοπρεπή. Να το βάψει, να το καθαρίσει, να ράψει καλύμματα, να αγοράσει αρκετά πράγματα. Σε αντίθεση με το δικό μου που τα έχει όλα. Από καινούργια έπιπλα και οικιακές συσκευές, μέχρι αμεταχείριστες κατσαρόλες και σερβίτσια φαγητού. Από ηλεκτρική σκούπα και σίδερο, μέχρι μπλέντερ και παγωτομηχανή. Απο ολοκαίνουργια στερεοφωνικό και δορυφορική τηλεόραση μέχρι ασύρματο τηλέφωνο. Δύο κρεβατοκάμαρες, δύο μπάνια, διπλό σαλόνι, τραπεζαρία οχτώ θέσεων χωριστά, κουζίνα. Με μπαλκόνι και θέα. Φωτεινό, ανοιχτό, δροσερό. Και το πιο ανέλπιστο; Σύνδεση μεγάλης ταχύτητας, σε ασύρματο δίκτυο ιντερνέτ δωρεάν, από κάποιο γειτονικό κόμβο που μου έτυχε. Κι όλα αυτά για τριάντα ευρώ διαφορά με το διπλανό στο ενοίκιο.
Βέβαια το σπίτι θα καθαριστεί από την αρχή. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα το χρειάζεται. Οι συνάδελφοι ακούν την τιμή και το θεωρούν πανάκριβο. Αναθεωρούν όταν το βλέπουν. Η επίπλωση του είναι μεταξύ Λουδοβίκου και Μαρίας Αντουανέτας. Χρυσά πόμολα, χρυσοί καθρέφτες, χρυσά τραπεζάκια και βιτρίνες, βαριές κουρτίνες και ριντό με χρυσαφί κρόσσια, σκαλιστό σαλόνι με επιχρυσωμένα ξύλα, ολόχρυσα πολύφωτα με κρύσταλλα, μπάνιο με μαύρα είδη υγιεινής, μαύρα πλακάκια και μάρμαρα, κρεβατοκάμαρες με γυαλιστερά ξύλινα έπιπλα με μαρκετερί, κι εντυπωσιακά, σαν μαρμάρινα, πατώματα. Ότι θα σιχαινόμουν στην Ελλάδα δηλαδή. Εδώ όμως μου φαίνεται σαν σκηνικό μιας ταινίας που σκηνοθετεί η πόλη των αντιθέσεων. Της εντυπωσιακής φτώχειας και της εντυπωσιακής χλιδής. Προσφέρω στον εαυτό μου αυτήν την «πολυτέλεια» για να ξορκίσω την πιθανότητα της συννεφιασμένης Κυριακής. Κι επιπλέον, μοιράζομαι τον έκτο όροφο με γείτονα μου τη Φανή. Να’ ναι καλά. Και για το σπίτι και για τα φαγητά και τις πίτες που μου υποσχέθηκε. Οι περισσότεροι έχουμε την ανάγκη ν’ ακουμπήσουμε κάπου. Νιώθω να υψώνονται γύρω μου στέρεα στηρίγματα. Μέχρι να σταθεροποιηθώ κάπου, στα σίγουρα, κι ίσως μπορέσω ν’ ανταποδώσω αν και όταν χρειαστεί. Λένε κανένας πιο αχάριστος από τον ευεργετηθέντα. Σ’ αυτόν τον κανόνα εμένα μου αρέσουν οι εξαιρέσεις.
Μ’ ένα χαμόγελο ξεκίνησε η μέρα για να κλείσει πάλι με χαμόγελο κι ένα συμβόλαιο που θα τρέξει από πρώτη Σεπτέμβρη. Ένα σοβαρό θέμα που τακτοποιήθηκε με απίστευτη ευκολία. Αν σκεφτεί δε κανείς ότι άλλοι χρειάζεται να βλέπουν σπίτια ερείπια επί εβδομάδες για να διαλέξουν στο τέλος απογοητευμένοι σε ποιο ερείπιο θα βρουν προσωρινό κατάλυμα, την ευκολία αυτή θα την έλεγε με μια λέξη που το δεύτερο συνθετικό της είναι το φάρδος.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Μουσικό διάλειμμα χωρίς μουσική!!!

(Εδώ θα μπορούσαν να πέσουν διαφημίσεις.Άφησα να πέσουν λίγοι στίχοι για να τρέχει κάτι στη σελίδα μέχρι την επόμενη ανάρτηση.Πιθανόν το ημερολόγιο να μεταλλαχτεί σε εβδομαδιαίο για να μην υπάρχουν χρονικά κενά απο τη μια ως την επόμενη ανάρτηση.
Mohamet Al bab)


Εν Καϊρω (!)

Καθόμουνα και κοίταγα τις μέρες να περνάνε
να φεύγουν απ’ τα μάτια μου χωρίς να χαιρετάνε
καθόμουνα και μέτραγα τα λόγια των ανθρώπων
και στην οργή μου έδινα στο τέλος πάντα τόπο.

Καθόμουνα και πλήρωνα των αλλωνών τα λάθη
να μην αφήσω μέσα μου του χρέους το αγκάθι
Καθόμουνα και σήκωνα στην πλάτη μου το βάρος
σαν ένας νεοσύλλεκτος κι αμούστακος φαντάρος.

