Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά--B' ΜΕΡΟΣ
















Παρασκευή 12-Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2000 κι επτά

ΜΕΡΟΣ Β

Σίουα λοιπόν. Μια όαση πραγματική στη μέση της ερήμου. Τα χαλάσματα της παλιάς πόλης φωτισμένα λάμπουν μες στο πρώτο μας βράδυ εκεί. Μια πόλη από λάσπη που επεκτάθηκε κάθετα, χτίζοντας τριώροφα από λάσπη για να μη βγει έξω από τα όρια της, παρασύρθηκε μια νύχτα του 1926 από μια επίμονη νεροποντή κι έλιωσε στην κυριολεξία. Λιωμένα χαλάσματα λοιπόν, φωτισμένα, ένας λόφος με στενά σοκάκια για να περπατούν τα φαντάσματα της ερήμου. Κι ένα καφέ χτισμένο εκεί, σε μια ξύλινη εξέδρα με θέα την πλατεία της καινούργιας Σίουα από τη μια και τις ξεραμένες λάσπες από την άλλη.

Οι βεδουίνοι έχουν μια παλικαριά στα πρόσωπα τους που την έχουν συνήθως οι βουνίσιοι άνθρωποι. Ίσως τα βουνά της άμμου που συναντάει κάθε μέρα το βλέμμα τους. Τα φλεγόμενα βουνά, για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Φορούν τις καλές τους κελεμπίες, τις «χριστουγεννιάτικες», από γυαλιστερή ποπλίνα. Σκαμμένα πρόσωπα, βλέμματα βαθιά και ευθεία. Μάτια πολλάκις πράσινα και ενίοτε ξανθά μαλλιά. Νέγρικα μαλλιά, ξανθά αλλά κατσαρά. Οι άντρες της όασης. Οι γυναίκες σπάνια κυκλοφορούν εκτός σπιτιού. Κι όσες είδαμε έμοιαζαν περισσότερο με μπόγους, χαμένες κυριολεκτικά μες στην μπούργκα τους όπως καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα οκλαδόν στην καρότσα που έσερναν τα γαϊδουράκια. Καρότσα με ελαστικά αυτοκινήτου τις περισσότερες φορές, το κυριότερο όχημα μεταφοράς στην όαση αυτή, είτε ιδιωτικής χρήσης, είτε δημοσίας, είτε ταξί. Στολισμένες με λογής λογής πλαστικά, φανταχτερά λουλούδια και χάντρες και με μια μικρή τέντα στα ταξί να ανακατεύουν τη σκόνη στους δρόμους. Πολλά ποδήλατα επίσης, πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, το ίδιο κι ακόμα περισσότερο στολισμένα , ένας απίστευτος ανταγωνισμός, που όμως όσο και να ήτανε κιτς, ταίριαζε στο τοπίο αφού μπορεί να θεωρηθεί ενσωματωμένο πολιτιστικό του στοιχείο.

Το επόμενο πρωί, η εικόνα συμπληρώθηκε από τα στολισμένα κοριτσάκια, σαν να επρόκειτο για μια τρελή βραδιά καρναβαλιού, όπου άλλο ήτανε ντυμένο βασίλισσα της νύχτας, άλλο βασίλισσα του χιονιού, άλλο Χιονάτη κι άλλο Σταχτοπούτα στο χορό του πρίγκιπα. Σατέν, τούλια, χάντρες, πούλιες κι οτιδήποτε λαμπιρίζον έγινε ρούχο τους και συμπληρώθηκε με τα αμέτρητα πλεξιδάκια στο κεφάλι και τα πολύχρωμα κι αμέτρητα επίσης τσιμπιδάκια. Τα αγοράκια φορούσαν όλα τις καλές τους κελεμπίες κι ένα μαύρο κεντητό γιλέκο από πάνω. Τύφλα νάχει το καρναβάλι του Ρίο-που δεν έχει Αντίρριο-.


Το μεσημέρι αυτής της μέρας μετά από ένα ελεύθερο πρωινό για περιήγηση στα λιγοστά μαγαζάκια, πήγαμε για φαγητό στο σπίτι του Βεδουίνου ξεναγού. Σε ένα δωμάτιο άδειο από έπιπλα, στρωμένο με κιλίμια, και δυο στενόμακρα πολύ χαμηλά τραπέζια, πήραμε το γεύμα μας, καθισμένοι οκλαδόν γύρω γύρω. Μπουτάκια κοτόπουλου, τοπικό ρύζι, μπάμιες με συκωτάκια πουλιών, λίγα τουρσιά, αγκινάρες, χούμους. Μετά το φαγητό, απαραίτητα το τσάι μας, σε μικρά κρασοπότηρα. Ακολούθησε η φυγή προς την έρημο.

