Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά-- Α' ΜΕΡΟΣ















Παρασκευή 26 -Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Α’ ΜΕΡΟΣ

Το τρένο φεύγει στις οχτώ, στο τραγούδι που θυμάμαι. Το δικό μου έφυγε στις δύο. Οκτώβρης μήνας δεν θα μείνει, να μη θυμάμαι στις δύο λοιπόν, το ξεκίνημα της υπερταχείας αμαξοστοιχίας από το σιδηροδρομικό σταθμό Ραμσής του Καϊρου με προορισμό την Αλεξάνδρεια. Βαγόνι πρώτης θέσης, δίπλα στο αριστερό παράθυρο, στην πλευρά δηλαδή που τα καθίσματα ήταν μονά και άνετα.

Παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο της εξαθλίωσης στα περίχωρα της πόλης, στα χαλάσματα και στα φαντάσματα, άσματα ασμάτων της Ουμ Καλθούμ που στεγνώσανε στον αέρα μαζί με τα σκισμένα ρούχα της μπουγάδας. Κι έξω από την πόλη, φελάχοι και φελάχες, στα όρια των περιβολιών, βουτηγμένοι ως τα γόνατα στα λασπόνερα με το ’να χέρι να κρατάει την κελεμπία στεγνή. Οι φελάχες των τραγουδιών, ονειρώξεις στιχοπλόκων, βλέμματα διεισδυτικά ποιητών ίσως, που κατάφεραν να βρούνε την ομορφιά κρυμμένη κάτω από τη σκόνη της υπαίθρου που ψήνει τα πρόσωπα στον ήλιο. Κανάλια, χαλάσματα, περιβόλια, σκουπίδια, φτώχεια, χαμόγελα, φωνές, μια καθημερινότητα αβάσταχτη αλλά κραταιά ως αγάπη.

Δυο ώρες αργότερα όπως ήταν προγραμματισμένο, το τρένο έμπαινε στην πόλη. Τα παιδιά το κοίταζαν σαν να ‘βλεπαν τον Αϊ Γιώργη καβάλα στ’ άλογο. Σούφρωναν τα ματάκια τους που τύφλωνε ο ήλιος και έστελναν χαμόγελα φαφούτικα, κουνώντας τα χέρια και τρέχοντας παράλληλα, όπως τρέχουν τα σκυλιά καμιά φορά στο κατόπι των αυτοκινήτων κι όπως όλα τα παιδιά του υπαίθριου κόσμου. Τέσσερεις και δέκα ακριβώς το τρένο σταμάτησε στο σταθμό.

Παραδόθηκα αμαχητί στον πρώτο ταξιτζή που με κυνήγησε για να με πάει στο ξενοδοχείο, ενάμισι χιλιόμετρο δρόμου πιο πέρα. Διαδρομή που δεν άξιζε ούτε τρεις λίρες, ζήτησε επτά, του έδωσα δέκα, δεν είχε ψιλά για ρέστα. Παγκοσμιοποιημένο το κύτταρο του ταρίφα τελικά. Το ξενοδοχείο στην πλατεία Ζαγκλούλ, πενήντα μέτρα πιο πέρα από το πολυτελές Σόφιτελ και στο ένα δέκατο της τιμής. Ξενοδοχείο λέω και δεν ξέρω αν μπορεί να φανταστεί κανείς ότι εννοώ μια επταώροφη παλιά πολυκατοικία με γραφεία και κατοικίες. Και πάνω σ’ αυτήν μια πρόσθετη τριώροφη, λίγο πιο καινούργια, το ξενοδοχείο. Στον όγδοο όροφο η υποδοχή και το καφέ-εστιατόριο με θέα στη Μεσόγειο, στον ένατο όροφο το μονόκλινο δωμάτιο μου. Καθαρό, λιτό κι απέριττο.Ένα διπλό κρεβάτι, ένα κομοδίνο, ένα τραπέζι με επιτοίχιο καθρέφτη και μια καρέκλα τα μόνα έπιπλα του αλλά ευτυχώς ολοκαίνουργια. Τηλεόραση και ψυγείο συμπληρώνουν τον εξοπλισμό. Το μπάνιο πρόσφατα ανακαινισθέν, με τα αυτοκόλλητα χαρτιά της μπανιέρας να μην έχουν ξεκολλήσει ακόμα. Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στο μπαλκόνι. Μπροστά μου μια μεγάλη πλατεία και μπροστά στην πλατεία η Μεσόγειος. Θάλασσα. Θεσσαλονίκη. Αυτόματος συνειρμός.
Ναι, είμαι τριήμερη εκδρομή στη Θεσσαλονίκη της Αιγύπτου. Την παραθαλάσσια, μαγική συμπρωτεύουσα, με τα ελληνικά ονόματα-ακόμα- στις επιγραφές των μαγαζιών. Με τα υπέροχα κτήρια που εκδικείται ο χρόνος. Παλιές, άλυτες διαφορές. Παρ’ όλη την εκδικητική μανία του όμως, τα βλέπεις να υψώνουν το παράστημα τους, σαν στρατηγοί απόμαχοι με όλα τα παράσημα στο στήθος. Ποιος είπε ότι μόνο τα δέντρα πεθαίνουν όρθια.
Πρώτη βραδιά αφήνομαι στους δρόμους να με πάνε όπου θέλουν κι όπου ξέρουν αυτοί. Οσμίζομαι σαν το σκυλί τις γειτονιές, προσπαθώντας να υποθέσω που τριγύριζε ο ποιητής, ποιος δρόμος τον πήγαινε σπίτι του, σε ποιου καφενείου τελικά τη σκιά καθόταν ο γέροντας. Όταν κουράστηκα στο περπάτημα, μη μπορώντας να σταματήσω τη βόλτα μου, ανέβηκα στην άμαξα με το άσπρο άλογο και τον Μαχμούτ αμαξηλάτη, να συνεχίσω ακόμα πιο πέρα μέχρι σχεδόν το φρούριο του Κάιτ Μπέη. Η δροσιά της θάλασσας με ανατρίχιαζε καθώς χτυπούσε η αύρα της πάνω μου. Με κοντομάνικο βράδυ στην παραλία; Ε, δεν είναι και Κάιρο. Η Μεσόγειος τέλη Οκτώβρη δείχνει τα δόντια της από όποια μεριά κι αν την κοιτάς. Μετά την έφιππη βόλτα και ένα σύντομο δείπνο, τυλιγμένος στη ζεστασιά της ζακέτας μου που πήρα από το ξενοδοχείο, περιπλανήθηκα στο παζάρι και συνέχισα να περπατώ στους κάθετους δρόμους της παραλίας αργότερα, σε μια ατέλειωτη τεθλασμένη πορεία, μόνος σχεδόν πια μετά την πρώτη μεταμεσονύκτια ώρα. Σταμάτησα μόνο όταν δεν άντεχα άλλο και επέστρεψα στο ξενοδοχείο.

Πρωί Σαββάτου το ξυπνητήρι χτυπούσε από τις δέκα. Χρειάστηκα μισή ώρα για να πω ότι ξύπνησα. Ανακάθισα στο κρεβάτι, άναψα τσιγάρο και το βλέμμα μου χάθηκε στη θάλασσα που απλώνονταν έξω από την πόρτα. αφού χορτάσανε τα μάτια μου την ανέλπιστη θέα που προσέφερε το κρεβάτι του φτηνού ξενοδοχείου, ντύθηκα με όρεξη και πήρα τους δρόμους. Στον τουριστικό οδηγό είχα εντοπίσει εν τω μεταξύ, μετά από τόση νυχτερινή περιπλάνηση, το σπίτι του Καβάφη, πέντε δρόμους πιο πάνω από το ξενοδοχείο.

Οδός Σαρμ ελ Σέιχ 14. Μια τετραώροφη οικοδομή που την είδα αρκετά περιποιημένη σε σχέση με την προηγούμενη φορά που είχα φτάσει εδώ ως τουρίστας. Δίπλα στην είσοδο , επιγραφές ενημερώνουν ότι ΕΔΩ έζησε ο ποιητής
Κ. Π. Καβάφης, στο δεύτερο όροφο όπου βρίσκεται πια το μουσείο του. Ανεβαίνοντας τις σκάλες επιστρατεύω όλα τα αποθέματα ενσυναίσθησης, προσπαθώ να νιώσω ό, τι ένιωθε επιστρέφοντας, αυτός που φόρτισε την προστακτική του ρήματος της επιστροφής. Επειδή στο σπίτι αυτό έζησε τα τελευταία 25 χρόνια ης ζωής του, τον φαντάζομαι μεσήλικα, κουρασμένο να κρατιέται από την πλατιά ξύλινη κουπαστή και να ανεβαίνει τις σκάλες με το μυαλό στο τελευταίο βλέμμα που συνάντησαν τα μάτια του πασπαλισμένο από τα μυρωδικά της ηδονής.
Η πόρτα του σπιτιού κλειστή. Χτυπάω το κουδούνι και νιώθω ότι θα μου ανοίξει ο ίδιος. Τι απρέπεια να μην κρατάω ένα κουτί γλυκά! Τουλάχιστον κρατάω μια ανθοδέσμη από εικόνες που μάζεψα τόσα χρόνια από τους κήπους του. Ανοίγει ο φύλακας. Δέκα λίρες το εισιτήριο. Κι αμέσως μετά ακούω τον ποιητή να έρχεται με όλες τις λέξεις του φορτωμένος από ένα δωμάτιο, ακουμπισμένος γλυκά στη φωνή της Λαμπέτη. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με. . . Μόνος επισκέπτης κι αδιάκριτος εν τη απουσία του, ανακαλύπτω πάλι τους προσωπικούς του χώρους. Την κρεβατοκάμαρα με το σιδερένιο κρεβάτι και το μεγάλο εικονοστάσι, τη λάμπα, το λαβομάνο, τη μικρή βιτρίνα. Βγαίνω στο μπαλκονάκι της και χαζεύω το δρόμο. Το ίδιο στενό που αγνάντευε κι αυτός με το νοσοκομείο απέναντι και την εκκλησία λίγο πιο πέρα. Στο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας, ένα από τα μπορδέλα της γειτονιάς. Μπορδέλο, νοσοκομείο, εκκλησία, συστατικά μιας γειτονιάς που επέλεξε, όπως έλεγε, για να νιώθει ότι έχει ό, τι χρειάζεται ένας άνθρωπος. Η υποδοχή του σπιτιού ένας μακρύς φαρδύς διάδρομος που άλλοτε λειτουργούσε ως σάλα. Αριστερά η κρεβατοκάμαρα. Μπροστά στην είσοδο ένα δωμάτιο με εκθέματα βιβλίων και παρατεταγμένα δίπλα προς τα δεξιά άλλα δύο δωμάτια, που επικοινωνούν μεταξύ τους και με εσωτερικές πόρτες. ο ένα εξ αυτών αφιερωμένο στον άλλο γέροντα της πόλης, τον Στρατή Τσίρκα. Δεξιά αυτών, το γωνιακό δωμάτιο, το γραφείο του ποιητή. Κι ακόμα δεξιότερα η κουζίνα που πια λειτουργεί ως αποθήκη και δύο τουαλέτες.
Αφού περιηγήθηκα λεπτομερώς σε κάθε γωνιά του σπιτιού, ήπια τσάι με τον Μοχάμεντ, τον φύλακα και θαυμαστή του Καβάφη. Δεν ξέρω αν στ’ αλήθεια θαυμάζει το έργο του. Μάλλον από ευγνωμοσύνη μιλάει με τόση θέρμη για τον απόντα που του έλυσε το βιοποριστικό του πρόβλημα, δίνοντας του δουλειά. Σημασία έχει ότι σέβεται και το πρόσωπο που έζησε εκεί και το χώρο. Στο σπίτι έφτασα στις έντεκα το πρωί. Ρούφηξα όση ενέργεια βρήκα κρυμμένη στους τοίχους προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τον κώδικα των μυστικών τους καθώς η βίζιτα μου έγινε αρμένικη. Έμεινα μέχρι τις τρεις το μεσημέρι που ο Μοχάμεντ διπλομαντάλωσε την πόρτα. Διακόπηκε από ορδές Ελλήνων και Κυπρίων τουριστών που αντιμετώπισαν ασεβώς τον χώρο ως τουριστική ατραξιόν. «Αν το ’ξερα δεν θα ανέβαινα τόσες σκάλες.». «Και σιγά. Τι είν αυτό που μας φέρανε;». «Πώς είπαμε ότι τον λένε;». «Καλέ αυτός ήταν αδερφή!!!».Ντράπηκα. Όχι για όσα άκουγα. Αλλά για τα χαστούκια που δεν έριξα.
Πριν φύγω ο Μοχάμεντ μου έφερε το βιβλίο επισκεπτών να υπογράψω. Μου έδειξε ένα ράφι όπου υπήρχαν κι όλα τα παλιότερα. Θυμόμουν ότι στην πρώτη μου επίσκεψη εδώ ήταν Ιούνιος. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν το 1997 ή το 1998. Ψάχνοντας στα παλιότερα βιβλία επισκεπτών διαπίστωσα ακόμα μια φορά πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός. Βρήκα την υπογραφή μου στις 25 Ιουνίου του 1994! Συγκινήθηκα από αυτήν τη συνάντηση, διαβάζοντας το μήνυμα που είχε αφήσει ο τότε μου εαυτός. «Σαν να βρέθηκα στον Πανάγιο τάφο της Ποίησης. . . Στο σπίτι του ποιητή που με σημάδεψε.»Τελικά κάποια συναισθήματα δεν αλλάζουν στο χρόνο.
Φεύγοντας με τον Μοχάμεντ, μου έδειξε την πόρτα του ημιυπόγειου μπορδέλου εσωτερικά της εισόδου. .Το ύψος της ένα μέτρο και κάτι εκατοστά. Μόνο σκυφτός μπορούσε να μπει κάποιος. Σκυμμένο το κεφάλι απαιτεί ο έρωτας. Ακόμα κι αυτός ο αγοραίος. Πληροφορήθηκα ότι πίσω από την πόρτα βρίσκεται ένας στενόμακρος χώρος υποδοχής που οδηγεί σε ένα μικρό κι ανήλιαγο δωμάτιο, όπου τα κορίτσια δεχόταν κάποτε τα βιαστικά ξεσπάσματα των πελατών. Κι αναλογίστηκα πώς είναι να επιστρέφεις σπίτι σου και να βλέπεις λιγούρικα κορμιά να προσκυνούνε στο πορτάκι, και ντροπαλά μάτια να εξέρχονται. Και να μην είσαι ποιητής, δεν μπορεί, κάτι θα γράψεις. . .