Μα τώρα που σηκώθηκα κουβέντα δεν σηκώνω
ψηλά κοιτούν τα μάτια μου και πια δεν τα θολώνω
Την έζησα την κόλαση με όλη την ψυχή μου
δεν θέλω παρατράγουδα και μύγα στο σπαθί μου

Καθόμουνα και κοίταγα τις νύχτες να φωτίζουν
συνήθισα τα μάτια μου στο φως ν αλληθωρίζουν
Καθόμουνα και νόμιζα πως κάποιος θα με νιώσει
και θάρθει μ άσπρο άλογο μια μέρα να με σώσει.

Καθόμουνα και έκλαιγα για να χαμογελάνε
αυτοί που με κορόιδεψαν και τώρα με ξεχνάνε.
Καθόμουνα και τσάκιζα για να μην τους τσακίσω
να ζήσουν μόνο ήθελα και ξέχασα να ζήσω.

Μα τώρα που σηκώθηκα κουβέντα δεν σηκώνω
ψηλά κοιτούν τα μάτια μου και δεν τα χαμηλώνω
Ο ήλιος είναι φίλος μου κι η νύχτα γκόμενα μου
Τα χρόνια αυτά που έζησα δεν είναι πια δικά μου.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2000 κι επτά

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2000 κι επτά

Θυμάμαι τον πατέρα μου, όταν τελειώνει αυτός ο μήνας θα είναι δυο χρόνια που μου λείπει, που γυρνούσε πολλές φορές από την οικοδομή που δούλευε, με νύχια μαυρισμένα από μια αστοχία του σφυριού. Έτσι μαύρες οι σκέψεις ξυπνήσανε από τα σφυροκοπήματα της χτεσινής μέρας. Ανάληψη υπηρεσίας στο κτίριο που στεγάζεται το ελληνικό προξενείο, στο Down Town της πόλης. Έτσι είναι τ’ όνομα της περιοχής και όχι σχήμα λόγου. Η Φανή φρόντισε να με προετοιμάσει να μην τρομάξω από τη βρωμιά είπε, των δρόμων και των κτηρίων. Πήρα ένα βρώμικο ταξί, φόρεσα κι ένα βρώμικο χαμόγελο και παρουσιάστηκα αργά το μεσημέρι για να αναλάβω υπηρεσία
αν και θα προτιμούσα να μου δίνανε το εισιτήριο της επιστροφής. Παρ’ όλα αυτά παρουσιάστηκα με δυο κουτιά, λουκούμια και κουραμπιέδες, για κέρασμα και μια κυριακάτικη εφημερίδα που έφερα από την Ελλάδα. Συμπλήρωσα αιτήσεις και δηλώσεις με το ίδιο πάντα βρώμικο χαμόγελο. Το λερωμένο από τη μελαγχολία που προσπαθούσε να κρύψει. Υπέγραψα, όπως οι ένοχοι υπογράφουν την κατάθεση τους στον ανακριτή και περιμένουν την παραπομπή τους. Ο κύβος ερρίφθη. Ή που θα τρελαθώ ή που θα ζήσω. Στα δύσκολα πάντα αυτό το δίλημμα ερχότανε μπροστά μου. Το ίδιο σκεφτόμουν όταν έφυγε ο πατέρας μου. Κι έζησα τελικά. Παρήγορη σκέψη.
Βγαίνοντας αργότερα από το προξενείο θυμήθηκα να παρατηρήσω το κτήριο που ούτε πρόσεξα στον ερχομό μου. Ένα γερασμένο, παρατημένο νεοκλασικό που κατάφερνε όμως να λάμπει μες στη σκόνη και τη βρωμιά που του έλαχαν. Σαν κάτι γεροντάκια με φωτισμένα μάτια πάνω στο ρυτιδιασμένο τους πρόσωπο. Ήθελα να καθίσω εκεί στα σκαλοπάτια του, να μου πει το παραμύθι του, τη ζωή του ολόκληρη. Δεν κάθισα. Ένας απρόσμενος φίλος με πήρε σαν πρωτάκι από το χέρι, να μου δείξει πώς κλίνονται τα ουσιαστικά, πώς συντάσσονται οι προθέσεις, ποιους δρόμους ακολουθάνε τα ρήματα, πού μπαίνουν οι τελείες και τα κόμματα, το άλφα και το βήτα αυτής της καινούργιας γλώσσας, αυτής της καινούργιας πόλης αυτής της ολοκαίνουργιας ζωής. Έσβησε όλα τα ερωτηματικά και τα αντικατέστησε, με τρόπο μαγικό, με θαυμαστικά. Με ξενάγησε στο δικό μου αύριο περνώντας με από το δικό του χτες, με πέταξε με κατανόηση στο σήμερα, ανάμεσα σε καινούργιους ανθρώπους που χαμογελούσαν αβίαστα. Το Άλφα, το Βήτα, το Γάμα, το Έψιλον.Το Δέλτα είναι του Νείλου. Κι εγώ το άγνωστο Χι σ’ ένα ολοκαίνουργιο αλφαβητάρι που μου έμαθε να διαβάζω αλλιώς αυτήν την πόλη, αυτή τη μέρα, αυτή τη ζωή. Την ολοκαίνουργια.
Έφυγα το βράδυ αργά χαμογελώντας καθαρά. Με λίγη σκόνη μόνο από την Σαχάρα
στα μαλλιά μου καθώς φυσούσε επιτέλους γλυκά το καθημερινό βραδινό αεράκι. Μπορώντας πια να συλλαβίζω πάλι τα όνειρα και να μπουσουλάω στα χαλιά της προσευχής. Έτσι απλά. Έτσι αβίαστα. Έτσι απροσδόκητα. Απ’ το ποτήρι της χαράς μου θα πιούνε όσοι αγαπώ. Κέρασμα για το παιδί που ξαναγεννήθηκε μέσα μου.Σ’ αυτήν , την «άλλη πόλη».

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Κυριακή 26 Αυγούστου 2000 κι επτά

Κυριακή 26 Αυγούστου 2000 κι επτά.

Τρεις και κάτι ακόμα μπήκα στο αεροδρόμιο του Καϊρου. Με το πρώτο βήμα οι σόλες μου έψαχναν απεγνωσμένα τους γρανίτες του Ελ. Βενιζέλος. Φευ! Τζάμπα κόπος. Πλακάκια βρώμικα και βρώμικοι άνθρωποι που πετούσαν με βρώμικους κουβάδες νερά που άμα τη επαφή γινόταν βρομόνερα. Στον έλεγχο διαβατηρίων οι πρώτοι αστυνομικοί που συναντάει κανείς κι από κει και πέρα θέλει δε θέλει με το που θα ξεμυτίσει από το σπίτι του θα τους συναντά παντού. Κάτι σαν τουριστική ατραξιόν. Απορώ πως δεν σκεφτήκαν να τους κάνουν σουβενίρ σαν τα δικά μας τσολιαδάκια. Βγήκα στην αίθουσα με τους κυλιόμενους διαδρόμους των αποσκευών να περιμένω τις εγκυμονούσες βαλίτσες μου με την ελπίδα να μην απέβαλλαν κατά την πτήση όπως πολύ συχνά γίνεται και αντί να παραλάβεις βαλίτσα σου έρχεται ένα ξεκοιλιασμένο κουρέλι κι άντε να βρεις το δίκιο σου. Πήρα ένα τρόλεϊ και περίμενα ανάμεσα στους άλλους. Στο πάτωμα είχαν ήδη πέσει οι κουβάδες αλλά δεν είχαν προλάβει να μαζέψουν τα νερά κι έτσι είχα την ευκαιρία να πλατσουρίζω ανέμελα την ώρα της αναμονής.
Ένα ψιλοσούσουρο άρχισε με την εμφάνιση της πρώτης βαλίτσας και σαν μέλισσες στο σμάρι κολλήσανε όλοι στους κυλιόμενους διαδρόμους. Εγώ είχα την χαρά να είμαι από τους τελευταίους που έμειναν περιμένοντας. Είχα επίσης τη χαρά να τις παραλάβω αυτούσιες, πλήρεις περιεχομένου και να συνεχίσω προς την έξοδο του Μεσολογγίου. Του αεροδρομίου ήθελα και θα θέλατε να πω αλλά έπρεπε ν αντιμετωπίσω ένα ασκέρι αλλόθρησκους που πέσανε πάνω μου για να μου σπρώχνουν το καρότσι, να μου βρούνε ταξί, να μου βρούνε λιμουζίνα, να μου βρουν καλό και φτηνό ξενοδοχείο. . .Στα μάτια τους ήμουν όπως κάθε άλλος τουρίστας η προσωποποίηση του ευρώ. «Αέραααα» φώναξα και τους ξέφυγα κατευθυνόμενος προς την εξώπορτα σπρώχνοντας μόνος το καρότσι για να βρω μόνος λιμουζίνα για να παζαρέψω το κόμιστρο και να με πάει στο ξενοδοχείο που μόνος μου έκλεισα μέσω του διαδικτύου. Όλη αυτή η μοναξιά μπορεί να σου αποταμιεύσει αρκετά ευρώ. Όχι από τσιγγουνιά. Αν ξέρεις όμως ότι ένας ανειδίκευτος εργάτης παίρνει μεροκάματο δέκα λίρες, ένα ευρώ και κάτι δηλαδή, είναι χαράμι να στα φάει ένα κοράκι του αεροδρομίου σαν εκείνα τα έξυπνα τα ελληνικά. Γιατί αν παραδώσεις τα όπλα μια διαδρομή που κοστίζει περίπου 5 ευρώ ανά όχημα κι αυτά χατιρικά, πολύ χατιρικά, θα χρεωθεί τουλάχιστον 10 ανά κεφάλι. Έτσι την πάτησε η Φανούλα με τη φίλη της κι αντί για περίπου σαράντα αιγυπτιακές λίρες μέχρι το ξενοδοχείο τους πληρώσανε εκατόν πενήντα. Βέβαια με τον αέρα του ευρώ στο πορτοφόλι σου λίγο έξω από τη Σαχάρα έχεις μια άλλη δροσιά και σε παίρνει να φανείς και λίγο λάρτζ έως και έξτρα λάρτζ, κατά το γούστο του καθενός ή κατά το ξερό του το κεφάλι. Πού να φανταστώ τώρα που τα λέω αυτά, πώς θα τα λουστώ στη συνέχεια.
Στο χάος του αεροδρομίου, όταν μάλιστα δεν είσαι εξοικειωμένος, το να βρεις απλό ταξί δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα. Εν γνώσει μου πήρα λιμουζίνα με αντίτιμο περίπου οχτώ ευρώ για να με πάει μέχρι το ξενοδοχείο. Για να μην γίνουν παρερμηνείες στις λέξεις θα χρειαστεί να αποσαφηνίσω την κάθε μια από τις λέξεις «ταξί» και «λιμουζίνα». Άλλο το σημαίνον κι άλλο το σημαινόμενον. Στην γλώσσα οι λέξεις είναι φορτισμένες από τις εμπειρίες του καθενός. Αυτό που λέμε στην Ελλάδα μέτριας ποιότητας ταξί εδώ λέγεται λιμουζίνα. Κι αυτό που λένε εδώ ταξί, στην Ελλάδα λέγεται ξεχαρβαλωμένο σαράβαλο-δημόσιος κίνδυνος-βρωμιά και δυσωδία. Οι λιμουζίνες λοιπόν είναι καλοδιατηρημένα σχετικά αυτοκίνητα και σχετικά καθαρά. Τα ταξί είναι αναμνήσεις αυτοκινήτων δεκαετίας εβδομήντα, σκουριασμένοι μεταλλικοί σκελετοί, χιλιομπαλωμένοι, που είναι απορίας άξιον πώς ακόμα καταφέρνουν και λειτουργούν. Αν κάνεις το λάθος και φοράς λευκά ρούχα, μόλις βγεις από το ταξί πρέπει επειγόντως να ψάξεις καθαριστήριο. Αλλιώς θα κυκλοφορείς με διχρωμία.
Μπαίνω λοιπόν στη λιμουζίνα. Χαμογελάει ο οδηγός, βάζει μπρος κι αποφασίζει να παίξει τον Σουμάχερ στην υπέροχη διαδρομή από το αεροδρόμιο προς το κέντρο. Καταπληκτικό οδικό δίκτυο, γέφυρες, η μία πάνω στην άλλη, διασταυρωμένες, παράλληλες, καλοφωτισμένοι δρόμοι. Τα αυτοκίνητα εδώ δεν ανάβουν τα φώτα τους θαρρείς και θα ξοδέψουν ηλεκτρισμό. Ήταν σωστή η επιλογή μου για λιμουζίνα γιατί αν διάλεγα απλό ταξί θα είχε τρυπήσει η λαμαρίνα στο πάτωμα από τα φρεναρίσματα μου από τη θέση του συνοδηγού. Το χερούλι της πόρτας κόντεψε να σπάσει από τη δύναμη που το έσφιγγα. Μπορώ να υπολογίσω ότι έχασα τη θέα της μισής διαδρομής αφού έκλεινα τα μάτια από φόβο. Απίστευτα σλάλομ ανάμεσα στις λωρίδες, αποστάσεις ασφαλείας μικρότερες από μισό μέτρο, ταχύτητα εκατόν τριάντα χιλιόμετρα κι ο Σουμάχερ που πήρε πρέφα ότι τα χρειάστηκα να αφήνει το τιμόνι και να μου λέει «κοίτα, οδηγώ και χωρίς χέρια». Είπα όλη την Αγία Γραφή από μέσα μου και όλο το Κοράνι. Έδωσα όρκο να μην ξανανεβώ σε ταξί αν βγω ζωντανός από αυτήν την κατάσταση. Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη λες. Ζωντανός βγήκα ανέλπιστα. Ευτυχώς το αυτοκίνητο είχε «σώας τας φρένας του», σε αντίθεση βέβαια με τον οδηγό του. Ξέρω όμως ότι θα πατήσω τον όρκο μου κι ας σφίχτηκαν όλοι οι μύες στο λαιμό, στο σαγόνι, στο σώμα μου ολόκληρο.
Τέσσερις και κάτι μπαίνω στο ξενοδοχείο. Χαμογελαστή η υποδοχή. Αγέλαστος εγώ. Πώς να λυθεί χαμόγελο με τόσο σφίξιμο που τράβηξα. Κατευθύνθηκα συνοδεία του γκρουμ προς στο δωμάτιο. Ένας γάμος σχόλαγε χωρίς να ακούσω καμιά απρέπεια από τη νύφη (! ) την οποία συνάντησα στο ασανσέρ με τον καλό της, δυο αστραφτερά χαμόγελα κάτω από τέσσερα υπέροχα μάτια αράβικα. Τους ευχήθηκα όπως μπορούσα σε σπασμένα αραβικά και ανέβηκα συνοδευόμενος μέχρι το μονόκλινο δωμάτιο με το τρίδιπλο κρεβάτι. Έδωσα το μπαχτσίσι κι έμεινα μόνος. Εγώ, το βαλιτσάκι του λαπ τοπ, οι δύο βαλίτσες ζωής μες στο ξημέρωμα δίπλα στο Νείλο που έπνιξε τη νύχτα-και την ψυχή μου- στην ομίχλη

Προσπαθώ να θυμηθώ όλα εκείνα που με οδήγησαν στην απόφαση να φύγω στο εξωτερικό. Αυτό το έγκλημα ήταν προμελετημένο. Χρόνια το σχεδίαζε το μυαλό μου.
Μόνο τα μαθήματα αραβικών κράτησαν τέσσερα χρόνια. Κι όλα έγιναν όπως τα ονειρεύτηκα. Επιτυχία στις εξετάσεις, επιτυχία στην απόσπαση, επιτυχία στην τοποθέτηση. Μα να ‘μαι τώρα εδώ μπροστά στον καθρέφτη να βλέπω τα μάτια μου κόκκινα από την απόγνωση. Προσπαθώ να χαλαρώσω με όλα τα κόλπα που λένε οι ψυχοθεραπευτές. Να σκεφτώ θετικά. Τίποτα. Δεν πιάνει τίποτα. Είμαι ανίσχυρος. Παραδίνομαι στο βρώμικο ποτάμι που κυλάει μέσα μου και θέλω να παραδοθώ στο βρώμικο ποτάμι που κυλάει από έξω. Να με βγάλει στη Μεσόγειο, να με πάρουν τα κύματα, να με περάσουν από το Ρέθυμνο, από τον Σαρωνικό και να με ξεβράσουν στο Θερμαϊκό. Να με πάρει ο Βαρδάρης-να με πάρει και να με σηκώσει. Να με αφήσει γλυκά στους πρόποδες του Βερμίου εκεί που μόλις δυο μέρες πριν αγκάλιαζα κι αποχαιρετούσα την μάνα μου. Να της φωνάξω ήρθα. Δεν σε εγκατέλειψα. Δεν προτίμησα τα χρήματα από σένα. Να δέσω ακόμα ένα κόμπο στο Οιδιπόδειο μου μέχρι να σφίξει η θηλιά και να με πνίξει. Ποια η διαφορά να πνίγεσαι στο Νείλο από το να πνίγεσαι στα συμπλέγματα σου; Δεν είμαι Μεγαλέξανδρος. Κι ούτε πρόκειται απλά για ένα Γόρδιο δεσμό. Ο συναισθηματικός εκβιασμός που δέχτηκα όλο αυτόν τον καιρό, αντιστεκόμενος σφόδρα, με βρήκε ευάλωτο και με χτυπάει κάτω σαν χταπόδι. Όλη τη νύχτα. Όταν πια ξημέρωσε για τα καλά, εφτά η ώρα το πρωί, μισό λεξοτανίλ με άπλωσε στον ήλιο για στέγνωμα. Δεύτερη φορά στα σαράντα τόσα χρόνια. Ξύπνησα με κεφάλι βαρύ στις δώδεκα και μισή. Δώδεκα πήγε και μισή. Πως πέρασεν η ώρα. Δώδεκα πήγε και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια!
Αυτή η Κυριακή χλωμή σαν τον πύργο του Καϊρου. Κι η διάθεση μου ένας ανελκυστήρας μέσα της, πότε στα υπόγεια και πότε στην ταράτσα. Ανά μισή ώρα. Έτσι πέρασε η μέρα, με τη Φανή, που ευτυχώς συνάντησα, να προσπαθεί να με παρηγορήσει και να παρηγορηθεί και τη Γαλάτεια να δείχνει κατανόηση στους δύο μας. Πουλάκια ξένα, ξενιτεμένα. . . Πόσο εύκολα αλλάζουν συναισθηματικό περιεχόμενο οι λέξεις! Μέχρι να ρθει η νύχτα με τες δικές της μουσικές από μια μελαγχολική και φάλτσα μπάντα. Το ουίσκι από τα αφορολόγητα χρειάστηκε για νάρθει πάλι ο ύπνος. Να σταματήσει αυτό το ανελέητο σφυροκόπημα τους κροτάφους μου. . .
(συνεχίζεται έστω και λίγο αργοπορημένα. . . )

Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

Σάββατο 25 Αυγούστου 2000 κι επτά

Αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος». Τελευταίο σαββατόβραδο του Αυγούστου. Στην αναμονή για κάρτα επιβίβασης. Προηγούνται από μένα κάτι άλλοι το ίδιο ή λίγο περισσότερο μελαμψοί , χωρίς να φταίει για κανέναν μας το σολάριουμ. Παραδίδονται οι βαλίτσες πάνω στη πλάστιγγα και με το μαγικό χαρτάκι ανά χείρας απομακρύνεται ο καθένας από το γκισέ, ελαφρύτερος κατά είκοσι κιλά. Όσα επιτρέπεται να έχει κανείς μαζί του δηλαδή σε μια πτήση, εξαιρουμένων των χειραποσκευών. .
Έρχεται η σειρά μου. Η υπάλληλος κοιτάει μια εμένα, μια τις δύο εγκυμονούσες βαλίτσες μου. Τελικά αποφασίζει να απευθυνθεί στις βαλίτσες. «Πετάει ο γάιδαρος;»
ρωτάει με απορία. «Πετάει!» αποκρίνονται οι βαλίτσες εν χορώ. Για να τις εκδικηθώ, τις βάζω μία μία στην πλάστιγγα να τις ξαποστείλω στο πυρ το ενδότερον. Βλέπει η αεροσυνοδός το μεικτό βάρος και γουρλώνει το βλέμμα της. Κάτι πληκτρολογεί στον υπολογιστή της και ξεγουρλώνει σιγά σιγά. Της κλείνω πονηρά ματιά. Ναι, λοιπόν είμαι γνωστός του διευθυντή της και δικαιούμαι είκοσι κιλά παραπάνω. Στο κάτω κάτω, αν τα είχα κάτω από το δέρμα μου αυτά τα παραπανίσια κιλά, θα μου έδινε το τηλέφωνο του Πρίνου πριν την κάρτα επιβίβασης; Χαιρετώ τις αποσκευές μου που απομακρύνονται πάνω στον κυλιόμενο διάδρομο και τις βγάζω τη γλώσσα. Σαράντα πέντε κιλά όλη κι όλη η προίκα μου, διαλεγμένη γραμμάριο γραμμάριο. Σκέφτομαι να ζητήσω θέση σε διάδρομο. Είμαι κλειστοφοβικός και η θέση στο παράθυρο παραείναι στριμωγμένη για τις αντοχές μου. Μια ερώτηση του φίλου που με συνόδευε με έκανε να ξεχάσω το αίτημα. Παίρνω την κάρτα κι αποχωρώ με το βαλιτσάκι του λαπ τοπ κρεμασμένο στον ώμο. Η επόμενη από μένα στη σειρά, έχει μόνο μια βαλίτσα. Τις υπόλοιπες τις έκρυψε κάτω από το φουστάνι της. Ελπίζω μην της δώσουν τη θέση δίπλα μου στο αεροπλάνο στην πτήση από το «Ελ. Βενιζέλος» προς «Αλ Καχίρα». Αθήνα-Κάιρο με την Ολυμπιακή μες στο άγριο μεσάνυχτο.
Παίρνω το φίλο που με αποσυντόνισε και τη φίλη που περίμενε πιο πέρα και κατευθυνόμαστε στο μπαρ του αεροδρομίου. Η υπόθεση σηκώνει τσιγάρο. Ρουφάω τον καπνό στο σφιγμένο μου λαρύγγι. Καπνός με αγκάθια κατεβαίνει στα σπλάχνα μου. Αθώα νικοτίνη και μονοξείδιο του άνθρακα. Πρώτη φορά τρομάξανε τόσο με τη μαυρίλα που συνάντησαν στο διάβα τους. Μαύρη ψυχή σε μαύρη ώρα. Αν βρισκόταν κάποιος να με τρυπήσει με μια καρφίτσα, πίσσα θα έσταζε στα αστραφτερά μάρμαρα του αεροδρομίου, το αίμα μου. Ο καφές της παρηγοριάς ανήμπορος να δικαιολογήσει το όνομά του. Από τη μια τα μάτια μου θέλουν να χορτάσουν την εικόνα των φίλων. Από την άλλη δεν σηκώνουν το βάρος και περιπλανιούνται άσκοπα στο χώρο. Έτσι κι αλλιώς πάντα πίστευα ότι οι αποχαιρετισμοί ήταν μικροί θάνατοι. Όπου είμαι εγώ δεν είναι ο θάνατος κι όπου είναι ο θάνατος δεν είμαι εγώ. Θετική σκέψη. Πλην όμως όπου δεν είμαι εγώ είναι ο θάνατος. Κι εγώ σε λίγο δεν θα είμαι πια εδώ. Πώς τα καταφέρνει το μυαλό στην καταστροφή! Να μην μου αφήνει κάπου ν ακουμπήσω.
Μιλάμε προσπαθώντας ο καθένας μας με τα όπλα που έχει να σκοτώσει το θηρίο που τον βασανίζει. Άλλος καβάλα στ’ άλογο σαν αϊ Γιώργης με το κοντάρι του, άλλος σαν το Δαυίδ με τη σφεντόνα του κι άλλος σαν τη Δαλιδά με το ψαλίδι στα χέρια, έτοιμος για τη σωτήρια κουρά. Την ίδια στιγμή οι θύτες γίνονται θύματα και γινόμαστε δράκος , Γολιάθ και Σαμψών σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου που οι ρόλοι εναλλάσσονται ασκαρδαμυκτί. Όταν καταλαβαίνουμε πόσο τα λόγια μας είναι ψεύτικα, αφήνουμε τη σιωπή να μιλήσει εκ μέρους μας, να λάμψει η αλήθεια. Σιωπή που τη διακόπτουν τα χτυπήματα του κινητού, οι ευχές που έρχονται, τα ευχαριστώ που φεύγουν. Είναι να μην το έχεις στο κύτταρό σου, να ξεπροβοδίζεις αυτόν που φεύγει. Ακόμα και στο ύστατο χαίρε. «Καλό παράδεισο! ».Χωρίς ν’ ακούσεις ευχαριστώ εννοείται.
