Κυριακή 11 Μαΐου 2008

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2000 κι επτά-ΜΑΪΟΣ 2000 κι οχτώ





















ΟΥΤΕ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ

Όταν του Νείλου κατεβούνε τα νερά
κι απ’ την πλατεία του Ραμσή φύγουν τα τρένα
θα πέσουν τ’ άστρα και θα γίνουνε φτερά
από του Μάρτη τα χαμσίνια σκονισμένα.

Στο Ελ Χορέγια με τουρίστες θα μεθώ.
Με τους αυτόχθονες θα φτιάχνω πεπρωμένο
κι ούτε με νοιάζει το πρωί όταν γυρνώ
αν θα με βρούνε μες στο Κάιρο σφαγμένο.

Απ’ το Μοκάταμ θα κατέβουν οι σκιές,
νεκροταφίτες θα ξυπνάνε στα κιβούρια
και των ιμάμηδων οι άγριες φωνές
ζωή θα δίνουνε στο θάνατο καινούργια.

Με μια φελούκα στα σκοτάδια θ’ ανοιχτώ
κι ας είν’ το μέλλον μου για πάντα κλειδωμένο.
Ούτε με νοιάζει σε ποιο λάθος θα πνιγώ
κι αν θα με βρούνε μες στο Νείλο πεταμένο.



Πλατεία Ραμσή= πλατεία του σιδ. σταθμού, κάτι σαν την Ομόνοια
Χαμσίνια= οι νότιοι άνεμοι της ερήμου που μεταφέρουν άμμο(χαμσούν)
Ελ Χορέγια= καφενείο παλιό και βρώμικο στο κέντρο που όμως σερβίρει μπύρα και μαζεύει τουρίστες και ντόπιους. Ελ χορέγια θα πει ελευθερία
Μοκάταμ= το μόνο «βουνό» (λόφος) στο κάιρο γνωστό κι απ τον Μαχφούζ
νεκροταφίτες= αυτοί που κατοικούν στα νεκροταφεία του Καïρου
κιβούρια= κιμπούρ στα αραβικά είναι ο τάφος







ΤΩΡΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ

Με του Τσιτσάνη τα τραγούδια στην καρδιά
και την ηχώ απ τη φωνή του Καζαντζίδη
στο δρόμο βγήκα κυνηγώντας μια σκιά
και να που έγινε το βήμα μου ταξίδι.

Τώρα τα βράδια ακούω Ουμ Καλσούμ
και ξημερώνω στα στενά του αλ Χαλίλι
Μες στο μυαλό μου πορτραίτα του Φαγιούμ
παλιές αγάπες και παλιοί καλοί μου φίλοι.

Άφησα χρόνια σαν ξωκλήσια στα βουνά
Πήρα μαζί μου τους καημούς μου κομποσκοίνι
κι όταν κοιτάω το φεγγάρι να περνά
κλείνω τα μάτια μου , κλειδώνω και τη μνήμη.

Τώρα τα βράδια να θυμάμαι δεν βαστώ
πηγαινοέρχομαι στις γέφυρες του Νείλου
Αλλάχ το λένε το θεό που προσκυνώ
και η ζωή μου ένα ρόδο της ερήμου.

Είπα θα πάω σ άλλη πόλη, σ’ άλλη γη
τον ποιητή που αγαπώ να βγάλω ψεύτη
μα δεν γιατρεύει το ταξίδι την πληγή
που ανοίγει πάντοτε η νύχτα όταν πέφτει.

Τώρα τα βράδια στην πλατεία του Ταχρίρ
όλα τα ψέματα που είπα συναντάω
και ψιθυρίζω χίλια κι ένα άει σιχτίρ
σε όποιο φάντασμα εντός μου κουβαλάω.

Αν κάτι μέσα μου ακόμα με κρατά
είναι που το ‘μαθα απ έξω και το ξέρω
ότι ανάμεσα στο πριν και στο μετά
μπορώ το σήμερα να ζήσω όπως θέλω.

Τώρα τα βράδια που καπνίζω ναργιλέ
και πίνω τσάι στο ποτήρι με το δυόσμο
Σαν να μην έζησα απέναντι ποτέ,
σαν να μη γνώρισα ποτέ μου άλλο κόσμο.









ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


Σου γράφω νέα απ’ τη ζωή μου την καινούργια
κι αν με αγάπησες ποτέ ίσως χαρείς.
Λάμπουν τα μάτια μου σαν κρύσταλλα ασφούρια
και περιφέρομαι στο φως περιχαρής.

Όλα τα λάθη τα παλιά, απολιθωμένα,
κι όλα τα όνειρα που έκανα εκεί
σαν εισιτήρια κι αυτά τσαλακωμένα
σ’ ένα συρτάρι που ποτέ δεν θ’ ανοιχτεί.

Μονάχος κι έρημος στην έρημος του κόσμου.
Αχ, να μπορούσες μια στιγμούλα να με δεις !
Πρώτη φορά που έτσι ένιωσα εντός μου,
έτσι τρελά ευτυχισμένος κι αναιδής.

Μα κάτι βράδια που κοιτάω το φεγγάρι
και όσο σκέφτομαι κι εσύ πως το κοιτάς
ψάχνω στην άμμο για να βρω ένα βαρκάρη
κι ας μην υπάρχει πια η θάλασσα για μας.


ασφούρια= κρύσταλλα σαν τα ζβαρόφσκι made in egypt






ΧΑΟΥΑΓΚΑ

Άλλοι το είπανε κισμέτ, άλλοι γραφτό,
μοίρα τα λένε κάποιοι άλλοι κι άλλοι κάρμα.
Κι εγώ που λύσσαξα ν’ αλλάξω εαυτό
χρόνια περίμενα να γίνει κάποιο θαύμα.

Στήνει παράξενα παιχνίδια ο καιρός.
Το λέω τώρα όπως πίσω μου κοιτάζω.
Εγώ που δίψασα για μια σταγόνα φως,
τον κόσμο άλλαξα μα να που δεν αλλάζω.

Συνηθισμένος στην εγχώρια ξενιτιά,
μία πατρίδα στη ζωή ζητούσα πάντα.
Ξένο με λέγαν στην παλιά μου γειτονιά
και στην καινούργια με φωνάζουν χαουάγκα.





χαουάγκα= αλλοδαπός που κατοικεί στην Αίγυπτο









ΑΡΑΧΝΕΣ

Τι παράπονα να βγάλω;
Μια το ένα μια το άλλο
με αγχώνανε.
Σαν ρωτούσα τι να κάνω
και οι φίλοι από πάνω
μου τα χώνανε.
Στα θηρία της αρένας
με πετούσαν και κανένας
δε με ρώτησε.
Στο εδώ και μη παρέκει
έπεσε αστροπελέκι
και με φώτισε.

Δεν το περίμενα ψυχή μου
να βρει κεφάλι το σπαθί μου
μα εσύ σωστά με πήγες
και οι παλιές μου αγωνίες
αράχνες τώρα στις γωνίες
να κυνηγάνε μύγες.

Στο παιχνίδι πια να παίξω,
μία μέσα μία έξω
δεν το άντεχα.
Μες στη σιγουριά του κόσμου,
καρμικός προορισμός μου
τα αναπάντεχα.
Όταν είπα θα διαλέξω,
ή το μέσα ή το έξω,
ΕΞΩ φώναξα.
Έξω πούστη απ την παράγκα!
Τζάμπα μού ‘κανες το μάγκα.
Τζάμπα τρόμαξα.

Δεν το περίμενα ψυχή μου
να βρει κεφάλι το σπαθί μου
μα εσύ σωστά με πήγες
και οι παλιές μου αγωνίες
αράχνες τώρα στις γωνίες
να κυνηγάνε μύγες.





ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Το σώμα της μυρίζει γιασεμί.
σαν άγριο τριαντάφυλλο η καρδιά της
και όποιος πάρει γεύση απ’ την οσμή
ποτέ ξανά δεν φεύγει μακριά της.

Τα μάτια της σχεδόν ζωγραφιστά.
Το βλέμμα της επάνω μου αγκάθι.
Τρυπάει μέχρι που να βρει καρδιά
και τ’ όνειρό μου κόκκινο το βάφει.

Τα λόγια της σαν άγρια πουλιά
που έχουν βάλει στόχο τη σιωπή μου
και μέσα στο σκοτάδι τα φιλιά
ανθίζουνε σαν ρόδο της ερήμου.