Τρίτη 16- Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Τρίτη 16- Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

Μέρες που περνούν αφήνοντας ανεπαίσθητα ίχνη. Η τετραήμερη ανακωχή τράβηξε μια καμπύλη γραμμή σ’ αυτόν το χρονικό κύκλο, κι έγινε φατσούλα που χαμογελάει. Που μπορεί να χαμογελάει. Το μυαλό βουτάει σαν φτερό μες στο μελάνι κι όταν βρίσκει χρόνο κενό τον συμπληρώνει υπαγορεύοντας συνταγές για φάρμακα και φαρμάκια. Η κόλασή μου, πετάει τις φλόγες της κι ότι καεί τελικά, ήταν χάρτινο. Στις στάχτες του θα χορέψω και θα θεμελιώσω μια ψευδαίσθηση παράδεισου. Οι ξένες πόλεις, οι δικοί μας άνθρωποι, οι ξένοι άνθρωποι, οι δικές μας πόλεις που μας ακολουθούν, μια αόρατη πορεία φαντασμάτων στο επέκεινα. Οι αλυσίδες που χτυπούν, μουσική που ψάχνει λόγια. Της τα παραδίδω. . .


Η κόλασή μου είναι οι άλλοι*,
όσοι αγάπησα και μ’ αγαπούν.
Στον ουρανό μου μαύρο φεγγάρι
βγαίνω και ψάχνουνε για να με δουν.

Παράδεισός μου μια ξένη πόλη.
Μάταια βήματα στο πουθενά.
Σκυλιά και γάτες συνοδοιπόροι,
ήλιος να καίγομαι στην ερημιά.

Σαν το χαρτάκι σ’ άδειο μπουκάλι,
μήνυμα αδιάβαστο είν’ η καρδιά.
Η κόλασή μου είναι οι άλλοι.
Παράδεισός μου, η μοναξιά.


*Σαρτρ