Ο δικός μου παράδεισος, αυτός που τον έχτισα μόνος με περιμένει σε λίγες ώρες. Το αιώνιο λάθος του ανθρώπου , να νομίζει ότι μπορεί να γίνει θεός. Κι όταν έρθει η ώρα της κρίσης να πληρώνει το αντίτιμο της προπατορικής συνήθειας. Τώρα, εδώ στο αεροδρόμιο στην αναμονή για την πτήση της Ολυμπιακής, περιμένω την ώρα που θα κριθώ. Θα ανοίξουν τελικά οι πύλες του παραδείσου; Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απ’ αυτή; Ερωτήματα που θέλουν το χρόνο τους για να βρούν μια απάντηση. Πώς περνά ο χρόνος! σκέφτηκα ο άνθρωπος. Πώς περνούν οι άνθρωποι σκέφτηκε κι ο χρόνος. Αγκάλιασα και φίλησα τους φίλους μου, χωρίς μια λέξη να βγει από το στόμα μου. Μόνο το χέρι μου τίναξα στον αέρα τρεις φορές κάνοντας τους νεύμα να φύγουν και να μην πουν τίποτα. Απεταξάμην! Γύρισα απότομα και έφυγα για το check in. Δεν κοίταξα πίσω για να μη απομείνω στήλη άλατος σε τούτο το μεταίχμιο. Άλλωστε και να έστρεφα τα μάτια μου πίσω, δεν θα μπορούσα να δω τίποτα. Τα δάκρυα θολώνουν το βλέμμα.
Μόνος λοιπόν. Στην αίθουσα αναμονής πτήσεων αφού πρώτα πέρασα από το κατάστημα αφορολόγητων ειδών για δύο κούτες τσιγάρα και δυο μπουκάλια ουίσκι. Θα ήθελα να πω «αχρείαστα να ‘ναι» αλλά δεν μου αρέσουν τα ψέματα. Φαρμάκι και φάρμακο μαζί. Με μάτια υγρά ακόμα παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου και ζηλεύω που δεν μπορεί να σκάσει χαμόγελο στα χείλη μου. Ένα τελευταίο τηλεφώνημα στη μητέρα μου, πριν κλείσω το κινητό. «Η Παναγιά μαζί σου» μου λέει. Η Παναγιά μου είσαι εσύ ήθελα να της πω αλλά είπα μόνο ευχαριστώ. Έκλεισα το κινητό και μπήκα στο αεροπλάνο με τον ήχο της φωνής της βροχοποιό.
Το αίτημα που δεν ξέχασα να κάνω για θέση στο διάδρομο, με έφερε δίπλα στο παράθυρο στην ουρά του αεροπλάνου. Χρειάστηκε να σηκωθούν οι δύο που είχαν ήδη καθίσει για να περάσω. Στην άκρη ένας μελαχρινός χλεμπονιάρης γύρω στα πενήντα και στη μέση μια επίσης μελαχρινή σαραντάρα. «Ευχαριστώ» είπα στα ελληνικά από κεκτημένη ταχύτητα. «Σούκραν» διόρθωσα αμέσως μετά στ’ αραβικά. «Παγακαλώ» μου είπε με σπασμένα ελληνικά η κυρία. Ήθελα να μιλήσω με κάποιον για να διασκεδάσω τους φόβους μου. «Από Αίγυπτο είστε;» ρώτησα ευγενικά. «Όχι» μου απάντησε. «Πηγαίνω για ένα σεμινάγιο» τονίζοντας τα «γ» με ξενική προφορά. «Γαλλίδα;» Ξαναρωτάω επιμένοντας να κάνω την Πυθία. «Όχι. Από Λάγισα» μου λέει. Δεν καταλαβαίνω κι αυτό φαίνεται στα μάτια μου. «Από ένα χωγιό της Ελασσόνας» συμπληρώνει. «Α, μάλιστα» λέω. «Και ζείτε στο εξωτερικό; Γιατί η προφορά σας μου φάνηκε ξενική» επιμένω το τούβλο. «Όχι, όχι. Ζω κι εγάζομαι στη Θεσσαλονίκη σε μια φαγμακευτική εταιγία.» Ε, μετά από όλα αυτά επιτέλους κατάλαβα ότι αυτό το γαλλικό αξάν δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την ομιλία μιας ψευδής γυναίκας. Ντράπηκα και δεν συνέχισα την κουβέντα. Έβγαλα δύο περιοδικά από την τσάντα μου για να περάσει η ώρα. Η «γαλλίδα» από την Ελασσόνα μου ζήτησε το ένα και κράτησε την επαφή σχολιάζοντας μου αυτά που διάβαζε. Κάποια στιγμή μπήκε στην κουβέντα κι ο μπασμένος πενηντάρης, που τελικά ήταν σαράντα ενός χρονών, αιγύπτιος , από το Ασουάν, μετανάστης στην Ελλάδα εδώ κι έξι χρόνια, παντρεμένος με μια εικοσιτριάχρονη εδώ και έξι χρόνια επίσης και με πέντε παιδιά. «Κάθε άδεια και παιδί δηλαδή;» σχολίασα και η κίτρινη μασέλα με τρία δόντια να λείπουν έγινε χαμόγελο.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε το μισάωρο της αναμονής ως την απογείωση. Ωραία τελικά η θέση δίπλα στο παράθυρο. Ακόμα πιο ωραία η Αθήνα από κάτω. Με τον Υμηττό να φεγγοβολάει σαν ψησταριά που μόλις ανάψανε. Κι ένα βουνό ακόμα να καίγεται κάπου κοντά στο Λαύριο. Την ίδια μέρα που πενήντα άνθρωποι ψηθήκαν σαν σουβλάκια. Θα επικηρύξουν λέει τον εμπρηστή. Αν είχα χρόνο θα τους έλεγα πως δεν θα χρειαστεί. Για να βρουνε τον ένοχο φτάνει μόνο να κοιτάξουν ποιος αυτοκτόνησε αυτές τις μέρες. Γιατί δεν μπορεί να μην αυτοκτόνησε μετά από τόσους θανάτους που προκάλεσε. Από το παράθυρο σαν να βλέπω τις ψυχές τους, μαζί με τις ψυχές χιλιάδων απροστάτευτων δέντρων, να ανεβαίνουν ακόμα στο τελευταίο ταξίδι. Βλέπω και το φεγγάρι. Αυτό το ίδιο φεγγάρι θα βλέπω και στο Κάιρο. Ίδιο; Σημασία δεν έχει αυτό που βλέπεις. Αλλά ο τρόπος που κοιτάς. Αυτό το φεγγάρι λοιπόν θα κάνω καιρό να το ξαναδώ.
Μόλις τελείωσε η διαδικασία της απογείωσης και δόθηκε το σήμα να λυθούν οι ζώνες ασφαλείας, -σιγά να μην την έλυσα δηλαδή, δεν ξεχνιέται εκείνο το ατύχημα με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο-τα καροτσάκια των αεροσυνοδών βγήκαν στον διάδρομο. Η Ολυμπιακή μας φίλεψε μια φέτα που έμοιαζε με κρέας αλλά δεν είμαι σίγουρος, μια φέτα που έμοιαζε με αλλαντικό αλλά πάλι δεν έιμαι σίγουρος και μια φέτα που είμαι σίγουρος ότι ήταν τυρί αλλά δεν είμαι σίγουρος πού μπόρεσαν να βρουν τόσο άνοστο τυρί. Το μενού συνοδευόταν από μισό φύλλο μαρούλι, κάτι κομματάκια κόκκινα που ίσως ήταν λιαστή ντομάτα, ένα τρίγωνο από φέτα ψωμιού τοστ με μια σταγόνα μαγιονέζα, ένα στρογγυλό ψωμάκι μινιόν και το καλύτερο το άφησα για το τέλος, ένα ολόφρεσκο γλυκό μέγεθος σπιρτόκουτο που το έσωσε η φρεσκάδα του και το γλάσσο με γεύση λεμόνι που είχε πάνω από τη σαντιγί. Η γεύση λεμονιού ήταν η μόνη γεύση που μπόρεσαν να διακρίνουν οι γευστικοί μου κάλυκες. Από την υπερένταση της τελευταίας μέρας μου στην Ελλάδα δεν είχα φάει τίποτα ολημερίς κι έτσι προσέφερα στον εαυτό μου το βασιλικό αυτό δείπνο πάνω στα σύννεφα. Τρόμαξα μόνο όταν καθώς καθάριζα τα χέρια μου με το αρωματικό μαντηλάκι-άρωμα λεμόνι κι αυτό, είδα το πιάτο της «γαλλίδας» σχεδόν απείραχτο. Όταν πήγε δε, το μάτι μου λίγο παραπέρα στο πιάτο του πρίγκιπα της Αιγύπτου και το είδε σχεδόν απείραχτο επίσης, πανικοβλήθηκα!
Κάποια στιγμή από το παράθυρο μου είδα κάτι φωτάκια κάτω κάτω στο βάθος και το φεγγάρι να στρώνει ασημένια χαλιά πάνω στη θάλασσα. Δεν πέρασε πολύ ώρα για να καταλάβω ότι πλησιάζαμε Αλεξάνδρεια και μέχρι να το συνειδητοποιήσω καλά καλά , το Κάιρο βρισκόταν στο οπτικό μου πεδίο. Τεράστιες λεωφόροι που η απόσταση τις έκανε να μοιάζουν σαν μίσχοι λουλουδιών που κατέληγαν σε ολάνθιστα άνθη, φωτισμένα περίχωρα προφανώς. Ατέλειωτα φώτα. Οι ζώνες –των αλλωνών-ξαναδέθηκαν και σε μια στροφή του αεροπλάνου καθώς έμπαινε σε πορεία προσγείωσης η πόλη φάνηκε σαν να υψωνόταν κάθετα έξω από το παράθυρο μου. Ξαναγύρισε στον οριζόντιο σχεδιασμό της όταν το αεροπλάνο μπήκε στην τελική ευθεία προσγείωσης, μιάμιση μόλις ώρα από την τελική ευθεία απογείωσης του. Οι ρόδες ακούμπησαν ευγενικά στην φαραωνική γη, οι ζώνες λύθηκαν, οι πόρτες άνοιξαν και βγήκα. Τρεις και κάτι Κυριακή πρωί.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2007

Η ΠΟΛΙΣ (αντι εισαγωγής)

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.

Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·

κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»



Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ

στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