Λίγα μέτρα έξω από το χωριό, τα τρία τζιπ που επιβιβάστηκε η παρέα σταμάτησαν να αφαιρέσουν αέρα από τα λάστιχα, να μπορούν να κινηθούν ευκολότερα στην άμμο. Λίγο μετά τις δύο, είδαμε τι θα πει έρημος. Έρημο κάθε λεξιλόγιο για να περιγράψει αυτό που μας περίμενε. Μπεζ της άμμου, γαλάζιο του ουρανού. Τίποτα άλλο. Το χτεσινοβραδινό αεράκι είχε σβήσει όλα τα ίχνη της προηγούμενης μέρας κι είχε αφήσει τα δικά του σαν κύματα πάνω στη άμμο. Βουνά άμμου δεξιά κι αριστερά, να παίζουν με τις σκιές τα χρώματα, υψώματα μεγάλα και κατηφοριές απότομες όπου βουτούσαν τα τζιπ ένα ένα κάθετα, σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο. Φωνές και γέλια, σαν να μας πήγαμε εκδρομή στο ρώσικο τρενάκι του λούνα παρκ, μια ντουζίνα μαντράχαλοι, μια ντουζίνα παιδιά αφυπνισμένα, που κυλίστηκαν στην άμμο, παίξανε με τα νερά των πηγών, φωτογράφισαν, φωτογραφήθηκαν, μάζεψαν απολιθωμένα κοχύλια-ναι, κάποτε εδώ ήταν θάλασσα-, είδαν τον ήλιο να πνίγεται στην πορτοκαλί πια άμμο, τη νύχτα να έρχεται, τα αστέρια και οι γαλαξίες να δίνουν παρόν, άλλα να πέφτουν κουρασμένα από το στερέωμα. Και τα παιδιά να επαναλαμβάνουν συνεχώς την ίδια λέξη. «Απίστευτο! »

Κατασκηνώσαμε στις παρυφές ενός αμμόλοφου. Τα τρία θεόρατα τζιπ, σχημάτισαν ένα πι κι εκεί ανάμεσα στρώθηκαν οι κουρελούδες και οι κουβέρτες όπου κοιμηθήκαμε μετρώντας τ’ άστρα και ξυπνήσαμε το άλλο πρωί με τη διαπίστωση ότι είμαστε πολλοί μικροί ακόμα για να μπορέσουμε να μετρήσουμε όλα αυτά που είδαμε. Εκεί που το βράδυ ανάψαμε φωτιά για να μαγειρέψουμε μια σούπα από λαχανικά και ρύζι πιλάφι και σαλάτες,εκεί γύρω φάγαμε, εκεί χορέψαμε τραγουδώντας, εκεί ψήσαμε το πρωί το τσάι μας. Τσάι στη Σαχάρα, χωρίς καμιά υπερβολή. Μόνοι μια χούφτα άνθρωποι, σε ένα απέραντο τοπίο άμμου κι ουρανού, απειροελάχιστοι κοντορεβιθούληδες εκστασιασμένοι. Δεν μπορεί. Υπάρχει θεός.
Ποια τύχη θα μπορούσε να το δημιουργήσει όλο αυτό. . . . Η πίστη που πάντα σώζει τον άνθρωπο από το ακατάληπτο. Μια τελευταία βόλτα με τα τζιπ το πρωί κι επιστροφή στην όαση, με αχόρταστα τα μάτια και μαγεμένο το μυαλό από τα ξωτικά της ερήμου, να υπόσχεται στο σώμα πως θα επαναλάβει τα ίδια βήματα το συντομότερο.
Οι πηγές της Κλεοπάτρας, το ιερό του Άμμωνα Δία που είχε επισκεφτεί κι ο Μεγαλέξανδρος, κάτι ρωμαϊκά κοιμητήρια, μια άλλη ερειπωμένη πόλη που είδαμε στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν πια το θαυμασμό μας. Τα μάγια της ερήμου παρέμειναν άλυτα.
Ο δρόμος της επιστροφής μας φάνηκε ατέλειωτος. Πώς να κουβαλήσεις τόσες βαριές καρδιές επτακόσια τόσα χιλιόμετρα; Το γαλάζιο της Μεσογείου που κουνιόταν να μας δείξει τη δική της σαγήνη, ευχάριστο αλλά λίγο. Κι εκεί κοντά στα μεσάνυχτα, βρεθήκαμε στο μποτιλιάρισμα της επιστροφής, περιπλανώμενοι μιάμιση ώρα μες στην πόλη με βηματισμό χελώνας , προσπαθώντας να αποτινάξουμε από το μυαλό μας την μαγική άμμο που όταν πας να την πιάσεις γλιστράει μέσα από τις χούφτες σου κι όταν δεν τη θέλεις κολλάει επάνω σου, γιορτινό πουκάμισο. «. . . το τραγούδι της ερήμου που θα μ’ ακολουθεί. …»

Δεν υπάρχουν σχόλια: